Ένα άρθρο για τα πανεπιστήμια και την κοινωνία των πολιτών γραμμένο από τον φίλο πανεπιστημιακό καθηγητή Μωυσή Μπουντουρίδη το 2006, αλλά ακόμα τόσο επίκαιρο.
από το blog "κοινωνικά κινήματα και δίκτυα"
Αναμφίβολα το πανεπιστήμιο αποτελεί έναν ιδιαίτερα σημαντικό θεσμό για την κοινωνία των πολιτών. Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη τη διάρθρωση και τη δυναμική της κοινωνίας των πολιτών στις τρέχουσες συζητήσεις για το πανεπιστήμιο στην Ελλάδα, θα μπορούσαμε να κατανοούσαμε καλύτερα τις προοπτικές και τις προκλήσεις, που έχει μπροστά του ο θεσμός της ανώτατης παιδείας.
Είναι γεγονός ότι η έννοια της κοινωνίας των πολιτών περιέχει μια μεγάλη ‘πολυσημία’ ως προς τα θεωρητικά πλαίσια, που χρησιμοποιούνται για την ερμηνεία της – π.χ., Hegel, Kant, Gramsci, Habermas, Walzer, Cohen, Arato, Gellner, Giddens, Keane, Edwards κ.ά. Ακόμη, η εννοιολογική της σύλληψη δείχνει μια επιλεκτική ευαισθησία ως προς τις συγκεκριμένες συνθήκες και τα χαρακτηριστικά του ιδιαίτερου πολιτικού συστήματος, μέσα στο οποίο αναπτύσσεται – όπως είναι, για παράδειγμα, η ‘αμερικάνικη εξαιρετικότητα’ (Voss, Lipset) ή το ευρωπαϊκό ‘κοινωνικό μοντέλο’ (Esping-Andersen). Κι επιπλέον, η κοινωνία των πολιτών παίρνει διαφορετικό περιεχόμενο ανάλογα με τις συγκυρίες, στις οποίες συγκεκριμενοποιείται ιστορικά – με παραδείγματα, τουλάχιστον για τις τελευταίες δεκαετίες, την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, τους κοινωνικούς αγώνες για ελευθερίες, τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, την πολιτιότητα, τη μετανάστευση, την παγκοσμιοποίηση κ.λπ.
Παρόλα αυτά, σε γενικές γραμμές, θα συμφωνούσαν σχεδόν όλοι οι μελετητές της ότι ό,τι γίνεται στην κοινωνία των πολιτών εντοπίζεται στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ του κράτους και της αγοράς. Αυτό με την έννοια ότι η συμμετοχή στις δράσεις της κοινωνίας των πολιτών είναι πλήρως εκούσια κι απαλλαγμένη αφενός από το διοικητικό καταναγκασμό του κράτους κι αφετέρου από την κερδοσκοπική ορθολογικότητα της αγοράς. Ανάλογα, λοιπόν, με το πώς θα τη δούμε – σαν μια συνάθροιση κοινωνικών συλλογικοτήτων ή σαν μια υλοποίηση κοινωνικών σχέσεων; – μπορούμε να διακρίνουμε δυο σημαντικές διαστάσεις στην κοινωνία των πολιτών – μια οργανωτική και μια σχεσιακή – με βάση τις οποίες μπορούν αμέσως να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα για την τυπολογία και την κοινωνική λειτουργία των πανεπιστημίων.
Από τη μεριά της οργανωτικής διάστασης, η κοινωνία των πολιτών αποτελείται από διάφορες κοινωνικές ομάδες – είτε ομάδες πίεσης ή ομάδες διαμαρτυρίας ή και τα δυο – οι οποίες δρουν σ’ αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο, μεταξύ κράτους και αγοράς, πέρα από και εναντίον της λογικής του κρατικού καταναγκασμού ή του ωφελιμιστικού ντετερμινισμού.
Οι ομάδες πίεσης (ή συμφερόντων) της κοινωνίας των πολιτών – οι οποίες συχνά αναφέρονται και σαν ‘τρίτος τομέας’ – περιλαμβάνουν [1] οργανισμούς και οργανώσεις, που δραστηριοποιούνται στους χώρους του πολιτισμού (μουσεία, ορχήστρες κ.ά.), της παιδείας (εκπαιδευτικά ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα κ.ά.), της υγείας (νοσοκομεία, ιατρικά κέντρα κ.ά.), των κοινωνικών υπηρεσιών (ιδρύματα κοινωνικής πρόνοιας, ομάδες αυτο-βοήθειας κ.ά.), του περιβάλλοντος (διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις), της υπεράσπισης των δικαιωμάτων, του συνδικαλισμού και των επαγγελματικών ενώσεων, της θρησκείας, της φιλανθρωπίας, του εθελοντισμού, του αθλητισμού, καθώς και σε διάφορα άλλα ιδρύματα.
Οι ομάδες διαμαρτυρίας – από τις μικρές αυθόρμητες ομάδες ως τα πιο οργανωτικά συνεκτικά κοινωνικά κινήματα – τυπικά χρησιμοποιούν [2] είτε συμβατικές πολιτικές πρακτικές – όπως παρασκηνιακές δράσεις (lobbying), εκκλήσεις (petitioning), αποστολές επιστολών σε πολιτικούς, συμμετοχή σε δικαστικούς αγώνες, δημόσιες ακροάσεις, συμβουλευτικούς φορείς, δημόσιες διαβουλεύσεις, συνεντεύξεις τύπου κ.λπ. – ή μη συμβατικές μορφές συλλογικών δράσεων – όπως διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις και πορείες σε δημόσιους χώρους, απεργίες, μποϊκοτάζ, καταλήψεις χώρων, αποκλεισμούς οδών και διάφορους άλλους τύπους άμεσης δράσης.
Φυσικά, στην πράξη κι από οργανωτικής πλευράς, τα όρια μεταξύ πίεσης και διαμαρτυρίας ή μεταξύ συμβατικής και μη συμβατικής πολιτικής συνήθως είναι μάλλον συγκεχυμένα – πέρα από τη σύνδεσή τους με τις δομές των πολιτικών ευκαιριών και με το γενικότερο πολιτικό σύστημα, που καθιστούν το ζήτημα πολυπλοκότερο. Γι’ αυτό, στις οργανωτικές υποδομές της κοινωνίας των πολιτών τυπικά επιστρατεύονται μεικτές μορφές συλλογικής δράσης. Σημασία όμως έχει να καταλάβουμε τη συμβολή των κινητοποιήσεων και των κοινωνικών κινημάτων για το χτίσιμο μιας ‘υγιούς’ κοινωνίας των πολιτών, που προάγει τις αξίες της ανεκτικότητας και της δικαιοσύνης, όπως έχουν τονίσει οι Jean L. Cohen και Andrew Arato. [3]
Από την άλλη μεριά, εκείνο που χαρακτηρίζει τη σχεσιακή διάσταση της κοινωνίας των πολιτών είναι η ικανότητά της να αυτο-οργανώνεται και να αυτο-διορθώνεται στηριγμένη στη δύναμη των κοινωνικών σχέσεων και των εταιρικών δεσμών, που αναπτύσσουν τα μέλη της μεταξύ τους, όταν εμπλέκονται σε κοινές οργανωτικές μορφές και σε κοινά ρεπερτόρια συλλογικής δράσης, σαν τα παραπάνω. Αυτή ακριβώς ήταν η διάσταση της κοινωνίας των πολιτών, που είχε καταγράψει ο Alexis de Tocqueville κατά την περιοδεία του στην Αμερική στα 1830. Και μέσα από τέτοιες δια-συμμετοχικές δράσεις, αναπτύσσονται οι σχέσεις εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας, οι οποίες δένουν τα άτομα μεταξύ τους και τελικά σφυρηλατούν τις νόρμες και τους κανόνες, που διέπουν τη συμπεριφορά τους. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να μετρηθεί ο βαθμός της κοινωνικής συνοχής μέσω της έννοιας του κοινωνικού κεφαλαίου (Bourdieu, Coleman, Putnam κ.ά.), το οποίο συναθροίζει, είτε σε ατομικό ή σε συλλογικό επίπεδο, το σύνολο των πραγματικών ή δυνητικών πόρων, που μπορούν να αντληθούν από τις κοινές συμμετοχές των μελών της κοινωνίας σε (τυπικές) οργανώσεις και σε (άτυπα) κοινωνικά δίκτυα.
Σχετικά τώρα με την ανώτατη παιδεία, μπορούμε να κάνουμε κάποιες πρώτες παρατηρήσεις υπό το φως της προηγούμενης συζήτησης. Φυσικά, τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα, αφού είναι κρατικά, δεν συνιστούν οργανισμούς του ‘τρίτου τομέα.’ Υφίστανται όμως, μαζί μ’ αυτούς και μαζί με το σύνολο της κοινωνίας των πολιτών, τις ασφυκτικές πιέσεις του ισχυρού κράτους στην Ελλάδα [4] – όπως και της αγοράς, για τις οποίες θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Οι διαρκείς παρεμβάσεις του Υπουργείου Παιδείας στα εσωτερικά των πανεπιστημίων εποφθαλμιούν τη συρρίκνωση της διοικητικής αυτονομίας κι αυτοτέλειας των ιδρυμάτων. Ακόμη κι αν επιτρεπόταν τα μη κρατικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα, τίποτε δεν θα εγγυάτο την απαγκίστρωση των κρατικών πανεπιστημίων από τον κλοιό του πατερναλιστικού κράτους. Παρά την ελπίδα για το αντίθετο, που πριν λίγα χρόνια εξέφρασε ο Νίκος Μουζέλης, [5] τα δείγματα γραφής του “‘ιμπεριαλισμού’ της κομματικοκρατικής λογικής” στη σύγχρονη Ελλάδα δείχνουν ότι η ενδεχόμενη κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου της ανώτατης παιδείας θα επέτεινε την κρατική εξάρτηση του εναπομείναντος κοινωνικά αποψιλωμένου κι ανίσχυρου μη κερδοσκοπικού θεσμού.
Αλλά, επιπλέον, η ενδεχόμενη συνταγματική κατοχύρωση της μη κρατικής ανώτατης παιδείας δεν θα εξασφάλιζε από μόνη της ούτε τη γένεση ούτε τη βιωσιμότητα – ως πραγματικών θεσμών της κοινωνίας των πολιτών – των μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, ακόμη και με βάση τα γνωστά δεδομένα από το ιστορικά πετυχημένο πείραμα στις ΗΠΑ. Καταρχάς, όλοι ξέρουν ότι τα κύρια μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια στις ΗΠΑ έγιναν το δέκατο ένατο αιώνα από τις φιλανθρωπικές δωρεές κάποιων πλουσίων – σαν τους Cornelius Vanderbilt, Ezra Cornell, Johns Hopkins, John D. Rockefeller, Andrew Carnegie, James Duke, Leland Stanford κ.ά. Το ότι όμως επρόκειτο για μια σειρά από αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, που είχαν κατηγορηθεί σαν ‘βαρόνοι της κλεψιάς,’ [6] ίσως λίγοι να το ξέρουν. Επομένως, η ένταξη των αμερικανικών ιδιωτικών πανεπιστημίων στον ‘τρίτο τομέα,’ ιστορικά τουλάχιστον, οφείλετο αποκλειστικά και μόνο στη μη κρατική τους υπόσταση, όπως ισχυρίζονται οι Randall Collins και Neal Hickman. [7] Από την άλλη μεριά, μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν εμφανίζεται κανείς στην Ελλάδα να θέλει να κάνει κάποια σημαντική δωρεά για την ίδρυση ενός ιδιωτικού μη κερδοσκοπικού πανεπιστημίου [8] κι είναι λίγο-πολύ γνωστά τα ονόματα όσων ενδιαφέρονται να επωφεληθούν από το δέλεαρ της νέας αγοράς, εφόσον κι όταν τροποποιηθεί το άρθρο 16 του συντάγματος. [9]
Επιπλέον, αν προσεγγίζαμε το ζήτημα της δημόσιας ανώτατης παιδείας στην Ελλάδα από τη σκοπιά της σχεσιακής διάστασης της κοινωνίας των πολιτών, θα μπορούσαμε να βλέπαμε καθαρά ποια είναι (τουλάχιστον από κανονιστικής πλευράς) η κυρίαρχη νομιμοποιητική ιδέα και πώς αυτή φαίνεται να εξελίσσεται. Πρώτα μια θεωρητική διευκρίνιση: Η ‘νομιμοποιητική ιδέα’ ενός κοινωνικού φαινομένου του μακρο-επιπέδου αναφέρεται σ’ όλους τους παράγοντες και τις προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες η ιδέα, που έχουμε για το φαινόμενο, θεωρείται ότι είναι ή δεν είναι νόμιμη (δηλαδή, αναμενόμενη, αποδεκτή και σεβαστή), πολύτιμη (με την έννοια των αξιακών δεσμεύσεων προς αυτήν) ή και πιθανόν προβληματική. Αν είναι έτσι, τότε σχεδόν όλοι θα συμφωνούσαν ότι η πρωταρχική κυρίαρχη νομιμοποιητική ιδέα της δημόσιας ανώτατης παιδείας είναι η ιδέα του κοινωνικού θεσμού. Όπου σαν ‘κοινωνικό θεσμό’ εννοούμε όλες τις οργανωμένες δραστηριότητες, που αναλαμβάνονται, αναπαράγονται κι αυτο-προσαρμόζονται για την προώθηση των κοινωνικά αποδεκτών αξιών. [10] Με την έννοια αυτή, οι στόχοι του κοινωνικού θεσμού της δημόσιας ανώτατης παιδείας είναι: η αναζήτηση και η θεμελίωση της γνώσης σαν δημόσιο αγαθό, η υποστήριξη της μάθησης και η ανάπτυξη του ανθρωπίνου κεφαλαίου μέσω αυτής, η κοινωνικοποίηση των διδασκομένων και η καλλιέργεια και η εμπέδωση σ’ αυτούς της πίστης και της αφοσίωσης στα δημοκρατικά ιδεώδη, στις αρχές της πολιτιότητας και στις ηθικές και αισθητικές αρχές της κοινωνίας.
Το πρόβλημα όμως για την κοινωνία των πολιτών, όπως το περιγράφει ο Νίκος Μουζέλης, βρίσκεται στο “οριζόντιο διαθεσμικό επίπεδο,” όπου “οι αξίες και οι λογικές ενός χώρου κυριαρχούν πάνω στις αξίες/λογικές των άλλων χώρων.” [11] Αυτός είναι ο λόγος που το κύριο διακύβευμα, που αντιμετωπίζει σήμερα η ανώτατη παιδεία στην Ελλάδα, έχει να κάνει με το κατά πόσο η ανθρωπιστική κληρονομιά της παιδείας ως κοινωνικού θεσμού θα συνεχίσει να υπάρχει ή θα καταποντισθεί από τη λαίλαπα εκείνου που ο Jurgen Habermas ονόμαζε ‘αποικισμό του βιόκοσμου.’ [12] Εδώ ακριβώς εστιάζεται η επίθεση εναντίον της κοινωνίας των πολιτών, που μεθοδεύεται από τις συνδυασμένες δυνάμεις του κράτους και της οικονομίας. Ή, όπως το έθεσε ο Νίκος Μουζέλης, όταν “οι εργαλειακές λογικές του κέρδους και της κομματικοκρατικής εξουσίας ‘αποικιοποιούν’ τους υπόλοιπους θεσμικούς χώρους, ο πολλαπλασιασμός μη κερδοσκοπικών και μη κρατικιστικών μηχανισμών επίλυσης προβλημάτων αποτελεί το μόνο τρόπο εξανθρωπισμού του καπιταλισμού.” [13] Σύμφωνοι, αλλά με την προσθήκη του αυτονόητου γεγονότος ότι τα αντιστασιακά αντανακλαστικά της κοινωνίας των πολιτών δεν μπορούν μόνο να στηρίζονται στις συμβατικές οργανωτικές μορφές του ‘τρίτου τομέα’ (οι οποίες δυστυχώς ακόμη στην Ελλάδα επιδεικνύουν ανυπέρβλητες εγγενείς αδυναμίες), αλλά χρειάζεται επίσης να αντλούν τη νομιμοποιητική δύναμη των αντενεργειών τους κι από τους σχεσιακούς πόρους των κινητοποιήσεων και των άλλων μορφών συλλογικών δράσεων, στις οποίες εμπλέκονται αγωνιστικά οι ενεργοί πολίτες.
Αυτό που προκαλεί μια ιδιαίτερη ανησυχία είναι ότι τον τελευταίο καιρό το κράτος προβάλλει και προωθεί στα πανεπιστήμια ένα νέο λόγο, αρθρωμένο γύρω από το μεταφορικό σχήμα της παραγωγής και δανεισμένο από τη λογική των επιχειρήσεων, λες και τα κρατικά ιδρύματα της ανώτατης παιδείας στην Ελλάδα έχουν ξαφνικά – ως δια μαγείας – μετατραπεί σε αυτόνομους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να επιβιώσουν από μόνα τους στη ζούγκλα της αγοράς. Έτσι, ακούμε όλο και περισσότερο για τον ανταγωνισμό και την απορρύθμιση-απελευθέρωση, την προσφορά και τη ζήτηση, τις δαπάνες και τα έσοδα, τον έλεγχο της ποιότητας των υπηρεσιών και των προϊόντων, τους πελάτες (αλίμονο: ακόμη κι οι φοιτητές θεωρούνται πελάτες, που πρέπει να ‘εξυπηρετηθούν’ μόνο μέσα σε μια αυστηρά καθορισμένη διάρκεια φοίτησης!), τα κίνητρα και τις επιβραβεύσεις, την αξιολόγηση της απόδοσης κι άλλες παρόμοιες ‘μανατζερίστικες’ απόψεις για τη διαχείριση των πανεπιστημίων σαν να αποτελούσαν κανονικές οικονομικές επιχειρήσεις.
Εκείνο τελικά που υποθάλπουν όλες αυτές οι λογικές της ‘επιχειρηματοποίησης’ των πανεπιστημίων, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κατάργηση της νομιμοποιητικής ιδέας της ανώτατης παιδείας ως κοινωνικού θεσμού και η αντικατάσταση της από την ιδέα της ανώτατης παιδείας ως επιχείρησης. Αυτό φαίνεται να έχει ήδη συμβεί στα μη κερδοσκοπικά (ιδιωτικά ή δημόσια) πανεπιστήμια στις ΗΠΑ, όπως τεκμηριώνουν οι σχετικές μελέτες της Patricia J. Gumport. [14] Για μας στην Ελλάδα, το στοίχημα της κοινωνίας των πολιτών είναι να προστατευθεί και να διασωθεί ο κοινωνικός θεσμός της δημόσιας ανώτατης παιδείας από τα απειλητικά σχέδια του κράτους και της αγοράς. Κι αυτό εμπνέει τους τωρινούς αγώνες.
[1] H.K. Anheier, Nonprofit Organizations – Theory, Management, Policy(London: Routledge, 2005). Γ.Θ. Μαυρογορδάτος, Ομάδες Πίεσης και Δημοκρατία (Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2001).
[2] D. della Porta & M. Diani, Social Movements – An Introduction(Oxford: Blackwell, 1999). Μ. Ψημίτης, Εισαγωγή στα Σύγχρονα Κοινωνικά Κινήματα (Αθήνα: Ατραπός-Περιβολάκι, 2006).
[3] J.L. Cohen & A. Arato, Civil Society and Political Theory (Cambridge, MA: MIT Press, 1992).
[4] Πάντως, η κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα είναι σχεδόν στο σύνολό της αδύναμη, ατροφική, καχεκτική και παραδοσιακά συρρικνωμένη κι αυτό οφείλεται ιστορικά στον κρατικό υδροκεφαλισμό, όπως υποστηρίζουν μια σειρά μελετητών: Ν.Π. Μουζέλης,Κοινοβουλευτισμός και Εκβιομηχάνιση στην Ημι-Περιφέρεια: Ελλάδα, Βαλκάνια, Λατινική Αμερική, μετάφρ. Β. Καπετανγιάννης (Αθήνα: Θεμέλιο, 1987), Γ.Θ. Μαυρογορδάτος, Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη: Οι Επαγγελματικές Οργανώσεις στη Σημερινή Ελλάδα(Αθήνα: Οδυσσέας, 1988), Θ. Λίποβατς, “Η απουσία κοινωνίας πολιτών στην Ελλάδα,” Οικονομικός Ταχυδρόμος, 22 Απριλίου 1993 κ.ά. Υπάρχουν όμως και κάποιες λιγοστές εξαιρέσεις, μάλλον με δυσκολία ορατές, όπως επισημαίνονται από το Δημήτρη Α. Σωτηρόπουλο: “Η κοινωνία πολιτών στην Ελλάδα: Ατροφική ή αφανής;” στο idem. (επιμέλ.), Η Άγνωστη Κοινωνία Πολιτών (Αθήνα: Ποταμός, 2004).
[5] Ν. Μουζέλης, “Τι είναι η κοινωνία των πολιτών;” στο Ν. Μουζέλης, Από την Αλλαγή στον Εκσυγχρονισμό (Αθήνα: Θεμέλιο, 2002).
[6] Δείτε το ενδέκατο κεφάλαιο, με την ονομασία ‘Robber Barons and Rebels,’ του βιβλίου του Howard Zinn, A People’s History of the United States: 1492-Present (New York: Harper Perennial, 1999).
[7] R. Collins & N. Hickman, “Altruism and culture as social products,”Voluntas: International Journal of Voluntary and Nonprofit Organizations, 2(2) (1991), 1-15.
[8] Είναι ενδεικτικό πώς το 2003 ο Ευ. Βενιζέλος είχε δηλώσει “για να απορρίψει την πρόταση της Ν.Δ. για αναθεώρηση του άρθρου 16 Σ.” ότι “αν βρεθεί ένας επιχειρηματίας έτοιμος να δωρίσει μερικά δισεκατομμύρια για την ίδρυση ενός πρότυπου πανεπιστημίου, ο νομοθέτης θα μπορούσε πολύ εύκολα να βρει μια λύση που να το ικανοποιεί,” όπως αναφέρει ο Νίκος Κ. Αλεβιζάτος στη σελίδα 23 του άρθρου του “Προβλήματα εξαιτίας του ομοιόμορφου συνταγματικού μοντέλου του άρθρου 16 Συντάγματος,”Τα Ελληνικά Πανεπιστήμια στην Κοινωνία της Γνώσης – Μια Συμβολή στην Υπέρβαση της Κρίσης (Αθήνα: Κίνηση Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία, 2004).
[9] Μπ. Πολυχρονιάδης, “Ανώτατα Επιχειρηματικά Ιδρύματα,” Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 2 Ιουλίου 2007.
[10] J.H. Turner, The Institutional Order: Economy, Kinship, Religion, Polity, Law, and Education in Evolutionary and Comparative Perspective(Manlo Park, CA: Addison Wesley Longman, Inc., 1997).
[11] Ν. Μουζέλης (2002), op. cit., σελ. 241.
[12] J. Habermas, The Theory of Communicative Action, vol. II: System and Lifeworld (Cambridge: Polity Press, 1987).
[13] Ν. Μουζέλης (2002), op. cit., σελ. 244.
[14] P.J. Gumport, Academic restructuring: Organizational change and institutional imperatives, Higher Education: The International Journal of Higher Education and Educational Planning, 39 (2000), 67-91.
Ετικέτες Civil Society, Student Protests
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου