Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Ραούλ Βάνεγκεμ: Μια –ξεχασμένη;– προειδοποίηση για το Δημόσιο Σχολείο…

Ανεβάζω σήμερα άρθρο του φίλου εκπαιδευτικού Β. Μπογιατζή, που δείχνει την ποιότητα του διαλόγου που έχει ανοίξει στα πλαίσια της Δημοκρατικής Αριστεράς σχετικά με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ελπίζω οι κρατούντες να ρίχνουν μια πλάγια, έστω, ματιά σε αυτές τις παρεμβάσεις. Θα τους βοηθήσει.


Ραούλ Βάνεγκεμ: Μια –ξεχασμένη;– προειδοποίηση για το Δημόσιο Σχολείο…
του Βασίλη Μπογιατζή*   
Το 1996 οι εκδόσεις του «Ελεύθερου Τύπου» εξέδωσαν το –εδώ και καιρό εξαντλημένο– βιβλίο του Ραούλ Βάνεγκεμ, διακεκριμένης μορφής των Καταστασιακών και συντρόφου του Γκυ Ντεμπόρ, με τίτλο Το Τέλος της Εξάρτησης, προειδοποίηση προς τους μαθητές γυμνασίου και λυκείου. Η μπροσούρα του γάλλου καταστασιακού είχε κυκλοφορήσει το 1995 με πρωτότυπο τίτλο Avertissementaux ecoliers et aux lyceens αποτελώντας δημόσια παρέμβαση στο τοπίο που διαμόρφωναν οι μαθητικές κινητοποιήσεις στη Γαλλία της εποχής. Πώς μου ήρθε τώρα ο Βάνεγκεμ στο μυαλό; Συναρτημένη η «έλευσή» του με τις εξελίξεις στην καθ’ ημάς Αριστερά, άλλοι θα μιλήσουν για αριστερίστικο αταβισμό κι άλλοι θα αναζητήσουν νέα τσιτάτα στον συγγραφέα της Επανάστασης της καθημερινής ζωής, η οποία τώρα μπορεί και να έχει μεταμορφωθεί σε συνταγές lifestyle.
               Τι συμβαίνει όμως, εδώ και κάμποσο καιρό –μετά το Πάσχα και ιδίως από τις αρχές του καλοκαιριού– στο δημόσιο σχολείο; Στις μεγάλες περιφέρειες, στη βάση της απόφασης του Υπουργείου για τήρηση του ωραρίου 08.00-14.00 από τους εκπαιδευτικούς –αυτονόητη, οπωσδήποτε, υποχρέωση– πάμπολλοι εκπαιδευτικοί έχοντας περατώσει τις εργασίες τους αναμένουν εν είδει φαντάρων που ολοκλήρωσαν το ασβέστωμα, την αιφνιδιαστική έφοδο του κατά τόπους προϊσταμένου για τον έλεγχο της τήρησης του σχετικού φετφά: είναι «ψιλά γράμματα» για Υπουργείο και ΟΛΜΕ, εξαντλουμένων σε διοικητικά μέτρα και αντίμετρα, η οργάνωση με ευθύνη των συμβούλων ολοκληρωμένων προγραμμάτων επιμόρφωσης στο «νεκρό διάστημα» 15 Ιουνίου-31 Ιουλίου βάσει των αναγκών και των επιθυμιών των εκπαιδευτικών, όπως θα έχουν κατατεθεί στη διάρκεια του έτους. Μια ματιά, παρεμπιπτόντως, στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου για την εργασία των συμβούλων θα ήταν λίαν κατατοπιστική για τον ενδιαφερόμενο (http://www.schools.ac.cy). Πέρα από αυτά, στο ζήτημα της βαθμολόγησης των γραπτών των εξετάσεων: οι πολιτικάντικοι χειρισμοί του Υπουργείου –αντίστροφη όψη ή εγγενές συμπλήρωμα της πομπώδους ρητορικής;– στο θέμα του τρόπου και του ύψους της αμοιβής του εμπλεκόμενου στη διόρθωση προσωπικού, βρήκαν το ιδεώδες ισοδύναμό τους στους χειρισμούς της ΟΛΜΕ, η οποία δεν αντέταξε στην ανηθικότητα των υπουργικών χειρισμών την εργασιακή ηθική του κλάδου, με αποτέλεσμα τις γνωστές εξελίξεις.
               Πώς «εφάπτεται» λοιπόν, ο Βάνεγκεμ σε αυτά; Έγραφε το 1995 αναφερόμενος και στους καθηγητές που συμμετείχαν στις τότε κινητοποιήσεις μια προειδοποίηση που και σήμερα αναζητεί παραλήπτες: «Δεν περνάει χρονιά που, δεκάδες εφευρετικοί δάσκαλοι και καθηγητές, να μην προτείνουν εκπαιδευτικές μεθόδους οι οποίες να θεμελιώνονται πάνω σε μια νέα συμφωνία όντων και πραγμάτων. Εσείς που παραπονιέστε για το πλήθος των γραφειοκρατών που σφετερίζονται το όνομα του εκπαιδευτικού και που ρίχνουν στον πλανήτη την παγερή ματιά των αριθμών επειδή έχουν περιορίσει το ενδιαφέρον τους στην καρτέλα του μισθού, πότε διεκδικήσατε να προωθηθούν οι ιδέες του Φρενέ και κάποιων άλλων πάνω στην ευγενή γνώση; Πότε αντιτάξατε, σ’ αυτούς που μεταδίδουν ανία και που σας κυβερνούν, σχέδια για μια παιγνιώδη και ζωντανή εκπαίδευση; Επιχειρήσατε, ποτέ, να αντικαταστήσετε την ιεραρχική σχέση ανάμεσα σε δασκάλους και μαθητές, με μια σχέση που να θεμελιώνεται, όχι πλέον στην υπακοή, αλλά στην άσκηση της ατομικής και συλλογικής δημιουργικότητας;
               Όταν, κάποιοι, εκπληκτικής μετριότητας, πολιτικοί άνδρες σας καλούν να τους υποβάλετε τα αιτήματά σας, δεν έχουν άραγε την ικανοποίηση να σας βρίσκουν εξίσου ενδεείς μ’ αυτούς, αν όχι οικονομικά, τουλάχιστον σε ό, τι αφορά την εξυπνάδα και τη φαντασία; Μην αμφιβάλλετε ότι, τόσο φτηνά που ξεπουλιόσαστε, σας παρέχουν, χωρίς δισταγμό, και το δικαίωμα να τους χλευάζετε σε μεγάλες καθαρτήριες εκδηλώσεις. Η χειρότερη μορφή παραίτησης είναι εκείνη που προσφέρει στον εαυτό της το άλλοθι της εξέγερσης. Τόσο λίγη εκτίμηση τρέφετε για τον εαυτό σας, ώστε δεν αφιερώνετε χρόνο για να ανακαλύψετε τις επιθυμίες της ζωής σας και να γνωρίσετε τι είδους ζωή θέλετε να ζήσετε; Δεν διαισθάνεστε καμιά άλλη εναλλακτική επιλογή από αυτήν ανάμεσα στη φτώχεια του πλουσίου και τη μιζέρια του φτωχού, που επίσημα, σας προτείνουν; Είναι απαραίτητο να σας φαίνεται φωτεινό το θλιβερό μέλλον μιας ζωής που κυλά τσιμπολογώντας τα χρήματα του μήνα, επειδή η σκιά της ανεργίας μεγαλώνει παντού όπου βασιλεύει ο διαμεσολαβημένος ήλιος της πλήρους απασχόλησης; Τίποτα δεν σκοτώνει πιο σίγουρα από το να αρκείσαι στην επιβίωση» (σ.σ. 32-34).
               Η –όχι απαραίτητα κακοπροαίρετη και επηρεασμένη από τα πτηνά της διαπλεκόμενης πληροφόρησης– απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι «ποτέ», «όχι», «ναι» αντίστοιχα. επίσης, δεν είναι μόνο αυτή: αλλά σε αυτό το σημείο θα επανέλθω. Ας είμαστε όμως, ειλικρινείς. Αν επεκτείνουμε το χρονικό διάστημα, το οποίο ήδη έχω προαναφέρει, σε κάθε σχολική χρονιά αμέσως μετά τις διακοπές του Πάσχα, τι είναι εκείνο που θα αντικρίσουμε στη μεγάλη πλειοψηφία των –δημόσιων, αλλά και ιδιωτικών, ας μην το ξεχνάμε– σχολείων της χώρας; Άδειες τάξεις και έρημα σχολεία, ιδίως στη Γ΄ Λυκείου, καθηγητές κατευθύνσεων να κυνηγούν με το τουφέκι μαθητές οι οποίοι έχοντας απόθεμα απουσιών προτιμούν να μένουν σπίτι ή να παρακολουθούν πρωινά φροντιστηριακά μαθήματα, απόλυτη συνθηκολόγηση του δημόσιου σχολείου και εκχώρηση του μαθησιακού –και όχι μόνο– ρόλου του στις διαθέσεις των φροντιστηρίων της επισφαλούς εργασίας και της κακοπληρωμένης απασχόλησης, στοιχείων αδιάφορων για τη συντριπτική πλειοψηφία γονιών και μαθητών που γοητευμένοι από έναν –δικαιολογημένο– «φετιχισμό του εμπορεύματος» εκδηλώνουν την εμπιστοσύνη τους στον φροντιστηριακό θεσμό. Και εν μέσω μιας τέτοιας κατάστασης, το Υπουργείο των πομπωδών διακηρύξεων να αυξάνει λαϊκιστικώ τω τρόπω το ποσοστό των απουσιών κατά 30 % και να ανακοινώνει –για τη φετινή ιδίως χρονιά–  έναρξη των εισαγωγικών εξετάσεων στις 14 Μαΐου διαμορφώνοντας, χωρίς μια τύποις συνδικαλιστική αντίδραση,  μια σχολική χρονιά ουσιαστικής διάρκειας έξι –ναι, δεν είναι ορθογραφικό λάθος– μηνών συντελώντας στην περαιτέρω αποδιάρθρωση. Ας προχωρήσουμε και πιο πέρα: ποιος περιμένει να μάθει σε ικανοποιητικό επίπεδο ξένες γλώσσες στο δημόσιο σχολείο, να καλλιεργηθεί αισθητικά, να γυμναστεί και να αναδείξει τα όποια ταλέντα του, να βρει μαθήματα που θα παρακολουθήσει γνωρίζοντας ότι τα επιλέγει μόνο με βάση το κριτήριο της επιθυμίας του; Δεν αποτελεί αυτή η συνθήκη την καλύτερη δικαιολόγηση των νεοφιλελεύθερων επιχειρημάτων; Και πώς δεν προσβάλλονται από αυτή την κατάσταση εκείνοι οι καθηγητές, που σύμφωνα με τον Βάνεγκεμ, είναι «αρκετά ενθουσιώδεις ώστε να παθιάζουν το ακροατήριό τους και να το κάνουν να ξεχνάει για μια στιγμή τις απεχθείς συνθήκες που εξευτελίζουν το επάγγελμά τους», εκείνοι που σε αντίθεση «με τους γραφειοκράτες, που τρομοκρατούν την τάξη τους και τρομοκρατούνται από αυτή» αποτελούν τους «καλλιτέχνες, ταχυδακτυλουργούς και σχοινοβάτες της γνώσης, που είναι ικανοί να συναρπάζουν χωρίς να χρειάζεται ποτέ, να μεταβάλλονται σε δεσμοφύλακες κάτεργων ή σε υπασπιστές» (σ.σ. 23-24);
               Κι είναι πολλοί αυτοί οι οποίοι στα προαναφερόμενα ερωτήματα δεν απαντούν με τους προαναφερθέντες τρόπους και περνούν απαρατήρητοι στα γνωστά δημοσιογραφικά πτηνά: είναι εκείνοι που δεν ανέχθηκαν τον εκφυλισμό της Πρόσθετης Διδακτικής Στήριξης σε ρουσφετολογικό μηχανισμό παράκαμψης του ΑΣΕΠ κερδίζοντας το στοίχημα της εμπιστοσύνης και του κύρους του δημόσιου σχολείου ( Λίνα Κοϊνά: «Στα λύκεια της δυτικής Θεσσαλονίκης, όπου είναι ιδιαίτερα δημοφιλής η ΠΔΣ, πέρυσι (2008-2009) λειτούργησαν 1.375 τμήματα με 9.500 μαθητές. “Έχει εμπεδωθεί κλίμα εμπιστοσύνης για το πρόγραμμα και όσοι εγγράφονται σε αυτό το παρακολουθούν ανελλιπώς. Πολλά παιδιά αποφεύγουν τα ιδιαίτερα και τα ιδιωτικά φροντιστήρια», επισήμανε ο προϊστάμενος του 1ου γραφείου της διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δυτικής Θεσσαλονίκης, Γιάννης Νταούλας», Αγγελιοφόρος, 13/10/2009).  αλήθεια, τι εμποδίζει τη διεκδίκηση επέκτασης, αν πράγματι είμαστε ακόμη δεσμευμένοι στα καταστατικά ιδεώδη της αλληλεγγύης και της ισότητας που ενέπνευσαν το δημόσιο σχολείο, της ΠΔΣ, αλλά και μαθημάτων ξένων γλωσσών, καλλιτεχνικών σεμιναρίων κλπ, το διάστημα Ιουνίου-Ιουλίου, ώστε να ελαφρυνθεί από το κόστος των φροντιστηριακών μαθημάτων ο κόσμος της εργασίας που εμπιστεύεται τα παιδιά του στο σχολείο; Είναι εκείνοι που είπαν τα αυτονόητα για την αξιολόγηση (ΕΛΜΕ Λέσβου: «Είναι υπέρ της αξιολόγησης σαν θεσμού για όλες τις επαγγελματικές και κοινωνικές εκφάνσεις ως γενική αρχή  αρκεί η αξιολόγηση να είναι αξιοκρατική, αμερόληπτη και προπάντων ακομμάτιστη. Η πραγματική αξιολόγηση είναι εργαλείο βελτίωσης  και όχι εκβιασμού ή μεροληπτικής κρίσης». Διαθέσιμο:   http://www.alfavita.gr/ank_b/ank3_6_10_1051.php). Τι εμποδίζει αλήθεια, τον εμπλουτισμό των κριτηρίων της αξιολόγησης με ερωτήματα όσον αφορά το πόσο βοηθήθηκαν οι μετανάστες, μειώθηκε η σχολική διαρροή, ενεπλάκησαν οι μαθητές στην αυτοκυβέρνηση του σχολείου, ενισχύθηκε η εξωδιδακτική/φροντιστηριακή μέσω σχολείου ενίσχυση, δημιουργήθηκαν τάξεις υποδοχής, άνοιξε το σχολείο στην κοινωνία με σεμινάρια, ανοιχτή βιβλιοθήκη κλπ. γινόμενο ένα κατά Βάνεγκεμ «ελκυστικό πάρκο γνώσης» (σ. 32); Τέλος, είναι εκείνοι που από το ψυχικό –και οικονομικό– υστέρημά τους διοργανώνουν θεατρικές παραστάσεις, ζωγραφικές εκθέσεις, μουσικές γιορτές συμμετέχοντας ανελλιπώς στους σχετικούς διαγωνισμούς που δίνουν στα παιδιά και τη χαρά της κοινοποίησης της εργασίας τους, ακατάβλητοι από την τεχνοκρατική στενότητα υπουργικών συμβούλων που εισηγούνται την κατάργηση τέτοιων διαγωνισμών στο όνομα του κόστους τους.
               Τα πράγματα έτσι, καθίστανται εξαιρετικά σαφή σε ό, τι αφορά το δημόσιο σχολείο. Εν όψει της νέας σχολικής χρονιάς και των υπό διαμόρφωση 30μελών –όπου η πελατειοκρατία δεν μεριμνά για να διαιρέσει τα 26άρια, προκειμένου να ανοίξει πλαστές οργανικές θέσεις, να αρχίσει τη βιομηχανία των αποσπάσεων και τελικά, να παρακάμψει τον ΑΣΕΠ– τμημάτων των βασισμένων στην «ιδέα της ηλιθιότητας που συνεπάγεται η αγελαία κατάσταση, μια και δεν βλέπω άλλο τρόπο για να εκπαιδευτεί μια τάξη τριάντα μαθητών, παρά με το λουρί ή την πανουργία», η προειδοποίηση του Βάνεγκεμ είναι ευκρινής: «Μην επικαλείστε την υλική αδυναμία να προαχθεί μια εξατομικευμένη εκπαίδευση. Μήπως η εξέλιξη των οπτικοαουστικών τεχνικών δε θα επέτρεπε σε ένα μεγάλο αριθμό φοιτητών να λαμβάνει ατομικά αυτό που, άλλοτε ο δάσκαλος έπρεπε να επαναλαμβάνει μέχρι να το απομνημονεύσουν οι μαθητές [ώστε] να δοκιμαστεί στο επίπεδο του παιχνιδιού ο βαθμός αφομοίωσης και κατανόησης; Έτσι, ο εκπαιδευτής, έχοντας απελευθερωθεί από μια άχαρη και μηχανική απασχόληση, θα περιοριζόταν πλέον στο να αφιερώνεται στο ουσιαστικό καθήκον του: τη διασφάλιση της ποιότητας των πληροφοριών που λαμβάνονται παγκοσμίως, τη βοήθεια στη διαμόρφωση των αυτόνομων ατόμων, την παροχή της καλύτερης γνώσης και εμπειρίας του, με το να βοηθάει τον καθένα να διαβάσει τον εαυτό του και τον κόσμο. Πληροφόρηση σε όσο το δυνατόν περισσότερους, εκπαίδευση σε μικρές ομάδες. Ο εκπαιδευτής, στο κέντρο ενός εκτενούς δικτύου άρδευσης που να παροχετεύει προς κάθε μαθητή την πολυπλοκότητα των γνώσεων, θα έχει, επιτέλους, την ελευθερία να γίνει αυτό που πάντοτε ονειρευόταν: εκείνος, που θα αποκαλύπτει μια δημιουργικότητα, το κλειδί της οποίας θα το κατέχουν όλοι ανεξαιρέτως, όσο θαμμένο και αν ήταν κάτω από το βάρος των εξαναγκασμών του παρελθόντος» (σ.σ. 51-52).   
               Το ζήτημα είναι αν μπορεί το παιχνίδι της δημόσιας εκπαίδευσης να «παιχτεί» πέρα από την καταστροφή (των τυφλών καταλήψεων) και τη μοιρολατρία (του τίποτε δεν γίνεται). Αν είναι δυνατή η καινοτόμα υποστήριξη του δημόσιου σχολείου με ολόψυχη υποστήριξη των προγραμμάτων ενισχυτικής και πρόσθετης διδασκαλίας. με οργανωμένες διαθεματικές προσεγγίσεις των μαθημάτων (τις προτεινόμενες εδώ και είκοσι χρόνια από τον Εντγκάρ Μορέν, τον οποίο οι γηγενείς φωστήρες μιας αριστεράς που ομνύει στον εθνολαϊκισμό, εγκαλούν ως πράκτορα του διεθνούς καπιταλισμού). με έμφαση στη σε όλα τα επίπεδα ποιότητα και αξιοκρατία, την οποία –όπως ο Καστοριάδης έγραφε παλιότερα για την υπευθυνότητα–  «θεωρούσαμε λέξη που αφορά μόνο μπάτσους» ξεπουλώντας τη στους ποικίλους –μέσω παράκαμψης του ΑΣΕΠ– βιαστές της που τώρα καμώνονται τους υπερασπιστές της, αφού η συνδικαλιστική ηγεσία εξακολουθεί να παριστάνει τον συνήγορο κάθε πελατειακής φωνής. με προτάσεις, και στο πεδίο της αξιολόγησης και στο πεδίο της διδακτικής πρακτικής, που θα ενδυναμώνουν την αυτονομία όλων των εμπλεκομένων στην εκπαιδευτική διαδικασία και θα βρίσκονται πολύ πιο μπροστά και από τον υπουργικό στόμφο και από μια κορπορατιστική κουλτούρα που παράγει στασιμότητα «παίζοντας» την επανάσταση. Έτσι, τα οικονομικά αιτήματα δεν θα έχουν χαρακτήρα ζητιανιάς, κάτι που άλλωστε ο κλάδος των εκπαιδευτικών δεν το αξίζει (Λώρη Κέζα, «Πενία εκπαιδευτικών», Το Βήμα, 15/06/2010 και  «Φαντασία στο κουτί», Το Βήμα,    26/06/2010). Γιατί, όπως κλείνει ο Βάνεγκεμ, «από τη στιγμή που θα διαμορφώσετε το σχέδιο μιας εκπαίδευσης που θα βασίζεται σε ένα φυσικό συμβόλαιο με τη ζωή, δε θα χρειάζεται πια να ζητιανεύετε χρήματα απ’ αυτούς που σας εκμεταλλεύονται και σας περιφρονούν, για να σας καταστήσουν αποδοτικούς. Θα τα απαιτήσετε μια και θα ξέρετε γιατί και πώς θα τα ιδιοποιηθείτε. Όσο δεν αξιοποιούμε τις ικανότητές μας, δεν θα έχουμε καμιά ελπίδα για ζωή».
 
*Ο Βασίλης Μπογιατζής είναι διδάκτωρ ΕΜΠ/ΕΚΠΑ στην Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών και της Τεχνολογίας και διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου