Γιάννης Αντωνίου
Η κρίση του δημόσιου σχολείου ήταν εδώ από καιρό. Οι δραματικές εξελίξεις που οδήγησαν στο μηχανισμό στήριξης και στο μνημόνιο έρχονται απλώς να την εντάξουν στη μεγάλη εικόνα της χρεοκοπίας της χώρας αλλά και ν’ ανοίξουν την ατζέντα σχετικά με τα αίτια και τις προοπτικές διεξόδου. Και βέβαια, όπως και σ’ όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, η κρίση του δημόσιου σχολείου δεν είναι μόνο ούτε κυρίως οικονομική, είναι δομική και λειτουργική. Είναι κρίση στόχων, προοπτικής και αποτελεσματικότητας και συμπεριλαμβάνει όλους τους δρώντες παράγοντες που το συναποτελούν και το επικαθορίζουν, τις κυβερνήσεις, το πολιτικό σύστημα, το συνδικαλισμό, τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές, την κοινωνία.
Οι επιδόσεις του δημόσιου σχολείου στο να εξασφαλίζει το αυτονόητο, τη σταθερή και ακώλυτη λειτουργία του, και την προώθηση των ιδρυτικών αρχών του, δηλαδή τη διάδοση της εγγραμματοσύνης και των εγκυκλίων γνώσεων, την ανάπτυξη της κοινωνικής ευαισθησίας και των ενδιαφερόντων των μαθητών, την καλλιέργεια των ταλέντων και των δεξιοτήτων, την αξίωση ενός σύγχρονου μοντέλου αγωγής και κοινωνικής συνείδησης, είναι εξαιρετικά χαμηλές. Οι διαπιστώσεις αυτές αποτελούν τον κοινό παρονομαστή των εμπειρικών προσλήψεων όλων όσοι σχετίζονται με την εκπαίδευση, αλλά και της κοινωνίας στο σύνολό της, όπως και το μόνιμο συμπέρασμα αξιολογικών εκθέσεων έγκυρων διεθνών οργανισμών.
Η εικόνα γίνεται πληρέστερη εάν προστεθεί και ο ρόλος του κομματικού κράτους στην εκπαίδευση, το οποίο εμπλουτισμένο από την υπερκομματική διάχυση των ποικίλων δικτύων των «κολλητών», ακύρωσε κάθε ιδέα αξιοκρατίας. Κατασκεύασε ανυπόληπτες διοικητικές ιεραρχίες και στελέχη της εκπαίδευσης με μοναδική νομιμοποίηση την εκάστοτε κομματική ή συνδικαλιστική εύνοια. Η κατάσταση αυτή σκόρπισε την απογοήτευση, καθιστώντας το αίσθημα του «τίποτα δεν γίνεται» σήμα κατατεθέν της επαγγελματικής συνείδησης του μέσου εκπαιδευτικού.
Η κυβέρνηση και η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας αντιμετωπίζουν την κρίση προβάλλοντας, κατά κύριο λόγο, μία άτολμη και αμφίρροπη μεταρρυθμιστική ρητορεία. Ο τελευταίος νόμος σκούπα, όπως και οι πρόσφατες αντιδράσεις των ιθυνόντων στην αποκαρδιωτική εικόνα που άφησαν πίσω τους τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων, είναι ενδεικτικά στοιχεία αυτής της πρακτικής. Η διστακτικότητα, η υποταγή στις παραλυτικές εσωκομματικές ισορροπίες, ο λαϊκισμός, παρά τις περί αντιθέτου διακηρύξεις, και ο φόβος του πολιτικού κόστους, χρωματίζουν την κυβερνητική πολιτική στην εκπαίδευση.
Από την άλλη, το πολιτικό φάσμα, από το ΚΚΕ μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ και το χώρο του εξωκοινοβουλευτισμού, επιχειρεί να κρύψει πίσω από μια πρωτόγονη αντικαπιταλιστική ρητορεία το έρεβος των πελατειακών διευθετήσεων και το πνεύμα της δημοσιουπαλληλικής αφασίας στην εκπαίδευση. Υπερασπίζεται, μαζί με τις ηγεσίες των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών, τα αδιέξοδα του εκπαιδευτικού συστήματος με ασκήσεις κινηματικής γυμναστικής και δαιμονοποιεί την οποιαδήποτε ιδέα μεταρρυθμίσεων, επισείοντας τον μπαμπούλα του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισμού. Όσο για τη Νέα Δημοκρατία, αφού ως κυβέρνηση συντήρησε και βάθυνε τα παθογενή χαρακτηριστικά του συστήματος, σήμερα ως αντιπολίτευση ταυτίζεται κατά βάση με τη συνδικαλιστική δημαγωγία.
Η συνάθροιση των παθογενών στρεβλώσεων κατατείνει στην διόγκωση του ελλείμματος εμπιστοσύνης απέναντι στη μορφωτική και κοινωνική αποτελεσματικότητα του δημόσιου σχολείου. Η διέξοδος απ’ αυτήν την κατάσταση αδιεξόδου δεν μπορεί παρά να είναι η ανάπτυξη ενός ισχυρού μεταρρυθμιστικού ρεύματος που θα διεκδικήσει και θα υποστηρίξει ένα σχολείο που αφήνει πίσω του το γκρίζο τοπίο της δημοσιοϋπαλληλικής διαχείρισης, την τυπική και, εν πολλοίς, ανούσια προσέγγιση της σχολικής γνώσης, τη μαθητική πλήξη, την αναξιοκρατία και την κουλτούρα της ήσσονος προσπάθειας. Αναφέρομαι ιδιαίτερα στην αναγκαιότητα να σταθούμε απέναντι στο πνεύμα της ισοπέδωσης και του εξισωτισμού προς τα κάτω. Να αντιπαρατεθούμε στην άρνηση κάθε μορφής αξιολόγησης, άρνηση που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, υπήρξε μία από τις διεκδικητικές αιχμές του συνδικαλισμού των εκπαιδευτικών τα τελευταία 30 χρόνια.
Ουσιαστικά μιλώ για την αναγκαιότητα κατίσχυσης μιας νέας ιδεολογικής ηγεμονίας αξιών που θα συνδέουν τη δουλειά μας στο σχολείο με τις επιστήμες που υπηρετούμε, με την ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας, του εκπαιδευτικού πειραματισμού και της καινοτομίας. Αξίες που θα αποενοχοποιούν τις ιδέες της επαγγελματικής διάκρισης για τους εκπαιδευτικούς και της αριστείας για τους μαθητές. Αξίες που θα στοχεύουν στην παραγωγή ανθρώπων, διαπαιδαγωγημένων στο πνεύμα υψηλών μορφωτικών απαιτήσεων και αξιοκρατίας.
Αυτό το μεταρρυθμιστικό προσκλητήριο απευθύνεται στους εκπαιδευτικούς και στην κοινωνία. Ιδιαίτερα απευθύνεται σ’ εκείνους τους εκπαιδευτικούς, και είναι πάρα πολλοί, που έχουν γυρίσει τις πλάτες τους στον ξύλινο λόγο του επίσημου συνδικαλισμού, στο στείρο οικονομισμό των διεκδικήσεων, σ’ όλους αυτούς που αρνούνται να δεχθούν ότι το σχολείο είναι απλώς άλλη μια δημόσια υπηρεσία. Σ’ όλους όσοι παραμένουν πιστοί στη μεγάλη μορφωτική δύναμη και τις αξίες που εξέπεμψε το σχολείο ως ιδρυτικός θεσμός της νεωτερικής εποχής. Σ’ όσους συνεχίζουν να αισθάνονται δάσκαλοι, με το βαρύ αξιακό φορτίο αυτής της ιδιότητας και αρνούνται να ακυρώνονται και ως δάσκαλοι και ως εργαζόμενοι. Σ΄ όσους έχουν την πεποίθηση ότι το σχολείο δεν υπάρχει για τους εκπαιδευτικούς αλλά για την κοινωνία και βεβαίως ότι η συντεχνία δεν είναι πατρίδα. Σ’ όλους όσοι, τέλος πάντων, συνεχίζουν να αγωνίζονται να σώσουν την τιμή της δημόσιας εκπαίδευσης και του επαγγέλματος.
Η κρίση, οι μισθολογικές περικοπές, οι άδηλες προοπτικές κάμπτουν το φρόνημα, υπαγορεύουν ως ρεαλιστικό μονόδρομο θέασης του παρόντος και του μέλλοντος το αίσθημα της απαισιοδοξίας, της παραίτησης, κάποιες φορές και της τυφλής απελπισίας. Αυτά τα ψυχολογικά επακόλουθα, ανυψωμένα σε συλλογική συμπεριφορά, μπορεί να είναι χειρότερα και από την ίδια την κρίση. Υπάρχει όμως και αντίλογος: η κρίση μπορεί να λειτουργήσει ως εφαλτήριο ανάταξης. Ο χώρος της εκπαίδευσης όσο επιρρεπής κι αν εμφανίζεται στα σενάρια της καταστροφής, άλλο τόσο μπορεί να γίνει αφετηρία για την ανατροπή του πνιγηρού σκηνικού, προσφέροντας ελπίδα και αίσθημα αισιοδοξίας στα παιδιά, στους εκπαιδευτικούς, την κοινωνία.
Ιδιαίτερα για τη δύσκολη χρονιά που έρχεται είναι ανάγκη περισσότερο από ποτέ η εκπαιδευτική κοινότητα, εκπαιδευτικοί, γονείς, μαθητές να πειστούν ότι πρέπει να αγωνιστούν για ένα ανοιχτό και λειτουργικό σχολείο. Να αντισταθούν στις αδιέξοδες συντεχνιακές κινητοποιήσεις, τις καταλήψεις, τη βία και στις πράξεις διάλυσης και καταστροφής του δημόσιου χώρου της εκπαίδευσης και των υποδομών της. Στις έκτακτες συνθήκες μέσα στις οποίες καλείται να λειτουργήσει το δημόσιο σχολείο ποια διεκδίκηση εν τέλει θα μπορούσε να αξιολογηθεί ως σπουδαιότερη από την αδιατάρακτη διεξαγωγή της εκπαιδευτικής πράξης;
Πλούτος αυτής της χώρας, και αυτό ίσως ισχύει ακόμα περισσότερο σε συνθήκες κρίσης και χρεοκοπίας, είναι οι άνθρωποί της. Η πιο μακροχρόνια αποδοτική επένδυση είναι η επένδυση στην εκπαίδευση και στους ανθρώπους της. Η πρόκληση είναι μεγάλη και το διακύβευμα ακόμη μεγαλύτερο.
Οι επιδόσεις του δημόσιου σχολείου στο να εξασφαλίζει το αυτονόητο, τη σταθερή και ακώλυτη λειτουργία του, και την προώθηση των ιδρυτικών αρχών του, δηλαδή τη διάδοση της εγγραμματοσύνης και των εγκυκλίων γνώσεων, την ανάπτυξη της κοινωνικής ευαισθησίας και των ενδιαφερόντων των μαθητών, την καλλιέργεια των ταλέντων και των δεξιοτήτων, την αξίωση ενός σύγχρονου μοντέλου αγωγής και κοινωνικής συνείδησης, είναι εξαιρετικά χαμηλές. Οι διαπιστώσεις αυτές αποτελούν τον κοινό παρονομαστή των εμπειρικών προσλήψεων όλων όσοι σχετίζονται με την εκπαίδευση, αλλά και της κοινωνίας στο σύνολό της, όπως και το μόνιμο συμπέρασμα αξιολογικών εκθέσεων έγκυρων διεθνών οργανισμών.
Η εικόνα γίνεται πληρέστερη εάν προστεθεί και ο ρόλος του κομματικού κράτους στην εκπαίδευση, το οποίο εμπλουτισμένο από την υπερκομματική διάχυση των ποικίλων δικτύων των «κολλητών», ακύρωσε κάθε ιδέα αξιοκρατίας. Κατασκεύασε ανυπόληπτες διοικητικές ιεραρχίες και στελέχη της εκπαίδευσης με μοναδική νομιμοποίηση την εκάστοτε κομματική ή συνδικαλιστική εύνοια. Η κατάσταση αυτή σκόρπισε την απογοήτευση, καθιστώντας το αίσθημα του «τίποτα δεν γίνεται» σήμα κατατεθέν της επαγγελματικής συνείδησης του μέσου εκπαιδευτικού.
Η κυβέρνηση και η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας αντιμετωπίζουν την κρίση προβάλλοντας, κατά κύριο λόγο, μία άτολμη και αμφίρροπη μεταρρυθμιστική ρητορεία. Ο τελευταίος νόμος σκούπα, όπως και οι πρόσφατες αντιδράσεις των ιθυνόντων στην αποκαρδιωτική εικόνα που άφησαν πίσω τους τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων, είναι ενδεικτικά στοιχεία αυτής της πρακτικής. Η διστακτικότητα, η υποταγή στις παραλυτικές εσωκομματικές ισορροπίες, ο λαϊκισμός, παρά τις περί αντιθέτου διακηρύξεις, και ο φόβος του πολιτικού κόστους, χρωματίζουν την κυβερνητική πολιτική στην εκπαίδευση.
Από την άλλη, το πολιτικό φάσμα, από το ΚΚΕ μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ και το χώρο του εξωκοινοβουλευτισμού, επιχειρεί να κρύψει πίσω από μια πρωτόγονη αντικαπιταλιστική ρητορεία το έρεβος των πελατειακών διευθετήσεων και το πνεύμα της δημοσιουπαλληλικής αφασίας στην εκπαίδευση. Υπερασπίζεται, μαζί με τις ηγεσίες των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών, τα αδιέξοδα του εκπαιδευτικού συστήματος με ασκήσεις κινηματικής γυμναστικής και δαιμονοποιεί την οποιαδήποτε ιδέα μεταρρυθμίσεων, επισείοντας τον μπαμπούλα του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισμού. Όσο για τη Νέα Δημοκρατία, αφού ως κυβέρνηση συντήρησε και βάθυνε τα παθογενή χαρακτηριστικά του συστήματος, σήμερα ως αντιπολίτευση ταυτίζεται κατά βάση με τη συνδικαλιστική δημαγωγία.
Η συνάθροιση των παθογενών στρεβλώσεων κατατείνει στην διόγκωση του ελλείμματος εμπιστοσύνης απέναντι στη μορφωτική και κοινωνική αποτελεσματικότητα του δημόσιου σχολείου. Η διέξοδος απ’ αυτήν την κατάσταση αδιεξόδου δεν μπορεί παρά να είναι η ανάπτυξη ενός ισχυρού μεταρρυθμιστικού ρεύματος που θα διεκδικήσει και θα υποστηρίξει ένα σχολείο που αφήνει πίσω του το γκρίζο τοπίο της δημοσιοϋπαλληλικής διαχείρισης, την τυπική και, εν πολλοίς, ανούσια προσέγγιση της σχολικής γνώσης, τη μαθητική πλήξη, την αναξιοκρατία και την κουλτούρα της ήσσονος προσπάθειας. Αναφέρομαι ιδιαίτερα στην αναγκαιότητα να σταθούμε απέναντι στο πνεύμα της ισοπέδωσης και του εξισωτισμού προς τα κάτω. Να αντιπαρατεθούμε στην άρνηση κάθε μορφής αξιολόγησης, άρνηση που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, υπήρξε μία από τις διεκδικητικές αιχμές του συνδικαλισμού των εκπαιδευτικών τα τελευταία 30 χρόνια.
Ουσιαστικά μιλώ για την αναγκαιότητα κατίσχυσης μιας νέας ιδεολογικής ηγεμονίας αξιών που θα συνδέουν τη δουλειά μας στο σχολείο με τις επιστήμες που υπηρετούμε, με την ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας, του εκπαιδευτικού πειραματισμού και της καινοτομίας. Αξίες που θα αποενοχοποιούν τις ιδέες της επαγγελματικής διάκρισης για τους εκπαιδευτικούς και της αριστείας για τους μαθητές. Αξίες που θα στοχεύουν στην παραγωγή ανθρώπων, διαπαιδαγωγημένων στο πνεύμα υψηλών μορφωτικών απαιτήσεων και αξιοκρατίας.
Αυτό το μεταρρυθμιστικό προσκλητήριο απευθύνεται στους εκπαιδευτικούς και στην κοινωνία. Ιδιαίτερα απευθύνεται σ’ εκείνους τους εκπαιδευτικούς, και είναι πάρα πολλοί, που έχουν γυρίσει τις πλάτες τους στον ξύλινο λόγο του επίσημου συνδικαλισμού, στο στείρο οικονομισμό των διεκδικήσεων, σ’ όλους αυτούς που αρνούνται να δεχθούν ότι το σχολείο είναι απλώς άλλη μια δημόσια υπηρεσία. Σ’ όλους όσοι παραμένουν πιστοί στη μεγάλη μορφωτική δύναμη και τις αξίες που εξέπεμψε το σχολείο ως ιδρυτικός θεσμός της νεωτερικής εποχής. Σ’ όσους συνεχίζουν να αισθάνονται δάσκαλοι, με το βαρύ αξιακό φορτίο αυτής της ιδιότητας και αρνούνται να ακυρώνονται και ως δάσκαλοι και ως εργαζόμενοι. Σ΄ όσους έχουν την πεποίθηση ότι το σχολείο δεν υπάρχει για τους εκπαιδευτικούς αλλά για την κοινωνία και βεβαίως ότι η συντεχνία δεν είναι πατρίδα. Σ’ όλους όσοι, τέλος πάντων, συνεχίζουν να αγωνίζονται να σώσουν την τιμή της δημόσιας εκπαίδευσης και του επαγγέλματος.
Η κρίση, οι μισθολογικές περικοπές, οι άδηλες προοπτικές κάμπτουν το φρόνημα, υπαγορεύουν ως ρεαλιστικό μονόδρομο θέασης του παρόντος και του μέλλοντος το αίσθημα της απαισιοδοξίας, της παραίτησης, κάποιες φορές και της τυφλής απελπισίας. Αυτά τα ψυχολογικά επακόλουθα, ανυψωμένα σε συλλογική συμπεριφορά, μπορεί να είναι χειρότερα και από την ίδια την κρίση. Υπάρχει όμως και αντίλογος: η κρίση μπορεί να λειτουργήσει ως εφαλτήριο ανάταξης. Ο χώρος της εκπαίδευσης όσο επιρρεπής κι αν εμφανίζεται στα σενάρια της καταστροφής, άλλο τόσο μπορεί να γίνει αφετηρία για την ανατροπή του πνιγηρού σκηνικού, προσφέροντας ελπίδα και αίσθημα αισιοδοξίας στα παιδιά, στους εκπαιδευτικούς, την κοινωνία.
Ιδιαίτερα για τη δύσκολη χρονιά που έρχεται είναι ανάγκη περισσότερο από ποτέ η εκπαιδευτική κοινότητα, εκπαιδευτικοί, γονείς, μαθητές να πειστούν ότι πρέπει να αγωνιστούν για ένα ανοιχτό και λειτουργικό σχολείο. Να αντισταθούν στις αδιέξοδες συντεχνιακές κινητοποιήσεις, τις καταλήψεις, τη βία και στις πράξεις διάλυσης και καταστροφής του δημόσιου χώρου της εκπαίδευσης και των υποδομών της. Στις έκτακτες συνθήκες μέσα στις οποίες καλείται να λειτουργήσει το δημόσιο σχολείο ποια διεκδίκηση εν τέλει θα μπορούσε να αξιολογηθεί ως σπουδαιότερη από την αδιατάρακτη διεξαγωγή της εκπαιδευτικής πράξης;
Πλούτος αυτής της χώρας, και αυτό ίσως ισχύει ακόμα περισσότερο σε συνθήκες κρίσης και χρεοκοπίας, είναι οι άνθρωποί της. Η πιο μακροχρόνια αποδοτική επένδυση είναι η επένδυση στην εκπαίδευση και στους ανθρώπους της. Η πρόκληση είναι μεγάλη και το διακύβευμα ακόμη μεγαλύτερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου