Του Ευθύμη Δημόπουλου
Με αφορμή τη συζήτηση που διεξάγεται γύρω από την ανακοίνωση του Τομέα Παιδείας της Δημοκρατικής Αριστεράς (ΔΑ), σχετικά με την κάλυψη των λειτουργικών κενών στα σχολεία ενόψει της νέας εκπαιδευτικής χρονιάς, θα ήθελα να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις.
Η ανακοίνωση απευθύνεται πρωτίστως στο υπουργείο Παιδείας και το καλεί να τηρήσει τις δεσμεύσεις εξορθολογισμού στην κατανομή του εκπαιδευτικού δυναμικού που έχει αναλάβει για τη νέα εκπαιδευτική χρονιά, στο πλαίσιο της κρίσης και της έκτακτης κατάστασης που επικρατεί στη χώρα μας, και να μη διολισθήσει ως συνήθως (βλέπε επί παραδείγματι την κατάργηση του ορίου του 10 στις πανελλαδικές εξετάσεις) υπό το βάρος συντεχνιακών και ψηφοθηρικών πιέσεων σε λαϊκίστικες πρακτικές που ανακυκλώνουν τα δομικά προβλήματα της εκπαίδευσης.
Η ανακοίνωση απευθύνεται και στους εκπαιδευτικούς, δασκάλους και καθηγητές, ζητώντας τους να αναλάβουν θαρραλέα αφενός τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες που τους αναλογούν και αφετέρου να μην υποκύψουν στο στείρο καταγγελτισμό μιας συνδικαλιστικής νοοτροπίας (κυβερνητικής ή αντιπολιτευτικής) που ποντάρει σε μια προβληματική έναρξη της σχολικής χρονιάς, για να καρπωθεί συντεχνιακά και μικροκομματικά οφέλη.
Πιθανόν να ξενίζει, αν δεν σοκάρει, τα μεταπολιτευτικά πολιτικά και συνδικαλιστικά ήθη, το γεγονός πως ο νεοσύστατος αριστερός πολιτικός φορέας υπογραμμίζει την ανάγκη ανάληψης ευθυνών και από τους εργαζόμενους – εκπαιδευτικούς. Θεωρώ πως έχει φτάσει ο καιρός να το κάνουμε. Να μην αρνηθούμε τις ευθύνες που μας αναλογούν, να τοποθετηθούμε αυτοκριτικά στις πρακτικές του παρελθόντος και να αγωνιστούμε, για να υπερβούμε δημιουργικά την κρίση. Αυτό πιστεύω πως πρέπει να είναι το πολιτικό και κοινωνικό μήνυμα της Δημοκρατικής Αριστεράς και αυτό οφείλει να διαδώσει στο χώρο της εκπαίδευσης. Εξηγώ το γιατί.
Πρώτον, είναι γνωστό σε όλους μας, το ζούμε καθημερινά και περιττεύει κάποια ιδιαίτερη τεκμηρίωση, πως η κρίση στην Ελλάδα δεν είναι μόνο οικονομική. Αυτή είναι η κορυφή του παγόβουνου. Η κρίση είναι κυρίως κοινωνική και πολιτική. Είναι η κρίση της μεταπολιτευτικής λαϊκίστικης δικομματικής και αριστερής πολιτικής κουλτούρας που είτε αναζητούσε ψήφους, βολεύοντας ημετέρους και ικανοποιώντας στενά συντεχνιακά αιτήματα δεκάδων μικροομάδων είτε πίσω από όλα έβλεπε και βλέπει τις δόλιες προθέσεις και την αβελτηρία του κράτους, φτάνοντας έτσι στο σημείο να απαλλάξει τους δημόσιους υπαλλήλους, τους συνδικαλιστές, τα κόμματα, τις συντεχνίες και τις τοπικές κοινωνίες από κάθε αίσθηση ευθύνης και δημόσιου καθήκοντος που πρέπει πάνω απ’ όλα να χαρακτηρίζουν τον πολίτη και ειδικά το δημόσιο λειτουργό.
Κάποτε, μια τηλεοπτική περσόνα, ανέξοδα φυσικά, διακήρυσσε την αποενοχοποίηση, το περιβόητο «απενοχοποιηθείτε». Τελικά, το καταφέραμε. Απενοχοποιηθήκαμε και οδηγηθήκαμε στην οικονομική και κοινωνική χρεωκοπία. Όλοι μας (πολιτικοί, δημοτικοί άρχοντες, γιατροί, δικαστικοί, αστυνομικοί, εφοριακοί, εκπαιδευτικοί κ.τ.λ.) συντελέσαμε στη δημιουργία μιας κατακερματισμένης κοινωνίας όπου όλοι είναι εναντίον όλων και το μόνο δίκιο που αναγνωρίζεται είναι «το δίκιο του εργαζόμενου», δηλαδή της κάθε επαγγελματικής φατρίας.
Τον ξέρω τον αντίλογο. Πως υπάρχουν δημόσιοι λειτουργοί που εργάζονται ευσυνείδητα, που αγωνίζονται και αγωνιούν να προσφέρουν, που μελετούν και εκπαιδεύονται για να βελτιωθούν κ.τ.λ. Απαντώ. Ναι, υπάρχουν. Αναμφίβολα υπάρχουν και αυτές είναι οι δυνάμεις που θέλουν να αξιοποιήσουν δημιουργικά τη συνθήκη της κρίσης. Ωστόσο, το κυρίαρχο επαγγελματικό ήθος, το οποίο χρόνια καλλιεργεί και προάγει ο κομματικός συνδικαλισμός, είναι το μικροσυμφέρον και το βόλεμα της συντεχνίας. Αυτό δυστυχώς δίνει ακόμη τον τόνο στη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών στη χώρα μας.
Δεύτερον, για να έρθω στην καθ’ ημάς εκπαίδευση. Οι επίσημες συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις ΔΟΕ–ΟΛΜΕ των εκπαιδευτικών έχουν τεράστια ευθύνη για την προαγωγή ενός ανάλογου επαγγελματικού ήθους στον εκπαιδευτικό χώρο. Με βάση την πάγια ερμηνεία τους το κράτος έχει την πλήρη και μοναδική ευθύνη για την κατάσταση στην εκπαίδευση. Εμείς οι εκπαιδευτικοί ως επιστημονική κοινότητα, ως δημόσιοι λειτουργοί και ως επαγγελματικός κλάδος είμαστε άμοιροι ευθυνών. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να διεκδικούμε την αύξηση των ποσοτικών μεγεθών (αύξηση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού για την παιδεία, μαζικοί διορισμοί εκπαιδευτικών για την κάλυψη των κενών, αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων) που θα αλλάξουν τα δεδομένα των σχολείων μας. Σήμερα, το ερμηνευτικό τους σχήμα όχι μόνο είναι απολύτως ιδεοληπτικό αλλά δείχνει και τραγικά παρωχημένο, ανίκανο να ερμηνεύσει και να επιλύσει τα σημερινά εκπαιδευτικά αδιέξοδα στην Ελλάδα της κρίσης.
Πιστεύω ακράδαντα πως αυτή η συνδικαλιστική πρακτική μπορεί μεν να καθησύχαζε επί 30 χρόνια την αριστερή διεκδικητική συνείδηση και τον εκάστοτε αντιπολιτευτικό καταγγελτισμό αλλά είναι απολύτως συνυπεύθυνη για τα αδιέξοδα του δημόσιου σχολείου, γιατί σε αγαστή συνεργασία με την ψηφοθηρική και λαϊκίστικη πολιτική των εκάστοτε ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας:
• νομιμοποίησαν το ρουσφέτι και την αναξιοκρατία ως καθολική και διακομματική πρακτική. Οι αποσπάσεις χιλιάδων εκπαιδευτικών σε δραστηριότητες άσχετες με την εκπαίδευση και τα συνδικαλιστικά προνόμια είναι μόνο μια πτυχή αυτής της πρακτικής
• εμπόδισαν την παραγωγή ενός σοβαρού στελεχικού δυναμικού, επιλεγμένου με αξιοκρατικά κριτήρια, αφού συμμετείχαν ενεργά στην αναρρίχηση σε θέσεις διευθυντών και σχολικών συμβούλων ενός μεγάλου αριθμού προσώπων απολύτως ανεπαρκών, που με μοναδικά εφόδια την επετηρίδα, τις κομματικές φιλίες, τις αστείες δημοσιεύσεις σε απίθανα έντυπα και τη μανιακή συλλογή μορίων και κωμικών τίτλων (που πιστοποιούν από γνώσεις πληροφορικής μέχρι απίθανες παιδαγωγικές εξειδικεύσεις) διοικούν σήμερα τα σχολεία μας, φοβισμένοι και άβουλοι απέναντι στους γονείς, τους μαθητές, τους συνδικαλιστές και το υπουργείο Παιδείας
• πολέμησαν και συνεχίζουν να πολεμούν, λόγω και έργω, ακόμη και αυτές τις άτολμες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες των υπουργείων παιδείας που επέβαλε η αδήριτη λογική του εκσυγχρονισμού, και υπερασπίστηκαν λυσσασμένα τα «κεκτημένα». Ποιος δεν θυμάται πως οι πρώτοι διαγωνισμοί του ΑΣΕΠ για τους εκπαιδευτικούς έγιναν εν μέσω ύβρεων και άσκησης ακραίας σωματικής βίας απέναντι σε υποψήφιους καθηγητές και δασκάλους που προσέρχονταν να διαγωνιστούν; Αλήθεια, που βρίσκονται σήμερα οι πρωταγωνιστές αυτών των επεισοδίων; Έχουν αποκτήσει κάποιες θέσεις στη συνδικαλιστική ιεραρχία; Ποιος ξεχνά τη συνολική απόρριψη των νέων διδακτικών βιβλίων στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τις εθνικιστικές κορώνες απέναντι στο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού της Ρεπούση; Ποιος δεν γνωρίζει πως οι εργατοπατέρες της ΔΟΕ–ΟΛΜΕ συνεχίζουν να αρνούνται εξ ορισμού κάθε απόπειρα αξιολόγησης και αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων λες και είμαστε επιστημονικά και παιδαγωγικά ανίκανοι και πρέπει να κρύβουμε τη δουλειά μας από το δημόσιο έλεγχο με μπούργκα. Η άρνηση αξιολόγησης μας εκθέτει ανεπανόρθωτα στη συνείδηση γονιών και μαθητών και μας κατατάσσει στην ίδια ηθική μοίρα με τους πολιτευτές που αρνούνται το άνοιγμα των λογαριασμών τους για διερεύνηση δημόσιων σκανδάλων και τους μητροπολίτες που αντιτίθενται στον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων της εκκλησίας
• ευτέλισαν το δικαίωμα της απεργίας, κηρύσσοντας απεργίες «κολλητά» με Σαββατοκύριακα και αργίες, για να «ξεκουραστούμε» και συντάχτηκαν με τις προσχηματικές απεργίες της ΑΔΕΔΥ που στήριζαν και στηρίζουν τα κεκτημένα ενός διεφθαρμένου κομματικού κράτους
• προπαγάνδισαν συστηματικά και συμπαραστάθηκαν πάντα στις καθιερωμένες ετήσιες καταλήψεις, που αφήνουν στο πέρασμά τους ρημαγμένα δεκάδες σχολεία σε ολόκληρη τη χώρα, διακρίνοντας δήθεν σε αυτές τις αθλιότητες το «αυθόρμητα εξεγερμένο πνεύμα της νεολαίας μας»
• και κάτι τελευταίο, αλλά κατά τη γνώμη μου σημαντικότερο όλων. Η κυβερνητική πολιτική στο χώρο της εκπαίδευσης σε συνδυασμό με τη συνδικαλιστική πρακτική εγκατέστησαν στην εσωτερική ζωή και συνείδηση της σχολικής κοινότητας μια νοσηρή νοοτροπία η οποία:
- αποστεγνώνει το δάσκαλο από κάθε επιστημονική διάσταση του έργου και του ρόλου του,
- χλευάζει ως ελιτίστικη κάθε εκπαιδευτική πρωτοβουλία που αναστατώνει το δημοσιοϋπαλληλικό ραχάτι,
- παρεμποδίζει την αυτόνομη, συλλογική και εθελοντική, δράση του συλλόγου διδασκόντων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του σχολείου, μεταφέροντας πάντα τα προβλήματα σε κάποιους διοικητικά και υπηρεσιακά ανωτέρους, που σπανίως γνωρίζουν και καταλαβαίνουν τι συμβαίνει στο σχολείο.
Για να αναφερθώ ιδιαίτερα στον κλάδο μου, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, πρέπει να ομολογήσουμε πως με αυτά και με εκείνα το δημοσιοϋπαλληλικό σαράκι σιγά-σιγά μας ροκάνισε. Καταντήσαμε να ψάχνουμε στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς τα ημερολόγια με τις αργίες, να τσακωνόμαστε μεταξύ μας για το ποιος θα αναλάβει την αγγαρεία της Πρώτης Δημοτικού, να βλαστημάμε την ατυχία μας –ανήμποροι να αντιδράσουμε συλλογικά, οργανωμένα και μεθοδικά– για την κάθε περίπτωση «δύσκολου παιδιού» που εμφανίζεται στην τάξη μας και να κοιτάμε τα ρολόγια μας, προσδοκώντας να επιστρέψουμε μια ώρα νωρίτερα στα σπίτια μας, για να φροντίσουμε τα δικά μας παιδιά και να πληρώσουμε όπως όλοι οι Έλληνες τεράστια ποσά για την επιπλέον φροντιστηριακή τους εκπαίδευση. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη δεν είναι δυνατό να λειτουργήσει το σχολείο υπέρ της κοινωνίας, πόσο μάλιστα υπέρ των αδύναμων μορφωτικά και οικονομικά στρωμάτων.
Για όλα αυτά, ας αφήσουν ορισμένοι κατά μέρος τις κουτοπονηριές πως ζητάμε δήθεν να λειτουργούν τα σχολεία με 35 και 40 μαθητές στην τάξη. Στα 15 χρόνια που εργάζομαι στην πρωτοβάθμια δημόσια εκπαίδευση ποτέ δε συνάντησα σχολείο που να έχει τάξεις 30 και 35 μαθητών, ενώ οι τάξεις των 25 ήταν σπάνιο φαινόμενο. Η πλειοψηφία των τάξεων λειτουργεί με 17 ως 22 μαθητές. Ωστόσο, αυτό καθόλου δεν εμπόδισε το ελληνικό δημοτικό σχολείο να παράγει εκπαιδευτικό έργο χαμηλής ποιότητας.
Στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης η πλήρης εκπαιδευτική χρεωκοπία μπορεί να αποσοβηθεί. Υπάρχουν οι δυνάμεις, υπάρχουν και οι διαθέσεις. Ας αφήσουμε τις θρηνωδίες και τα μοιρολόγια για τα σπασμένα τζάμια και τα κενά θέσεων στους επαγγελματίες συνδικαλιστές και στους τηλεοπτικούς θιάσους των ειδήσεων. Μπορούμε να ανασκουμπωθούμε και να δουλέψουμε δημιουργικά. Θα βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο, θα ανταλλάξουμε απόψεις, θα διαβάσουμε, θα εργαστούμε συλλογικά και πρωτόβουλα και θα βρούμε ξανά το χαμένο εκπαιδευτικό μας ρόλο, αλλάζοντας πρώτα τους εαυτούς μας και το σχολείο που δουλεύουμε.
Δημόπουλος Ευθύμης, δάσκαλος.
Η ανακοίνωση απευθύνεται πρωτίστως στο υπουργείο Παιδείας και το καλεί να τηρήσει τις δεσμεύσεις εξορθολογισμού στην κατανομή του εκπαιδευτικού δυναμικού που έχει αναλάβει για τη νέα εκπαιδευτική χρονιά, στο πλαίσιο της κρίσης και της έκτακτης κατάστασης που επικρατεί στη χώρα μας, και να μη διολισθήσει ως συνήθως (βλέπε επί παραδείγματι την κατάργηση του ορίου του 10 στις πανελλαδικές εξετάσεις) υπό το βάρος συντεχνιακών και ψηφοθηρικών πιέσεων σε λαϊκίστικες πρακτικές που ανακυκλώνουν τα δομικά προβλήματα της εκπαίδευσης.
Η ανακοίνωση απευθύνεται και στους εκπαιδευτικούς, δασκάλους και καθηγητές, ζητώντας τους να αναλάβουν θαρραλέα αφενός τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες που τους αναλογούν και αφετέρου να μην υποκύψουν στο στείρο καταγγελτισμό μιας συνδικαλιστικής νοοτροπίας (κυβερνητικής ή αντιπολιτευτικής) που ποντάρει σε μια προβληματική έναρξη της σχολικής χρονιάς, για να καρπωθεί συντεχνιακά και μικροκομματικά οφέλη.
Πιθανόν να ξενίζει, αν δεν σοκάρει, τα μεταπολιτευτικά πολιτικά και συνδικαλιστικά ήθη, το γεγονός πως ο νεοσύστατος αριστερός πολιτικός φορέας υπογραμμίζει την ανάγκη ανάληψης ευθυνών και από τους εργαζόμενους – εκπαιδευτικούς. Θεωρώ πως έχει φτάσει ο καιρός να το κάνουμε. Να μην αρνηθούμε τις ευθύνες που μας αναλογούν, να τοποθετηθούμε αυτοκριτικά στις πρακτικές του παρελθόντος και να αγωνιστούμε, για να υπερβούμε δημιουργικά την κρίση. Αυτό πιστεύω πως πρέπει να είναι το πολιτικό και κοινωνικό μήνυμα της Δημοκρατικής Αριστεράς και αυτό οφείλει να διαδώσει στο χώρο της εκπαίδευσης. Εξηγώ το γιατί.
Πρώτον, είναι γνωστό σε όλους μας, το ζούμε καθημερινά και περιττεύει κάποια ιδιαίτερη τεκμηρίωση, πως η κρίση στην Ελλάδα δεν είναι μόνο οικονομική. Αυτή είναι η κορυφή του παγόβουνου. Η κρίση είναι κυρίως κοινωνική και πολιτική. Είναι η κρίση της μεταπολιτευτικής λαϊκίστικης δικομματικής και αριστερής πολιτικής κουλτούρας που είτε αναζητούσε ψήφους, βολεύοντας ημετέρους και ικανοποιώντας στενά συντεχνιακά αιτήματα δεκάδων μικροομάδων είτε πίσω από όλα έβλεπε και βλέπει τις δόλιες προθέσεις και την αβελτηρία του κράτους, φτάνοντας έτσι στο σημείο να απαλλάξει τους δημόσιους υπαλλήλους, τους συνδικαλιστές, τα κόμματα, τις συντεχνίες και τις τοπικές κοινωνίες από κάθε αίσθηση ευθύνης και δημόσιου καθήκοντος που πρέπει πάνω απ’ όλα να χαρακτηρίζουν τον πολίτη και ειδικά το δημόσιο λειτουργό.
Κάποτε, μια τηλεοπτική περσόνα, ανέξοδα φυσικά, διακήρυσσε την αποενοχοποίηση, το περιβόητο «απενοχοποιηθείτε». Τελικά, το καταφέραμε. Απενοχοποιηθήκαμε και οδηγηθήκαμε στην οικονομική και κοινωνική χρεωκοπία. Όλοι μας (πολιτικοί, δημοτικοί άρχοντες, γιατροί, δικαστικοί, αστυνομικοί, εφοριακοί, εκπαιδευτικοί κ.τ.λ.) συντελέσαμε στη δημιουργία μιας κατακερματισμένης κοινωνίας όπου όλοι είναι εναντίον όλων και το μόνο δίκιο που αναγνωρίζεται είναι «το δίκιο του εργαζόμενου», δηλαδή της κάθε επαγγελματικής φατρίας.
Τον ξέρω τον αντίλογο. Πως υπάρχουν δημόσιοι λειτουργοί που εργάζονται ευσυνείδητα, που αγωνίζονται και αγωνιούν να προσφέρουν, που μελετούν και εκπαιδεύονται για να βελτιωθούν κ.τ.λ. Απαντώ. Ναι, υπάρχουν. Αναμφίβολα υπάρχουν και αυτές είναι οι δυνάμεις που θέλουν να αξιοποιήσουν δημιουργικά τη συνθήκη της κρίσης. Ωστόσο, το κυρίαρχο επαγγελματικό ήθος, το οποίο χρόνια καλλιεργεί και προάγει ο κομματικός συνδικαλισμός, είναι το μικροσυμφέρον και το βόλεμα της συντεχνίας. Αυτό δυστυχώς δίνει ακόμη τον τόνο στη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών στη χώρα μας.
Δεύτερον, για να έρθω στην καθ’ ημάς εκπαίδευση. Οι επίσημες συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις ΔΟΕ–ΟΛΜΕ των εκπαιδευτικών έχουν τεράστια ευθύνη για την προαγωγή ενός ανάλογου επαγγελματικού ήθους στον εκπαιδευτικό χώρο. Με βάση την πάγια ερμηνεία τους το κράτος έχει την πλήρη και μοναδική ευθύνη για την κατάσταση στην εκπαίδευση. Εμείς οι εκπαιδευτικοί ως επιστημονική κοινότητα, ως δημόσιοι λειτουργοί και ως επαγγελματικός κλάδος είμαστε άμοιροι ευθυνών. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να διεκδικούμε την αύξηση των ποσοτικών μεγεθών (αύξηση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού για την παιδεία, μαζικοί διορισμοί εκπαιδευτικών για την κάλυψη των κενών, αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων) που θα αλλάξουν τα δεδομένα των σχολείων μας. Σήμερα, το ερμηνευτικό τους σχήμα όχι μόνο είναι απολύτως ιδεοληπτικό αλλά δείχνει και τραγικά παρωχημένο, ανίκανο να ερμηνεύσει και να επιλύσει τα σημερινά εκπαιδευτικά αδιέξοδα στην Ελλάδα της κρίσης.
Πιστεύω ακράδαντα πως αυτή η συνδικαλιστική πρακτική μπορεί μεν να καθησύχαζε επί 30 χρόνια την αριστερή διεκδικητική συνείδηση και τον εκάστοτε αντιπολιτευτικό καταγγελτισμό αλλά είναι απολύτως συνυπεύθυνη για τα αδιέξοδα του δημόσιου σχολείου, γιατί σε αγαστή συνεργασία με την ψηφοθηρική και λαϊκίστικη πολιτική των εκάστοτε ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας:
• νομιμοποίησαν το ρουσφέτι και την αναξιοκρατία ως καθολική και διακομματική πρακτική. Οι αποσπάσεις χιλιάδων εκπαιδευτικών σε δραστηριότητες άσχετες με την εκπαίδευση και τα συνδικαλιστικά προνόμια είναι μόνο μια πτυχή αυτής της πρακτικής
• εμπόδισαν την παραγωγή ενός σοβαρού στελεχικού δυναμικού, επιλεγμένου με αξιοκρατικά κριτήρια, αφού συμμετείχαν ενεργά στην αναρρίχηση σε θέσεις διευθυντών και σχολικών συμβούλων ενός μεγάλου αριθμού προσώπων απολύτως ανεπαρκών, που με μοναδικά εφόδια την επετηρίδα, τις κομματικές φιλίες, τις αστείες δημοσιεύσεις σε απίθανα έντυπα και τη μανιακή συλλογή μορίων και κωμικών τίτλων (που πιστοποιούν από γνώσεις πληροφορικής μέχρι απίθανες παιδαγωγικές εξειδικεύσεις) διοικούν σήμερα τα σχολεία μας, φοβισμένοι και άβουλοι απέναντι στους γονείς, τους μαθητές, τους συνδικαλιστές και το υπουργείο Παιδείας
• πολέμησαν και συνεχίζουν να πολεμούν, λόγω και έργω, ακόμη και αυτές τις άτολμες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες των υπουργείων παιδείας που επέβαλε η αδήριτη λογική του εκσυγχρονισμού, και υπερασπίστηκαν λυσσασμένα τα «κεκτημένα». Ποιος δεν θυμάται πως οι πρώτοι διαγωνισμοί του ΑΣΕΠ για τους εκπαιδευτικούς έγιναν εν μέσω ύβρεων και άσκησης ακραίας σωματικής βίας απέναντι σε υποψήφιους καθηγητές και δασκάλους που προσέρχονταν να διαγωνιστούν; Αλήθεια, που βρίσκονται σήμερα οι πρωταγωνιστές αυτών των επεισοδίων; Έχουν αποκτήσει κάποιες θέσεις στη συνδικαλιστική ιεραρχία; Ποιος ξεχνά τη συνολική απόρριψη των νέων διδακτικών βιβλίων στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τις εθνικιστικές κορώνες απέναντι στο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού της Ρεπούση; Ποιος δεν γνωρίζει πως οι εργατοπατέρες της ΔΟΕ–ΟΛΜΕ συνεχίζουν να αρνούνται εξ ορισμού κάθε απόπειρα αξιολόγησης και αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων λες και είμαστε επιστημονικά και παιδαγωγικά ανίκανοι και πρέπει να κρύβουμε τη δουλειά μας από το δημόσιο έλεγχο με μπούργκα. Η άρνηση αξιολόγησης μας εκθέτει ανεπανόρθωτα στη συνείδηση γονιών και μαθητών και μας κατατάσσει στην ίδια ηθική μοίρα με τους πολιτευτές που αρνούνται το άνοιγμα των λογαριασμών τους για διερεύνηση δημόσιων σκανδάλων και τους μητροπολίτες που αντιτίθενται στον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων της εκκλησίας
• ευτέλισαν το δικαίωμα της απεργίας, κηρύσσοντας απεργίες «κολλητά» με Σαββατοκύριακα και αργίες, για να «ξεκουραστούμε» και συντάχτηκαν με τις προσχηματικές απεργίες της ΑΔΕΔΥ που στήριζαν και στηρίζουν τα κεκτημένα ενός διεφθαρμένου κομματικού κράτους
• προπαγάνδισαν συστηματικά και συμπαραστάθηκαν πάντα στις καθιερωμένες ετήσιες καταλήψεις, που αφήνουν στο πέρασμά τους ρημαγμένα δεκάδες σχολεία σε ολόκληρη τη χώρα, διακρίνοντας δήθεν σε αυτές τις αθλιότητες το «αυθόρμητα εξεγερμένο πνεύμα της νεολαίας μας»
• και κάτι τελευταίο, αλλά κατά τη γνώμη μου σημαντικότερο όλων. Η κυβερνητική πολιτική στο χώρο της εκπαίδευσης σε συνδυασμό με τη συνδικαλιστική πρακτική εγκατέστησαν στην εσωτερική ζωή και συνείδηση της σχολικής κοινότητας μια νοσηρή νοοτροπία η οποία:
- αποστεγνώνει το δάσκαλο από κάθε επιστημονική διάσταση του έργου και του ρόλου του,
- χλευάζει ως ελιτίστικη κάθε εκπαιδευτική πρωτοβουλία που αναστατώνει το δημοσιοϋπαλληλικό ραχάτι,
- παρεμποδίζει την αυτόνομη, συλλογική και εθελοντική, δράση του συλλόγου διδασκόντων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του σχολείου, μεταφέροντας πάντα τα προβλήματα σε κάποιους διοικητικά και υπηρεσιακά ανωτέρους, που σπανίως γνωρίζουν και καταλαβαίνουν τι συμβαίνει στο σχολείο.
Για να αναφερθώ ιδιαίτερα στον κλάδο μου, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, πρέπει να ομολογήσουμε πως με αυτά και με εκείνα το δημοσιοϋπαλληλικό σαράκι σιγά-σιγά μας ροκάνισε. Καταντήσαμε να ψάχνουμε στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς τα ημερολόγια με τις αργίες, να τσακωνόμαστε μεταξύ μας για το ποιος θα αναλάβει την αγγαρεία της Πρώτης Δημοτικού, να βλαστημάμε την ατυχία μας –ανήμποροι να αντιδράσουμε συλλογικά, οργανωμένα και μεθοδικά– για την κάθε περίπτωση «δύσκολου παιδιού» που εμφανίζεται στην τάξη μας και να κοιτάμε τα ρολόγια μας, προσδοκώντας να επιστρέψουμε μια ώρα νωρίτερα στα σπίτια μας, για να φροντίσουμε τα δικά μας παιδιά και να πληρώσουμε όπως όλοι οι Έλληνες τεράστια ποσά για την επιπλέον φροντιστηριακή τους εκπαίδευση. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη δεν είναι δυνατό να λειτουργήσει το σχολείο υπέρ της κοινωνίας, πόσο μάλιστα υπέρ των αδύναμων μορφωτικά και οικονομικά στρωμάτων.
Για όλα αυτά, ας αφήσουν ορισμένοι κατά μέρος τις κουτοπονηριές πως ζητάμε δήθεν να λειτουργούν τα σχολεία με 35 και 40 μαθητές στην τάξη. Στα 15 χρόνια που εργάζομαι στην πρωτοβάθμια δημόσια εκπαίδευση ποτέ δε συνάντησα σχολείο που να έχει τάξεις 30 και 35 μαθητών, ενώ οι τάξεις των 25 ήταν σπάνιο φαινόμενο. Η πλειοψηφία των τάξεων λειτουργεί με 17 ως 22 μαθητές. Ωστόσο, αυτό καθόλου δεν εμπόδισε το ελληνικό δημοτικό σχολείο να παράγει εκπαιδευτικό έργο χαμηλής ποιότητας.
Στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης η πλήρης εκπαιδευτική χρεωκοπία μπορεί να αποσοβηθεί. Υπάρχουν οι δυνάμεις, υπάρχουν και οι διαθέσεις. Ας αφήσουμε τις θρηνωδίες και τα μοιρολόγια για τα σπασμένα τζάμια και τα κενά θέσεων στους επαγγελματίες συνδικαλιστές και στους τηλεοπτικούς θιάσους των ειδήσεων. Μπορούμε να ανασκουμπωθούμε και να δουλέψουμε δημιουργικά. Θα βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο, θα ανταλλάξουμε απόψεις, θα διαβάσουμε, θα εργαστούμε συλλογικά και πρωτόβουλα και θα βρούμε ξανά το χαμένο εκπαιδευτικό μας ρόλο, αλλάζοντας πρώτα τους εαυτούς μας και το σχολείο που δουλεύουμε.
Δημόπουλος Ευθύμης, δάσκαλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου