Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

H δική μας αναφορά στον Γκρέκο


Παναγιώτης Γκλαβίνης από την Πανεπιστημιακή Συμπαράταξη ΑΠΘ

Η νέα ακαδημαϊκή χρονιά θάναι κρίσιμη τόσο για το Πανεπιστήμιο, όσο και για τη χώρα. Ποτέ δεν ξεχωρίσαμε τα τελευταία χρόνια την τύχη της χώρας από την κατάσταση της ανώτατης παιδείας. Κι αυτό για δυο λόγους: πρώτον, διότι είμαστε μέρος του δημόσιου τομέα, που κυρίως ευθύνεται για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, και δεύτερον, διότι η κοινωνία περιμένει από μας αφενός να τη βοηθήσουμε να κατανοήσει τι της συμβαίνει με τις γνώσεις μας, αφετέρου να της δείξουμε την έξοδο από την κρίση που βιώνει με το παράδειγμά μας.

Τα ερωτήματα που τίθενται, λοιπόν, στον καθένα από μας ατομικά και σε όλους εμάς συλλογικά είναι αμείλικτα: τι κάναμε για να βγάλουμε το Πανεπιστήμιο από την κρίση και να δώσουμε και το παράδειγμα στην υπόλοιπη κοινωνία ν’ ακολουθήσει; Τι κάναμε στα του οίκου μας, τον οποίο αυτοδιοικούμε, προκειμένου να τον αλλάξουμε, ώστε να βοηθήσουμε και τη χώρα ν’ αλλάξει;

«Έκαμες αυτό που σου μπιστεύτηκα; Δώσε λογαριασμό!»

Εμείς στο πλαίσιο αυτό, πιστοί στη μικρή ιστορία της παράταξής μας και στους λόγους ύπαρξής της, στηρίξαμε τη μεταρρύθμιση του νόμου 4009. Και το κάναμε για όλους τους λόγους που επισημάναμε αναλυτικά εδώ. Και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε, παρά το γεγονός ότι οι πρόσφατες τροποποιήσεις του νόμου-πλαισίου στερούν από την πανεπιστημιακή κοινότητα την πρωτοβουλία αναδιάρθρωσης του δημόσιου πανεπιστημιακού τομέα της χώρας. Και θα το κάνουμε γιατί έχουμε συνείδηση της κρισιμότητας της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα, που δίνει μάχη για την επιβίωσή της εντός της Ευρωπαϊκής οικογένειας. 

Σε αναζήτηση παραδείγματος

Πιστεύουμε ακράδαντα πως το Πανεπιστήμιο είναι ο χώρος όπου θα κερδηθεί ή θα χαθεί η μάχη αυτή. Κανένας άλλος χώρος δεν πέρασε από την εξέγερση λόγω της κρίσης στην αντίδραση απέναντι στην κρίση. Μόνο στα Πανεπιστήμια είχαμε κινήσεις συλλογικής αντίδρασης στην κρίση. Σε όλους τους άλλους χώρους της κοινωνίας και της οικονομίας, όταν δεν κυριαρχεί η εξέγερση, επικρατεί η ακινησία που συντηρεί την ύφεση και επιτείνει την κατάρρευση. Πουθενά αλλού οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις της χώρας δεν αναδείχθηκαν και δε συσπειρώθηκαν σε τέτοιο βαθμό γύρω από ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση ενός τμήματος του δημόσιου τομέα, τόσο κρίσιμου μάλιστα για το μέλλον της χώρας, όπως στο Πανεπιστήμιο.

Επί του παρόντος, οι δυνάμεις αυτές έχουν ηττηθεί εξ αιτίας της συνδρομής πέντε αιτίων:

1. Της απουσίας μιας στρατηγικής μετάβασης ενσωματωμένης στο νόμο 4009.

2. Της ατολμίας της δικαιοσύνης και της δημόσιας τάξης να επιβάλλουν το νόμο.

3. Της ακινησίας και της παθητικής συμμετοχής μεγάλου μέρους της καθηγητικής κοινότητας.

4. Της υπονόμευσης της εφαρμογής του νόμου από τις πρυτανικές αρχές.

5. Της άσκησης ωμής και απροκάλυπτης βίας από τις δυνάμεις της αντίδρασης που κρατούν εδώ και χρόνια όμηρο το ελληνικό πανεπιστήμιο.

Ακύρωση παραδείγματος;

Η νέα κυβερνητική συνεργασία ήρθε να νομιμοποιήσει τα αποτελέσματα που άφησε πίσω της η δυναμική παρεμπόδιση υλοποίησης της μεταρρύθμισης, αναλαμβάνοντας μια πρωτοβουλία, η οποία -σε καιρούς διαρθρωτικών αλλαγών- δε θέτει μόνον ένα σημαντικό θέμα πολιτικής, εν προκειμένω αντιμεταρρυθμιστικής κατεύθυνσης, όπως έχουμε τεκμηριωμένα (και αδιαμφισβήτητα) επισημάνει, αλλά κι ένα μείζον θέμα ηθικής τάξης, στο μέτρο που από τη βία επετράπη τελικά να προκύψει δίκαιο! Γνωρίζαμε πως οι μεταρρυθμιστικές αντοχές της νέας Κυβέρνησης θα δοκιμάζονταν πρώτα στα Πανεπιστήμια, με αφορμή την αναμενόμενη νομοθετική παρέμβαση για τη διευκόλυνση εφαρμογής του ν. 4009 μετά τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις, που πήγαν πίσω και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Και το είχαμε εγκαίρως επισημάνει. Δεν περιμέναμε, όμως, και μάλιστα από δυνάμεις που θέλουν να λέγονται και αριστερές καιμεταρρυθμιστικές, να επισφραγίσουν τις συνέπειες της βίας και εν τέλει να τις νομιμοποιήσουν σε τέτοιο βαθμό, παράγοντας από τη βία δίκαιο στην παρθενική τους νομοθετική πρωτοβουλία! Τι να περιμένουμε, άραγε, στη συνέχεια;

Για την κρατούσα δεξιά κυβερνητική παράταξη, τα Πανεπιστήμια ήσαν ανέκαθεν ένας χώρος αριστερής κυριαρχίας. Στα Πανεπιστήμια οφείλεις να τοποθετείσαι αριστερά, και ήδη αντιμνημονιακά, ακόμη κι όταν δεν είσαι αριστερός. Σήμερα, ένας δεξιός Υπουργός (καθιστάμενος σοφότερος από την τύχη της προκατόχου του, που αναμείχθηκε ως μη όφειλε στην αντιδικία ποιος κυβερνά αυτό το Πανεπιστήμιο) επέλεξε, κατά τρόπο μακιαβελικό θα λέγαμε, να αφήσει τις αριστερές δυνάμεις να λύσουν τις διαφορές τους στον κυρίαρχο χώρο τους, με άλλα λόγια να συνεχίσουν να τον κατασπαράσσουν όπως το πράττουν εδώ και τριάντα χρόνια, κρατώντας, όμως, για τον εαυτό του τα κρίσιμα για τη διάσωση της χώρας εργαλεία συρρίκνωσης του μη βιώσιμου δημόσιου τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης. Θέλουμε να πιστεύουμε πως δε θα μπει και στον πειρασμό να ασκήσει παλαιοκομματική πελατειακή πολιτική με την ευκαιρία των καταργήσεων και συγχωνεύσεων κρίσιμων για τις τοπικές κοινωνίες εκπαιδευτικών μονάδων. Τίποτε δεν προδικάζουμε, αλλά τα σημάδια δεν είναι καλά. Φαίνεται πως κέρδισαν όλοι τους, παίρνοντας ο καθένας το κατιτίς του, έχασε, όμως, η ανώτατη εκπαίδευση. Κι αν έχανε μόνο αυτή, θάταν λίγο το κακό. Έχασε και η χώρα, που ακόμη ψάχνει το παράδειγμα που θα τη βγάλει από την κρίση. 

Αυτό το παράδειγμα, λοιπόν, εμείς είμαστε αποφασισμένοι να μην της το στερήσουμε. Και γι’ αυτό θα αγωνιστούμε και τη χρονιά που έρχεται, αξιοποιώντας όποιες μεταρρυθμιστικές ευκαιρίες εξακολουθεί να μας παρέχει η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στο βαθμό που διασώθηκε. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν βλέπουμε πού αλλού, σε ποιον άλλο χώρο δηλαδή, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν οι συνθήκες εκείνες, που θα επέτρεπαν να υλοποιηθεί ένα μεταρρυθμιστικό success story, υπόδειγμα εξόδου και της υπόλοιπης κοινωνίας από την κρίση. Διότι μόνον από 'δω μέσα μπορεί και πρέπει να ξεκινήσει η βιώσιμη αναδιάρθρωση της χώρας. 

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Η κουλτούρα της αργομισθίας


 Tου Aποστολου Λακασα

Το πρόγραμμα Ολυμπιακής Παιδείας άρχισε να υλοποιείται από γυμναστές στα δημοτικά σχολεία και τα γυμνάσια το 2000 εν όψει της διοργάνωσης του 2004. Στόχοι του ήταν, μεταξύ άλλων, «να εμπνεύσει, να ευαισθητοποιήσει και να κινητοποιήσει τους μαθητές, τους νέους στη διαμόρφωση συμπεριφορών και αξιών φιλίας, στην ανάπτυξη της συνεργασίας με σεβασμό στις αξίες του πλουραλισμού, της κατανόησης και της ειρήνης, στην ενίσχυση της αυτονομίας, της κριτικής σκέψης και της υπευθυνότητας» όπως έλεγαν οι σχετικές ανακοινώσεις της εποχής.
Το πρόγραμμα - μάθημα δεν ήταν υποχρεωτικό και ήταν εκτός του κυρίου ωραρίου. Βέβαια, αυτό -παρότι δεν ήταν το ιδεατό για τους εκπαιδευτικούς- δεν προκάλεσε αντιδράσεις των συνδικαλιστών γυμναστών. Και αυτό διότι το υπουργείο Παιδείας μέσω των ευρωπαϊκών κονδυλίων προσλάμβανε γυμναστές (περί τους 1.700 ετησίως) ως αναπληρωτές, οι οποίοι με τον τρόπο αυτόν αποκτούσαν μόρια προϋπηρεσίας στην προσπάθειά τους να διοριστούν ως μόνιμοι.
Την περιπέτεια της Ολυμπιακής Παιδείας, η οποία μετά το 2004 εξελίχθηκε στα προγράμματα «Καλλιπάτειρα» και «Καλλιστώ» («με θεματικούς άξονες όπως η διαπολιτισμική εκπαίδευση και η άρση του κοινωνικού αποκλεισμού μέσω του αθλητισμού»!!!), και τη σπατάλη ευρωπαϊκών πόρων μού θύμισαν οι μηδενικές προσλήψεις γυμναστών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση για το προσεχές σχολικό έτος.
Η ουσία είναι ότι τα τελευταία χρόνια διαπιστώνονται ουκ ολίγες υπεραριθμίες εκπαιδευτικών σε σχολεία διαφόρων περιοχών, και μάλιστα γυμναστών. Ενδεικτικά, τον Φεβρουάριο του 2010 οι υπηρεσίες του υπ. Παιδείας διαπίστωσαν σε ένα μόνο σχολείο της Κοζάνης δεκαεννέα (19) υπεράριθμους γυμναστές! Επίσης, μία άλλη εντυπωσιακή περίπτωση κατεγράφη την ίδια χρονιά στη Σάμο, όπου στα μέσα Νοεμβρίου υπήρχαν ακόμη ελλείψεις εκπαιδευτικών την ίδια στιγμή που σε 14 γυμνάσια και λύκεια του νομού είχαν τοποθετηθεί 516 εκπαιδευτικοί. Από αυτούς, στα σχολεία υπηρετούσαν 291. Οι υπόλοιποι ήταν σε διοικητικές θέσεις, αποσπασμένοι εκτός νομού, μητέρες σε μακροχρόνια άδεια (ανατροφή, λοχεία κ.ά.). Αλλά και οι 291 είχαν περίσσευμα 1.291 ωρών κάθε εβδομάδα.
Το 2010 ξεκίνησε μια σημαντική προσπάθεια καταγραφής των πραγματικών κενών, ώστε να υπάρξει εξορθολογισμός του συστήματος. Φέτος, ελλείψει κονδυλίων, θα προσληφθούν συνολικά μόνο 225 εκπαιδευτικοί σε θέσεις μονίμων. Θα υπάρξουν ελλείψεις εκπαιδευτικών στα σχολεία; Θα το υποστηρίξουν οι γνωστοί «αντιρρησίες», οι οποίοι ανεβάζουν τους πρώτους μήνες κάθε σχολικής χρονιάς την ίδια παράσταση: «Κενά». Το βέβαιο είναι ότι θα χρειαστεί σοβαρή οργάνωση από την πλευρά του υπ. Παιδείας για να καλυφθούν οι ανάγκες των σχολείων, τις οποίες σίγουρα θα εκμεταλλευθεί ο λαϊκισμός «της αργομισθίας».

Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

Ρεπούση Vs Καλογήρου: 2 κείμενα για τα ΑΕΙ




Ο τρίτος δρόμος για την ανώτατη εκπαίδευση


Μαρία Ρεπούση   από τα Νέα

Η Ανανεωτική Αριστερά ήταν πάντα η Αριστερά του τρίτου δρόμου. Βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές υποστηρίζαμε πάντα με όσο το δυνατόν μεγαλύτερες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις. Μεταρρυθμίσεις που θα μεταβάλουν τις κοινωνικές δομές, τις κοινωνικές σχέσεις, τις νοοτροπίες, τις πρακτικές ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν τα μεγάλα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, να δίνουν λύσεις αποτελεσματικές και κοινωνικά δίκαιες.
Ο τρίτος δρόμος στα πανεπιστήμια όπως και συνολικά στην κοινωνία δεν είναι ο εύκολος δρόμος. Λόγος πολύχρωμος και με αποχρώσεις, πιεζόταν και εξακολουθεί να πιέζεται από ακραίες λογικές που είμαι βέβαιη ότι θα αναγνωρίσετε σε κείμενα και σε λόγους συναδέλφων που δημοσιεύονται τελευταία στις εφημερίδες και φιλοξενούνται στα ΜΜΕ. Ακραίες φιλελεύθερες και τιμωρητικές προς τα πανεπιστήμια λογικές από τη μια που ορκίζονται στο όνομα του πρόσφατου νόμου και θεωρούν ιεροσυλία οποιαδήποτε διορθωτική κίνηση θα τον έκανε περισσότερο λειτουργικό ή αποδεκτό, ακραίες και στην ουσία, στο περιεχόμενο της μεταρρύθμισης και στους τρόπους προώθησής της.
Εκπορεύθηκαν κυρίως από το υπουργείο Παιδείας της κυβέρνησης Παπανδρέου και υποστηρίχθηκαν από λιγοστούς πανεπιστημιακούς. Από την άλλη, ακραίες καταγγελτικές και αρνητικές σε κάθε μεταρρύθμιση λογικές και συμπεριφορές που διακηρύσσουν τη μη εφαρμογή του νόμου και αρνούνται κάθε αλλαγή που θα μπορούσε να κλονίσει τις εγκατεστημένες εξουσίες μέσα στα πανεπιστήμια. Ηταν οι γνωστές δυναμικές μειοψηφίες που είχαν την πολιτική κάλυψη του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων «δημοκρατικών» δυνάμεων.
Στο Κοινοβούλιο στην πρόσφατη διαδικασία βελτίωσης του νόμου 4009 και προκειμένου να κρατηθεί υψηλά το καταγγελτικό φρόνημα, ο ΣΥΡΙΖΑ έφθασε μάλιστα στο σημείο να καταψηφίσει και τις προτάσεις της φίλα προσκείμενής του παράταξης στα πανεπιστήμια. Και από τις δυο πλευρές, έγινε φανερό ότι δεν ενδιαφέρονται για τα πανεπιστήμια αλλά για την ενίσχυση της όποιας «εκσυγχρονιστικής» ή «αντισυστημικής» φυσιογνωμίας τους και την καταγραφή τους στο νέο πολιτικό τοπίο.
Οι δύο αυτές λογικές με τις αντίστοιχες πρακτικές μέσα στα πανεπιστήμια έφεραν την κατάσταση σε αδιέξοδο. Δεν μπορούσε τίποτα να προχωρήσει. Οχι μόνον η μεταρρύθμιση. Δεν μπορούσαν ν' ανοίξουν τα πανεπιστήμια τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Με βάση τον νόμο, 31 Αυγούστου 2012, παύονταν όλες οι διοικήσεις, ενώ σε κανένα πανεπιστήμιο δεν είχε εκλεγεί Συμβούλιο Διοίκησης για να αναλάβει καθήκοντα. Ηταν αναγκαία μια πολιτική καταρχήν παρέμβαση που θα επέτρεπε την αποκατάσταση της επικοινωνίας ανάμεσα στην Πολιτεία και στα πανεπιστήμια και αντίστοιχες νομοθετικές ρυθμίσεις που θα έδιναν το πράσινο φως για την αποκατάσταση της ομαλότητας και την εφαρμογή των νόμων. Μαζί τους μια σειρά διορθωτικές κινήσεις που επιβάλλονταν από δυσλειτουργίες του ν. 4009. Αυτό έγινε.
Η Δημοκρατική Αριστερά στήριξε αυτήν την πρωτοβουλία του υπουργείου Παιδείας. Τη στήριξε με μοναδικό γνώμονα το ενδιαφέρον της για τα πανεπιστήμια και την κοινωνία. Εκανε τεκμηριωμένα τις προτάσεις της, υπέβαλε τροπολογίες, διόρθωσε μέχρι την τελευταία στιγμή άρθρα του νομοσχεδίου που κατέθεσε ο υπουργός. Ηταν εκεί και συμμετείχε ανοίγοντας τον τρίτο δρόμο για τα πανεπιστήμια. Εκανε αυτό που έχει υποσχεθεί στους πολίτες. Να είναι όπου την καλεί το δημόσιο συμφέρον και όχι οι κομματικές σκοπιμότητες. Θα αφήσει στους άλλους τις κραυγές για το περιεχόμενο αυτής της πρωτοβουλίας. Εμείς θα περιμένουμε να καρπίσει ο κόπος μας. Να κάνουν τα πανεπιστήμια σωστά τη δουλειά για την οποία τα χρηματοδοτούν οι έλληνες πολίτες. Να παράγουν και να διαχέουν τη γνώση. Να διασφαλίζουν τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Να ενισχύουν τον δημοκρατικό μας πολιτισμό. Να συμβάλλουν για την ανάπτυξη και την πρόοδο της χώρας.
Η Μαρία Ρεπούση είναι βουλευτής Α' Πειραιά, υπεύθυνη του Τομέα Παιδείας και Ερευνας της ΔΗΜΑΡ

Μάχη με τις δυνάμεις της ακινησίας


του Ορέστη Καλογήρου     από τα Νέα

Η μάχη για το «πανεπιστημιακό» υπήρξε η «μητέρα όλων των μαχών» μεταξύ αυτών που θέλουν να αλλάξει κάτι σε αυτή τη χώρα και των πρεσβευτών της ακινησίας. Χαρακτηριστικό και βαθιά συμβολικό παράδειγμα η Θεσσαλονίκη, όπου με τη μεριά της προόδου τάχθηκε ο δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης και με τη μεριά της αντίδρασης ο πρύτανης του ΑΠΘ.
Η κυβερνητική αντιμεταρρύθμιση προκάλεσε βαθιά απογοήτευση στην κοινωνία. Ο νόμος 4009/2011 αποτέλεσε ένα μεγάλο στοίχημα. Απέκτησε εμβληματικά χαρακτηριστικά σε μεγάλα τμήματα πολιτών, που ασφυκτιούν εδώ και πολλά χρόνια στο περιβάλλον της εσωστρέφειας, της μετριοκρατίας και της απομόνωσης από τις διεθνείς αναζητήσεις. Αποτέλεσε μέτρο για το κατά πόσο η χώρα είναι μεταρρυθμίσιμη. Υπήρξε δείκτης εξόδου από τη βαθιά πολιτική, οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και εκπαιδευτική κρίση. Οχι τόσο για το αν προέβλεπε εκλογή ή διορισμό του κοσμήτορα, ενίσχυση της σχολής έναντι του τμήματος, πλειοψηφία των εσωτερικών έναντι των εξωτερικών μελών του Συμβουλίου. Αλλά γιατί δημιούργησε την προσδοκία ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο θα έσπαζε τον φαύλο κύκλο του κομματικού εναγκαλισμού και του φατριασμού, για να μπορέσει να αναδείξει τις τεράστιες δυνατότητές του. Γιατί πρόβαλε την, έστω και υπερβολικά αισιόδοξη, προοπτική ότι με συντεταγμένο τρόπο, με βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις η χώρα θα βρει τον βηματισμό της.
Ενας έξυπνα καλλιεργημένος μύθος προσπάθησε να πείσει ότι η πλειοψηφία των πανεπιστημιακών ήταν αντίθετοι στον νόμο. Στην πραγματικότητα αντίθετοι ήταν πανεπιστημιακοί, κομματικά στελέχη περιχαρακωμένα στις ιδεοληψίες τους, συνδικαλιστές που δεν εκπροσωπούν πάνω από το 1%-2% των συναδέλφων τους και μια νέα «γενιά» πρυτάνεων, που παρουσιάζει για πρώτη φορά τόσο σφιχτό εναγκαλισμό με το κομματικό και συνδικαλιστικό κατεστημένο.
Πρόκειται για ομάδες που έχουν αναπτύξει αισθήματα ιδιοκτησίας του δημόσιου πανεπιστημίου και έχουν αυτοαναγορευτεί σε «προστάτες» του. Πρόκειται για ομάδες που αντιδρούν σχεδόν επί μία δεκαετία στην παραμικρή αλλαγή, προσπαθώντας να κρατήσουν το ελληνικό πανεπιστήμιο καθηλωμένο στα, κατά τεκμήριο χαμηλά, προσωπικά τους επιστημονικά στάνταρ. Η νεολαία και η κοινωνία δεν αντέχουν άλλη μια χαμένη δεκαετία. Το πανεπιστήμιο χρηματοδοτείται από το υστέρημα της ελληνικής οικογένειας. Αργά ή γρήγορα, η ίδια η κοινωνία θα θέσει και πάλι επιτακτικά το «πανεπιστημιακό». Θα απαιτήσει πτυχία με αξία, έρευνα που παράγει καινοτομία, πανεπιστήμια που θα μπορούν να προσφέρουν στην προικισμένη νεολαία, ιδιαίτερα των πιο αδύναμων στρωμάτων, υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Η «μάχη» για την αναβάθμιση του πανεπιστημίου δεν τελείωσε.

Ο Ορέστης Καλογήρου είναι καθηγητής στο ΑΠΘ