Ο στιγματισμός κάθε προσπάθειας αλλαγής
Θα ήθελα στην παρέμβαση αυτή να ασχοληθώ με δύο μύθους που αφορούν την Ιστορία στην εκπαίδευση, τη θέση της στα σχολεία και τον σκοπό που υπηρετεί ή υπηρετούσε. Ο πρώτος αφορά τη διαχρονικότητα της σχολικής ιστορίας και ο δεύτερος την εθνική σκοποθεσία της. Οι μύθοι αυτοί είναι συγκροτητικοί της κυρίαρχης ρητορικής για τη θέση και τον σκοπό της Ιστορίας στην εκπαίδευση και προβάλλονται κάθε φορά που επιχειρείται η αναδιαπραγμάτευση της θέσης της Ιστορίας στα αναλυτικά προγράμματα και ο αναστοχασμός για την κοινωνική λειτουργία της, με άλλα λόγια κάθε φορά που γίνεται προσπάθεια να επανατεθούν τα ερωτήματα αυτά και να απαντηθούν με τρόπο που αρμόζει στην εποχή μας. Μέρος της αντίπαλης προς τις αλλαγές επιχειρηματολογίας είναι το βάρος ενός δήθεν εμπράγματoυ παρελθόντος της ιστορικής εκπαίδευσης που συνηγορεί υπέρ του αμετάβλητου της σημερινής κατάστασης και εγκαλεί ως ύποπτη κάθε προσπάθεια αλλαγής της.
Ι. Κοινή πεποίθηση ακόμη και ανάμεσα στο καλλιεργημένο και εγγράμματο ιστορικά κοινό είναι ότι η Ιστορία ήταν ανέκαθεν εγκατεστημένη στα ιδρύματα που ανά εποχή ήταν ταγμένα στη μάθηση. Δεν είναι όμως έτσι. Παρά τα αποφθέγματα για την παιδευτική αξία της, που τη συνόδευαν από τον 2ο αι. π.Χ., η Ιστορία απουσίαζε για αιώνες από τις μαθήσεις που οι ανθρώπινες κοινωνίες έκριναν απαραίτητες για τη συνέχεια και την εξέλιξή τους. Ακόμη και οι διαφωτιστές ήταν διχασμένοι. Οι χρήσεις και οι καταχρήσεις της Ιστορίας στον δημόσιο βίο τούς είχαν κάνει εξαιρετικά δύσπιστους για την αξία της Ιστορίας στην εκπαίδευση. Χρειάστηκε να φανούν τα σημάδια σημαντικών αλλαγών της Ιστορίας και να διαμορφωθεί μια σαφής σχέση ανάμεσα στη νέα εποχή του Διαφωτισμού και στην Ιστορία για να γίνει μειοψηφική αυτή η άποψη και να ηγεμονεύσει η αντίθετή της.
Με μικρές διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα, η αλλαγή των αντιλήψεων πυκνώνει στο τέλος του αιώνα των Φώτων και στην καμπή του 18ου προς τον 19ο αιώνα η Ιστορία θεωρείται απαραίτητη σκευή του πολιτισμένου δυτικού ανθρώπου, μέρος της εγγραμματοσύνης του. Αποτέλεσμα αυτής κυρίως της αλλαγής αλλά και των νέων αντιλήψεων οργάνωσης των σπουδών είναι η εγγραφή της Ιστορίας στο σχολικό περιβάλλον και η σταδιακή μετατροπή της σε σχολικό μάθημα. Πολλές φορές από τότε αμφισβητήθηκε η θέση της Ιστορίας στα προγράμματα σπουδών, κυρίως σε εκπαιδευτικά συστήματα που ήταν στραμμένα στο παρόν και στο μέλλον και όχι στο παρελθόν. Η παραμονή της στην εκπαίδευση ως υποχρεωτικό μάθημα έπρεπε να επιβεβαιώνει την κοινωνική της χρησιμότητα, την ανταπόκρισή της στα ερωτήματα και στις περιέργειες της εποχής της, την ικανότητά της να προσαρμόζεται σε ένα σχολείο που αλλάζει μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει. Με άλλα λόγια το ερώτημα αν θα πρέπει να έχουμε υποχρεωτικά Ιστορία στα σχολεία ήταν και είναι συνυφασμένο με το είδος της Ιστορίας που θέλουμε να διδάσκουμε.
ΙΙ. Λιγότερο κοινή ενδεχομένως στο κοινό της Ιστορίας αλλά μαζική στο υπόλοιπο κοινό είναι επίσης η αντίληψη της διαχρονικής πατριωτικής αποστολής της Ιστορίας. Στη συλλογική αναπαράσταση, στην Ελλάδα αλλά όχι μόνο, η Ιστορία είναι ιστορικά ταυτισμένη με το έθνος και η αποστολή της είναι ιστορικά εθνική. Η αλήθεια είναι ότι η αποστολή της έγινε σταδιακά εθνικοποιητική στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα αφού για πολλά χρόνια η σχολική ιστορία περπάτησε στα μονοπάτια του πολιτισμένου κόσμου και ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην ιερά και στην εκκοσμικευμένη εκδοχή της. Με άλλα λόγια οι πρώτες σχολικές κατασκευές της Ιστορίας δεν ήταν εσωστρεφείς και εθνικές, τουλάχιστον με την έννοια που αποδίδουμε σήμερα στον όρο. Στη θέση του έθνους που είναι σήμερα η κεντρική κατηγορία της σχολικής αφήγησης ήταν ο πολιτισμός και ο στόχος ήταν να τον διδάξουν και να τον αποθεώσουν για να διαμορφώσουν πολίτες. Αυτός ο πολιτισμός, ως κατηγορία αλλά και κριτήριο για να αποτιμηθεί ποιο παρελθόν είναι άξιο να διδαχθεί στα σχολεία, δεν ήταν λίγες οι φορές που επανήλθε στο προσκήνιο των αντιπαραθέσεων για να μετριάσει την εθνοκεντρική στροφή της σχολικής ιστορίας. Στον δυτικό κόσμο, σε κάποιες περιπτώσεις και περιστάσεις τα κατάφερε, σε άλλες ανάμεσα στις οποίες εντάσσεται και η δική μας ελληνική περίπτωση καμία ένσταση και αντιπαράθεση δεν κατάφερε να κλονίσει την εμμονή στη στερεοτυπική εθνική αποστολή της σχολικής ιστορίας, αυτή που είναι απόλυτα ελληνοκεντρική, γεγονοτολογική, ηρωική και πένθιμη.
Αυτή η σχολική κατασκευή που φέρει το όνομα Ιστορία διαιωνίζεται στην ελληνική εκπαίδευση σε αναντιστοιχία με τις ανάγκες των καιρών και τα σύγχρονα ζητούμενα της ιστορικής εκπαίδευσης που στρέφεται στην ανάπτυξη της ιστορικής σκέψης και στη διαμόρφωση κριτικής ιστορικής συνείδησης. Η αναντιστοιχία γεννά αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις. Τις ζήσαμε με την υπόθεση του εγχειριδίου της Στ΄ Δημοτικού, τις ζούμε σε μικρότερο βαθμό και ένταση με κάθε προσπάθεια αλλαγής των δεδομένων της σχολικής ιστορίας, της θέσης της στο πρόγραμμα σπουδών, των σχολικών βιβλίων, της διδακτέας ύλης, κτλ. Θα εξακολουθήσουμε να τις ζούμε, πιστεύω, όσο αυτό που διδάσκουμε στα σχολεία μας κρατά δέσμια τη σκέψη των παιδιών σε σχήματα και ανάγκες του παρελθόντος, είναι φοβικό απέναντι στις προκλήσεις της εποχής μας και εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες και ποικίλες εργολαβίες. Η συζήτηση παραμένει ανοικτή και για να θυμηθούμε τον ποιητή «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή».
Η κυρία Μαρία Ρεπούση είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=364098&ct=114&dt=31/10/2010#ixzz13yBPN36m