Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Συνέντευξη της υπουργού Παιδείας


Επιτέλους μια υπουργός Παιδείας που λέει μερικά πράγματα με τ' όνομά τους. Μπορεί  σε κάποια να διαφωνούμε, μπορεί να αμφιβάλλουμε για το αίσιο τέλος της απόπειρας μεταρρύθμισης, αλλά σίγουρα γίνεται προσπάθεια κάτι ν' αλλάξει. Θα στηρίξουμε πολιτικές και μεταρρυθμίσεις με τις οποίες θα συμφωνούμε.



ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΒΟΥΛΑ ΚΕΧΑΓΙΑ από τα ΝΕΑ





Α. Διαµαντοπούλου. «Στις  σχολές θα υπάρχει ιδιωτική  αστυνοµία ή security που θα  ελέγχει αυστηρά την είσοδο  όλων στα πανεπιστηµιακά  κτίρια». Στη φωτό, τα ΜΑΤ  παραταγµένα έξω από τη  Νοµική κατά τη διάρκεια της  κατάληψής της
Η λύση στο πανεπιστηµιακό άσυλο και τη διαχείρισή του θα δοθεί µέσα από τη συνολική αλλαγή του µοντέλου λειτουργίας των ΑΕΙ, λέει στη συνέντευξή της στα «ΝΕΑ» η υπουργός Παιδείας, ∆ιά Βίου Μάθησης και Θρησκευµάτων Αννα ∆ιαµαντοπούλου λίγα 24ωρα µετά τα γεγονότα µε τους µετανάστες στη Νοµική 
Η υπουργός εξηγεί ότι οι αλλαγές στην Τριτοβάθµια Εκπαίδευση ουσιαστικά θα αφαιρέσουν από τους πρυτάνεις τη δυνατότητα διαχείρισης του ασύλου, καθώς το Συµβούλιο του Ιδρύµατος (που θα λειτουργεί εκτός πανεπιστηµίου) θα παίρνει την απόφαση για το εάν θα πρέπει ή όχι να κληθεί η Αστυνοµία, ενώ παράλληλα στις σχολές θα υπάρχει ιδιωτική αστυνοµία ή security που θα ελέγχει αυστηρά την είσοδο όλων στα πανεπιστηµιακά κτίρια. Τα πυρά της υπουργού δέχονται και όσοι επιχειρούν να τορπιλίσουν κάθε αλλαγή προβάλλοντας το δίληµµα «άσυλο ή µη άσυλο» γι’ αυτό και, όπως λέει, ο διάλογος είναι επιλογή να µην «ασυλοποιηθεί», να µην «συριζοποιηθεί». Κυρία υπουργέ, την περασµένη εβδοµάδα λόγω των γεγονότων της Νοµικήςάνοιξε και πάλι η συζήτηση για κατάργηση του ασύλου. Σας ρωτώ λοιπόν: θα καταργήσετε το άσυλο; 



Το άσυλο «σκοτώνουν» αυτοί που δήθεν θέλουν να το προστατέψουν. Φτάσαµε η Σύνοδος των Πρυτάνεων να µην µπορεί να συνεδριάσει εντός των πανεπιστηµιακών ιδρυµάτων! Οποια προσωπικότητα εκφράζει απόψεις και ιδέες αντίθετες σε κρατούσες µειoψηφίες, δεν µπορεί να δώσει ούτε καν διάλεξη! Οι σύγκλητοι διαλύονται και δεν παίρνουν αποφάσεις κάτω από κραυγές, απειλές και, ενίοτε, βίαιες συµπεριφορές! Καθηγητές προπηλακίζονται στις αίθουσες αλλά και στα γραφεία τους! Χώροι πολυτεχνείων, πανεπιστηµίων αλλά και φοιτητικών εστιών είναι κατειληµµένοι από άτοµα που δεν ανήκουν στην πανεπιστηµιακή κοινότητα και τα οποία µε τον πιο βίαιο τρόπο καταπατούν και διαχειρίζονται, όπως αυτά θέλουν, δηµόσιο χώρο! Μέλη φοιτητικών παρατάξεων συγκρούονται, καταλήγοντας στο νοσοκοµείο! Υποδοµές αλλά και πνευµατική περιουσία και εργασίες συχνά καταστρέφονται! Ταυτόχρονα υπάρχει πληµµελής εφαρµογή των νόµων και ακραία φαινόµενα πελατειακών σχέσεων.

Εποµένως τι πρέπει να γίνει;

Είναι, λοιπόν, µεγάλη υποκρισία να θεωρήσει κάποιος ότι όλα τα παραπάνω θα λυθούν από την Ελληνική Αστυνοµία! Η αντιµετώπιση του προβλήµατος πρέπει να είναι ριζοσπαστική και να αφορά τη συνολική αλλαγή του µοντέλου λειτουργίας των ΑΕΙ. Το πανεπιστήµιο και το ΤΕΙ δεν αρκεί να είναι αυτοδιοίκητο, πρέπει να γίνει και διοικήσιµο. Αυτό θα γίνει – όπως γίνεται σε όλες τις δηµοκρατικές χώρες µε σπουδαία πανεπιστήµια – όπου κανείς δεν διανοείται να εκχωρήσει την εύρυθµη λειτουργία τους στην Εισαγγελία και τις Αστυνοµικές Αρχές. ∆εν χρειάζονται λοιπόν κορόνες, αλλά πολιτική γενναιότητα ώστε µε ευρεία συναίνεση να αποφασίσουµε και να εφαρµόσουµε µια ουσιαστική µεταρρύθµιση.

Να εικάσουµε ότι το νέο µοντέλο διοίκησης στα πανεπιστήµια σχετίζεται µε το θέµα της κατάργησης του ασύλου;





Αυτό που θα καταργηθεί είναι το γενικευµένο καθεστώς ανοµίας που οφείλεται στην παντελή έλλειψη αξιολόγησης και ελέγχου.

Επί χρόνια, σε κάθε προσπάθεια αλλαγής δηµιουργούνται πολώσεις και συγκρούσεις για το άσυλο και τους αιώνιους φοιτητές. Μπαίνουν διλήµµατα που αποπροσανατολίζουν και ακυρώνουν µια συζήτηση πάνω σε θέσεις για τα πραγµατικά προβλήµατα του πανεπιστηµίου. Θέµατα που αφορούν την οργάνωση των σπουδών, την έλλειψη αριστείας, αξιολόγησης και αξιοκρατίας, την έλλειψη ανταγωνιστικότητας σε θέµατα έρευνας και παραγωγής γνώσης, την έλ λειψη σύνδεσης µε την αγορά εργασίας, το κύρος, την εξωστρέφεια και τη διεθνή αναγνώριση που αµφισβητούνται. Το θετικό και αποδοτικό έργο που φυσικά υπάρχει – και οφείλεται αποκλειστικά στην αγωνία και αίσθηση καθήκοντος καθηγητών και φοιτητών – αµαυρώνεται από αρνητικά φαινόµενα που µένουν ατιµώρητα και πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα. Το πρόβληµα των πολλών φοιτητών και φοιτητριών σήµερα είναι ότι µπαίνουν – ύστερα από πολλή δουλειά και κόπο – σε ένα πανεπιστήµιο που όχι µόνο δεν έχει τις υποδοµές που θα έπρεπε, αλλά ταυτόχρονα είναι αισθητικά υποβαθµισµένο, µουτζουρωµένο και απωθητικό. Αισθάνονται ότι οι καθηγητές τους δεν είναι κοντά τους και δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτούς. Οι σπουδές τους τραβάνε σε µάκρος γιατί δεν υπάρχουν κανόνες και όρια και κυρίως έχουν τεράστια ανασφάλεια για το αντίκρυσµα του πτυχίου τους.

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Κείμενο υπεράσπισης του δημόσιου πανεπιστημίου από 34 πανεπιστημιακούς

Επιστολή παρέμβαση για τα γεγονότα στη Νομική  

Aθήνα. 28 Ιανουαρίου 2011 

Ως μέλη ΔΕΠ του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπογράφουμε το κείμενο αυτό διότι θεωρούμε ότι η υπεράσπιση του δημόσιου πανεπιστημίου προέχει έναντι οποιασδήποτε σκοπιμότητας που μεταχειρίζεται το πανεπιστήμιο ως πεδίο για την άσκηση ανεύθυνης πολιτικής.. Οι εργαζόμενοι και όσοι σπουδάζουν στο κτίριο της Νομικής έχουν δικαίωμα στην εργασία τους και στις σπουδές τους -οι οποίες προσφέρονται δημόσια και δωρεάν. Το δικαίωμα αυτό παραβιάζεται συστηματικά από μειοψηφίες της πανεπιστημιακής κοινότητας, αποτελούμενες από μέλη κοινοβουλευτικών και μη κοινοβουλευτικών κομμάτων, καθώς και από εξω-πανεπιστημιακές ομάδες που εισβάλλουν στις αίθουσες, διακόπτουν μαθήματα και καταλαμβάνουν χώρους σε μόνιμη βάση. Το δημόσιο πανεπιστήμιο απαξιώνεται και εν τέλει καταργείται από αυτές ακριβώς τις συμπεριφορές.
Η κατάχρηση του κτιρίου της Νομικής από παντός είδους ομάδες, ακόμα και αν συμμεριζόμαστε κάποιες από τις διεκδικήσεις τους, «δεν πάει άλλο». Το κτίριο πρέπει στο εξής να προστατεύεται σε καθημερινή βάση με ενέργειες της Πρυτανείας και της Κοσμητείας και τη συνδρομή της Πολιτείας.

Το κτίριο της Νομικής και ειδικά ο χώρος. που έως τα ξημερώματα της Παρασκευής 28 Ιανουαρίου βρισκόταν υπό κατάληψη, δεν είναι μόνο χώρος μόρφωσης και δουλειάς, αλλά και χώρος συμβολικός του αντιδικτατορικού αγώνα . Με ενέργειες της Πολιτείας και των Πρυτανικών Αρχών τηρήθηκε εν τέλει η νομιμότητα, έγινε ειρηνικά η εκκένωση του κτιρίου και η μεταστέγαση των μεταναστών σε άλλο χώρο. Η ανθρωπιστική στάση και μέριμνα για τους μετανάστες πρέπει να αποτελεί κύριο μέλημα της Πολιτείας, αλλά η πλήρης καταρράκωση των θεσμών της δημοκρατίας, μεταξύ αυτών και του δημόσιου πανεπιστημίου, βλάπτει τελικά τα πιο ανίσχυρα μέλη της κοινωνίας μας, τους πιο αδύναμους πολίτες και τους ίδιους τους μετανάστες.

Υπογραφές

1.Νίκος Αλιβιζάτος, Καθηγητής Τμήματος Νομικής

2.Δημήτρης Αχλιόπτας, Καθηγητής, Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών

3.Γιάνης Βαρουφάκης, Καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών

4.Στέλιος Βιρβιδάκης, Καθηγητής ΜΙΘΕ

5.Στέλλα Βοσνιάδου, Καθηγήτρια ΜΙΘΕ

6.Βασίλης Βουτσάκης, Λέκτορας Τμήματος Νομικής

7.Iωάννα Δελαδέτσιμμα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή

8.Νίκος Δεμερτζής, Καθηγητής, ΕΜΜΕ

9.Βασίλειος Α. Δουγαλής, Καθηγητής, Τμήμα Μαθηματικών

10.Εμμανουέλα Δούση, Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης

11.Θάλεια Δραγώνα, Καθηγήτρια, Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία

12.Αλέξανδρος Ελευθεριάδης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών.

13.Εύη Ζαμπέτα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία

14.Παύλος Καλλιγάς, Αναπληρωτής Καθηγητής, ΜΙΘΕ

15.Δήμητρα Κατή, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία

16.Κλέα Κατσουγιάννη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή

17.Βάσω Κιντή, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, ΜΙΘΕ

18.Αντώνης Κόντης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης

19.Μιχάλης Κουτσιλιέρης, Καθηγητής Ιατρικής

20.Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης

21.Λυκούργος Λιαρόπουλος,, Καθηγητής, Τμήμα Νοσηλευτικής

22.Ηλίας Μανωλάκος, Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών

23.Ναπολέων Μαραβέγιας, Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης

24.Αθανάσιος Μαρκόπουλος, Καθηγητής, Τμήμα Φιλολογίας

25.Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Νομικής

26.Γιώργος.Πολυμενέας, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή

27.Δέσποινα Πόταρη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Τμήμα Μαθηματικών

28.Αθανάσιος Πρωτόπαππας, Αναπληρωτής Καθηγητής, ΜΙΘΕ

29.Παύλος Σούρλας, Καθηγητής Τμήματος Νομικής

30.Γιάννης Στεφάνου, Επίκουρος καθηγητής, ΜΙΘΕ

31.Δημήτρης Σωτηρόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης

32.Σταύρος Τσακυράκης, Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Νομικής

33.Λουκάς Τσούκαλης, Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης

34.Αντώνης Χατζημωϋσής, Επίκουρος Καθηγητής, ΜΙΘΕ

35.Αριστείδης Χατζής, Επίκουρος Καθηγητής, ΜΙΘΕ

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Αριστερά και Πανεπιστήμιο


του Ευθύμη Δημόπουλου

Η δημόσια συζήτηση για τη μεταρρύθμιση στα πανεπιστήμια οφείλει να είναι πρωτίστως πολιτική, δηλαδή να εξετάζει το ρόλο και τη συμβολή του πανεπιστημίου στη ζωή του κοινωνικού συνόλου. Έτσι μπορούν να αναδειχθούν σαφέστερα οι προτεραιότητες της μεταρρύθμισης. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξετάσουμε το ρόλο του επίσημου πολιτικού – συνδικαλιστικού λόγου της Αριστεράς στα ΑΕΙ κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Μια χοντρική περιοδολόγηση θα μας διευκόλυνε.
Η πρώτη περίοδος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η φάση ανόδου και επικράτησης της Αριστεράς στο πεδίο της ανώτατης εκπαίδευσης. Την περίοδο αυτή η μεταπολιτευτική κοινοβουλευτική αριστερά (ΠΑΣΟΚ και κομμουνιστικά κόμματα) προωθεί τους ακόλουθους τακτικούς πολιτικούς στόχους στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης:
  1. διεύρυνση του μαζικού χαρακτήρα των πανεπιστημίων
  2. υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα τους, με παράλληλη αύξηση της χρηματοδότησής τους και βελτίωση της υλικοτεχνικής τους υποδομής
  3. εκδημοκρατισμός της λειτουργίας και του τρόπου διοίκησης τους.
Επιπλέον, επιδιώκει, ευνοημένη από τη στέρηση που είχε επιβάλλει η δικτατορία, τη διάχυση και κυριαρχία του πολιτικού-συνδικαλιστικού της λόγου στα ΑΕΙ, αποσκοπώντας σε κομματικά οφέλη. Ο παραταξιακός χαρακτήρας των φοιτητικών συνελεύσεων, τα τραπεζάκια των συνδικαλιστικών οργανώσεων και οι αφίσες στις εισόδους των σχολών αποτελούν έκτοτε αναπόσπαστο μέρος της κουλτούρας των ΑΕΙ.
Από την άλλη πλευρά, κάνει την εμφάνισή του, με ιδιαίτερο δυναμισμό μάλιστα από το 1979 και μετά, το μπλοκ των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (Β΄ Πανελλαδική, αναρχοαυτόνομοι, ανεξάρτητοι ακτιβιστές κ.τ.λ.) που σε συνδυασμό με το χώρο του παραδοσιακού αριστερισμού (ΕΚΚΕ, ΚΚΕ μ-λ, ΟΣΕ κ.ά.) και με συνθήματα κατά της «εντατικοποίησης των σπουδών» εγκαινιάζει μια γενικευμένη πρακτική καταλήψεων, σύρει στο άρμα του την κοινοβουλευτική αριστερά και πετυχαίνει το πάγωμα του ν. 815.
Η νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές, και η ψήφιση του 1286/82 θα εδραιώσουν νομικά τη νέα εκπαιδευτική και πολιτική συνθήκη στα ΑΕΙ. Η αριστερά εκπορθεί τα πανεπιστήμια. Ηγεμονεύει ιδεολογικά σε αυτά και διαθέτει μεγάλη εκλογική δύναμη. Έχει νικήσει. Οι αλλαγές που πραγματοποιούνται, ενισχυόμενες από το γενικότερο πνεύμα φιλελευθεροποίησης, εκσυγχρονισμού αλλά και ανερχόμενου λαϊκισμού της ελληνικής μεταπολιτευτικής πραγματικότητας, ανοίγουν σε σημαντικό βαθμό τα πανεπιστήμια στην κοινωνία.
Οι νέοι οραματίζονται τη φοιτητική ζωή και προσδοκούν στην απόκτηση ενός πτυχίου που θα τους αποκαταστήσει επαγγελματικά. Το Πανεπιστήμιο μαζικοποιείται, εκδημοκρατίζεται, εκσυγχρονίζεται, οι υποδομές τους σταδιακά βελτιώνονται. Ψηφίζεται νέος νόμος για το άσυλο, καθιερώνεται η συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση των πανεπιστημίων. Η αυθεντία, η αυθαιρεσία και ο αυταρχισμός της πανεπιστημιακής έδρας ηττώνται. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα παραχθεί αξιόλογο έργο από νέους επιστήμονες οι οποίοι στελεχώνουν το διδακτικό δυναμικό των ΑΕΙ. Δεν έχω λεπτομερή γνώση αυτής της επιστημονικής παραγωγής αλλά σε έναν τομέα που παρακολουθώ (Ιστορία) τα αποτελέσματα είναι αναντίρρητα αξιόλογα. Συγκροτείται μια δραστήρια επιστημονική κοινότητα με εξαιρετικές δημοσιεύσεις και σημαντική εκδοτική δραστηριότητα η οποία συντελεί αποφασιστικά στην αποδόμηση του παραδοσιακού εθνικού αφηγήματος. Δεν αμφιβάλλω ότι ανάλογα βήματα σημειώνονται και σε άλλους επιστημονικούς τομείς.
Ωστόσο, από την ψήφιση του τελευταίου νόμου-πλαισίου για τα ΑΕΙ έχουν περάσει περίπου 30 χρόνια, αφού ο 3549/ 2007 της Γιαννάκου παρέμεινε ουσιαστικά ανενεργός. Στο διάστημα αυτό πολλά πράγματα άλλαξαν στο διεθνές και ελληνικό περιβάλλον. Νέα δεδομένα αναδύονται (διεθνοποιημένη και ανταγωνιστικότερη αγορά εργασίας, συρρίκνωση του ρόλου της εθνικής βιομηχανίας και αγοράς, κορεσμός παραδοσιακών επιστημονικών επαγγελμάτων, αύξηση των άνεργων πτυχιούχων, δομικές μεταβολές των επιστημών κ.τ.λ.) και απαιτούν διαφορετικά εκπαιδευτικά εφόδια.

Η ανώτατη εκπαίδευση καλείται να ανταποκριθεί στη νέα συνθήκη. Πρέπει να πειραματιστεί με νέες μεθόδους παραγωγής και μετάδοσης της γνώσης, να μορφώσει ουσιαστικά τους φοιτητές, να ενδυναμώσει τη δυνατότητα εργασιακής τους ευελιξίας και κινητικότητας, να ενισχύσει την έρευνα που μπορεί να αξιοποιηθεί για τις ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας, να παρωθήσει τη δημιουργικότητα, να παρέμβει στρατηγικά στην κατανομή του επιστημονικού δυναμικού και να αποκτήσει έναν πιο ενεργό εκπολιτιστικό ρόλο μέσα από την αναδιοργάνωση της φοιτητικής ζωής. Στο πλαίσιο αυτό οι έννοιες της αριστείας, της αξιολόγησης, της καινοτομίας, της ποιότητας κερδίζουν έδαφος. Η παροχή τυπικών τίτλων και εφοδίων δεν αρκεί.

Ανταποκρίνονται τα ελληνικά ΑΕΙ σε αυτή την πρόκληση; Κατά κοινή ομολογία όχι. Το επιβεβαιώνουν ευρωπαϊκοί και διεθνείς δείκτες, το ομολογεί η μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών, το υποστηρίζουν ανοιχτά οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι που μοχθούν. Το σύστημα βραδυπορεί και αδυνατεί ή αρνείται να μεταρρυθμιστεί. Επιπλέον, σε περιβάλλον στασιμότητας, ενισχύονται οι παρακμιακές και εκφυλιστικές τάσεις. 
Η έννοια του μαζικού πανεπιστημίου ξεχειλώνει επικίνδυνα. Εδώ και χρόνια η ψηφοθηρική κυβερνητική πολιτική και η πανεπιστημιακή συντεχνία αντιλαμβάνονται το μαζικό πανεπιστήμιο με ποσοτικούς και όχι ποιοτικούς όρους (24 Πανεπιστήμια, 500 πανεπιστημιακά τμήματα, 600 μεταπτυχιακά προγράμματα, τα standards εισαγωγής σε πολλές σχολές κατολισθαίνουν, οι μηχανισμοί αξιολόγησης των φοιτητών έχουν υποστεί καθίζηση, θέσεις ΔΕΠ ανοίγουν σε ανυπόστατα αντικείμενα, στη χώρα μας υπάρχει το υψηλότερο ποσοστό νέων στην Ευρώπη που εισάγονται στα ΑΕΙ κ.τ.λ.). 
Οι κατακτήσεις της δημοκρατικής συμμετοχής, του ασύλου και της ελεύθερης διακίνησης ιδεώνποδοπατιούνται από την κομματοκρατία, τον έξαλλο αριστερισμό, το χουλιγκανισμό και η πύκνωση των φαινομένων παραβατικότητας, ωμής βίας και απεκπολιτισμού είναι εντυπωσιακή (χτίσιμο καθηγητών, καταλήψεις-λεηλασίες, φοιτητικές παρατάξεις που πουλάνε σημειώσεις και διοργανώνουν εκδρομές στη Μύκονο ή γλέντια στα μπουζούκια). 

Ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης υπονομεύεται. Νεποτισμός, φατριασμός, αδιαφάνεια των όρων επαγγελματικής εξέλιξης, διοικήσεις εξαρτημένες, προγράμματα σπουδών που σχεδιάζονται βάσει σκοπιμοτήτων, διδακτική τυποποίηση (σχεδόν φορντικού χαρακτήρα: μετωπική παράδοση, εξετάσεις με θέματα από τα διανεμόμενα συγγράμματα, βαθμολογία και πάλι από την αρχή). Οι λαμπρές εξαιρέσεις προγραμμάτων και πανεπιστημιακών δασκάλων παρακινούνται από την επιστημονική συνείδηση και τον επαγγελματικό πατριωτισμό. Δεν πριμοδοτούνται ούτε επιβραβεύονται από το σύστημα. Οι συνέπειες είναι και γνωστές και οδυνηρές. Περιορισμένα μορφωτικά αποτελέσματα, εκπαιδευτική αλλοτρίωση, σπατάλη ανθρώπινου κεφαλαίου, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά συμπλήρωσης σπουδών στην Ευρώπη.

Συμπέρασμα. Εδώ και μια δεκαπενταετία, τουλάχιστον, βρισκόμαστε στη δεύτερη περίοδο. Το σύστημα αναπαράγει τα αδιέξοδά του και τα μεταφέρει στην κοινωνία. Οι κατακτήσεις της πρώτης φάσης αυτοακυρώνονται μέσα σε μια συνθήκη αδράνειας και πληθωρισμού του συστήματος. Λογικά θα περίμενε κανείς η Αριστερά να είναι η πρώτη που ενδιαφέρεται για την αντιστροφή αυτών των παρακμιακών τάσεων. Θα περίμενε να πρωταγωνιστεί στην προώθηση μεταρρυθμιστικών προτάσεων που αναχαιτίζουν αυτήν ακριβώς τη φθορά των δημοκρατικών πυλώνων του συστήματος.
Ωστόσο, ο λόγος της Αριστεράς στα ΑΕΙ –έτσι όπως εκφράζεται από τα επίσημα συνδικαλιστικά της όργανα – είτε για λόγους συντεχνιακούς είτε λόγω ιδεοληψίας δείχνει δυσανεξία απέναντι στη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση. Στις περιπτώσεις που δεν την απορρίπτει εξ ολοκλήρου μασάει τα λόγια του, διστάζει και βυζαντινολογεί, ενώ η αλλαγή επείγει. Οι έννοιες αξιολόγηση, αριστεία, σύνδεση της έρευνας με την επιχειρηματικότητα, χρηματοδότηση των ιδρυμάτων ανάλογα με την ποιότητα του παραγόμενου έργου, καινοτομία δεν μπορούν να μεταβολιστούν φυσιολογικά από το συνδικαλιστικό - πολιτικό λόγο της Αριστεράς που παραμένει τελικά αγκιστρωμένος στην υπεράσπιση ενός κοινωνικά άδικου και αντιλειτουργικού πανεπιστημιακού καθεστώτος. Υπάρχει συντεχνιακή υστεροβουλία όταν βαφτίζεις τον Καλλικράτη για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα «επίθεση κατά του μαζικού πανεπιστήμιου» και διαρκώς διαμαρτύρεσαι πως η κριτική που ασκείται στα πανεπιστημιακά πεπραγμένα είναι «απαξιωτική».

Πολλοί μπορεί να ισχυριστούν πως η Αριστερά δεν κυριαρχεί πια εκλογικά και πολιτικά στα πανεπιστήμια και είναι άδικο να της αποδίδονται ευθύνες για την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα. Ας μη γελιόμαστε. Σε συνδικαλιστικό επίπεδο ο λόγος και η δράση της Αριστεράς ηγεμονεύουν ιδιότυπα και επιπλέον πρωταγωνιστούν στην κατεύθυνση που θα πάρει ο αντιπολιτευτικός λόγος απέναντι στο κείμενο διαβούλευσης. Η Αριστερά υποκρίνεται, όταν συνεχίζει δήθεν να ομνύει στην υπεράσπιση των κατακτήσεων του παρελθόντος Δεν είναι η σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση που απειλεί το μαζικό πανεπιστήμιο, το δημοκρατικό και δημόσιο χαρακτήρα του. Είναι η διαιώνιση του υπάρχοντος καθεστώτος.

Δημόπουλος Ευθύμης.

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Δημόσιο Σχολείο και Κοινωνική Αλληλεγγύη



του Βασίλη Μπογιατζή, φιλόλογου στη Μέση εκπαίδευση και μέλους του Forum για τη Μεταρρύθμιση στην Εκπαίδευση

Θέλω να ξεκινήσω υπενθυμίζοντας μια από τις καταστατικές αρχές του Forum για τη Μεταρρύθμιση στην Εκπαίδευση: «Ως επιστήμονες και λειτουργοί της εκπαίδευσης οφείλουμε εμείς πρωτίστως να έχουμε λόγο και συγκεκριμένες προτάσεις για την εκπαιδευτική διαδικασία, τη δομή και λειτουργία του δημόσιου σχολείου και τον ρόλο μας ως λειτουργών. Οφείλουμε να επινοήσουμε νέες μορφές αλληλεγγύης και κοινής δράσης με τους μαθητές μας και τους γονείς τους. νέες μορφές συλλογικής κινητοποίησης με άξονα την υπεράσπιση του δημόσιου εκπαιδευτικού αγαθού, ώστε να έχουμε την κοινωνία στο πλευρό μας». Αν λοιπόν, ήδη από την ιδρυτική μας διακήρυξη συνδέσαμε τον εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό μας ρόλο με αυτόν της υπεράσπισης του δημόσιου αγαθού και της αλληλεγγύης, σήμερα που έχουν καταστεί ευκρινέστατες οι συνέπειες της όποιας ατομικιστικής ή συντεχνιακής ιδιοτέλειας, επείγει, νομίζω, να συγκεκριμενοποιήσουμε το περιεχόμενο αυτής της σύνδεσης.
Με αυτή την έννοια,  θεωρώ ότι η αλληλεγγύη που χρειάζεται να αναδείξουμε, πρέπει κατ’ αρχάς να διακρίνεται από την οποιαδήποτε μορφή φιλανθρωπίας, είτε αυτή είναι κοσμική είτε θρησκευτική.  Κι αυτό γιατί η φιλανθρωπία προϋποθέτει κοινωνική απόσταση και διακρίσεις, τις οποίες και διατηρεί, όπως άλλωστε και
την εξάρτηση του ευεργετούμενου. Απεναντίας, η αλληλεγγύη σχετίζεται με τη συνειδητή επιλογή και βούληση να σταθώ δίπλα σε αυτόν που βιώνει διακρίσεις και ανισότητα, όπως κι εγώ, βασισμένος σε μια επιθυμία ριζικού μετασχηματισμού: ο έλληνας μαθητής/ο μετανάστης μαθητής λ.χ., οι οποίοι γίνονται δέκτες φροντιστηριακών μαθημάτων στο σχολείο, ενδυναμώνονται να πραγματώσουν τις επιλογές τους, άρα και να επιτύχουν την αυτονομία τους. Το μόνο το οποίο αναγνωρίζουν είναι ότι δεν ξόδεψαν τα σχολικά τους χρόνια σε ένα κλίμα χαβαλέ, αλλά έλαβαν ουσιαστική βοήθεια κατά τη διάρκεια μιας επώδυνης διαδικασίας.
Δεύτερον όμως, και πιο σημαντικό, είναι αυτή η έκφραση αλληλεγγύης να έχει έμπρακτο χαρακτήρα. Κι αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να λαμβάνει υπόψη την τωρινή συγκυρία: είναι δυνατό λοιπόν, να αναληφθούν ποικίλα εγχειρήματα ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε σχολικής μονάδας, τα οποία θα περιλαμβάνουν φροντιστηριακά μαθήματα κατευθύνσεων, προετοιμασίας ξένων γλωσσών για τις ξενόγλωσσες φιλολογίες και σχεδίου στη Γ΄ Λυκείου ως έμπρακτα υποκατάστατα -ίσως και πολύ καλύτερα- των προγραμμάτων της Πρόσθετης Διδακτικής Στήριξης και της Ενισχυτικής Διδασκαλίας. Χρειάζεται, με άλλα λόγια, να απαντήσουμε στην κατάσταση που διαμορφώνουν δύο παράγοντες αυτή τη στιγμή: από τη μία πλευρά, τα προγράμματα Πρόσθετης Διδακτικής Στήριξης και Ενισχυτικής Διδασκαλίας έχουν στην ουσία καταργηθεί με αποτέλεσμα να επιδεινώνονται οι κοινωνικές ανισότητες, καθιστώντας δυσβάστακτο για πολλές οικογένειες το κόστος της εκπαίδευσης. Από την άλλη πλευρά, τα κροκοδείλια δάκρυα του επίσημου συνδικαλισμού τα οποία στέρεψαν γρήγορα: όση ήταν η εκτίμηση που έτρεφαν στους θεσμούς αυτούς όταν λειτουργούσαν, τόση ήταν και η αντίδραση τώρα που de facto καταργήθηκαν.

Τέτοιες πρωτοβουλίες χρειάζεται να έχουν μια σαφή πολιτική –με την πλήρη και αυθεντική έννοια- στόχευση: αφενός, την αποκατάσταση του κοινωνικού κύρους του δημόσιου σχολείου, την ανακούφιση γονιών και παιδιών από το άχθος της παραπαιδείας, φροντιστηριακής και ιδιαιτέρων μαθημάτων, που καθιστούν ευφημισμό το συνταγματικό δικαίωμα της δωρεάν παιδείας. Η γενίκευση τέτοιων πρακτικών μπορεί να προσφέρει ακόμη πιο ουσιαστική στήριξη σε εκείνα ιδίως τα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται περισσότερο από την κρίση, υφιστάμενα επιπλέον κοινωνικούς και εθνοτικούς αποκλεισμούς. Αφετέρου, επειδή δεν "τα φάγαμε όλοι μαζί", τη διεκδίκηση, από κοινού με δίκτυα γονέων-παιδιών-ανέργων τηςς θεσμοθέτηση και χρηματοδότηση όλων των οργανωτικών μορφών που θα προκύψουν από τη δυναμική και τη δημιουργικότητα των πρακτικών της αλληλεγγύης, ώστε να αποτελέσουν μόνιμους θεσμικούς τύπους στην κατεύθυνση της αναβάθμισης της δημόσιας παιδείας. Μπορούμε ως Forum να διεκδικήσουμε την εξασφάλιση της βιωσιμότητας και μονιμότητας όλων αυτών των πρακτικών μέσω της πρόβλεψης επιβολής ενός φόρου σε εισοδήματα από ένα όριο και πάνω με στόχο τη συγκέντρωση ενός ποσού που θα πιστώνεται απευθείας σε τέτοιες δράσεις.

Πάνω στη βάση που μπορούν να δημιουργήσουν τέτοιου είδους πρωτοβουλίες –ή σ’ αυτή την οποία έχουν ήδη δημιουργήσει, μια που πολλοί εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων έχουν από καιρό δεσμευθεί στην προσφορά και τον κοινωνικό εθελοντισμό, χωρίς να περιμένουν τις ντιρεκτίβες της πολιτικής ηγεσίας ή τη διαχείριση της δημοσιοϋπαλληλικής μιζέριας– είναι δυνατό να στηριχθούν και να διατυπωθούν ευρύτερα σχέδια: προγράμματα για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε μετανάστες, ποικίλα προγράμματα Διά Βίου Μάθησης και καταπολέμησης του αναλφαβητισμού, επέκταση των  Σχολείων  Δεύτερης Ευκαιρίας. Επίσης, θα μπορούσαν να προταθούν ακόμη πιο τολμηρές προτάσεις, οι οποίες θα αφορούσαν π.χ. την οργανωμένη και θεσμικά κατοχυρωμένη λειτουργία ενδοσχολικών προγραμμάτων φροντιστηρίου/ξένων γλωσσών κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Δεν υπάρχει όμως λόγος να προκαταλάβουμε τις μορφές της δημιουργικής αλληλεγγύης. Τα σχολεία που διδάσκουμε αναμένουν τις πρωτοβουλίες μας και η φιλόξενη σελίδα του Forum μπορεί να αποτελέσει το βήμα προβολής τους, αλλά και τον προβληματισμό που τις υποβαστάζει. Αν και θα φανεί απόλυτο, ενδεχομένως δεν υπάρχει άλλη επιλογή αν θέλουμε να χαράξουμε ένα δρόμο: αντίστασης ενάντια στην καθύβριση του δημοσίου και της καθολικότητας στη βάση απτών επιχειρημάτων και όχι γενικόλογων διακηρύξεων.   σύγκρουσης  με την εσωτερική/κλαδική μιζέρια. συμμαχίας με την κοινωνία στη βάση της ισότητας και της αλληλεγγύης, έχοντάς τη δίπλα και μαζί μας κι όχι απέναντι.   

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Ο πυρήνας της πολιτικής σκέψης του Μπαντιού


Του Δ. Βεργέτη*
από την ΕΠΟΧΗ
Ο Μπαντιού είναι ο στοχαστής που εισήγαγε στην πολιτική τη διάσταση του υποκειμένου, συναρθρώνοντας αυτές τις δύο έννοιες τις οποίες ο εμπειρισμός, ο οικονομισμός, η ιδεολογία του εργατισμού και ο φιλοσοφίες της συνείδησης είχαν αποσυνδέσει. Διόλου τυχαία η κατηγορία για υποκειμενισμό αποτελούσε αιτία προγραφής σε όλα τα ΚΚ. Η λέξη δεν ήταν τελείως άγνωστη στο κλασικό λεξιλόγιο. Στον Μπαντιού, όμως, δεν παραπέμπει σε κάποιο κοινωνιολογικό δεδομένο ή μια οργανωμένη συλλογικότητα, που θα προϋπήρχαν της πολιτικής, αλλά σε ένα ετερογενές και εύθραυστο μετασυμβαντικό μόρφωμα με μεταβλητή γεωμετρία. Το υποκείμενο συγκροτείται μέσα από πολιτικές χειραφέτησης, που έχουν ως γενέθλιο λίκνο όχι την τοπική της παραγωγής και τις συστημικές αντιθέσεις της, αλλά μια συμβαντική ρήξη, της οποίας η εστία δεν είναι δομικά προδιαγεγραμμένη. Το υποκείμενο δεν έχει ως υπόστρωμα μια ομοιογενή κοινωνική κατηγορία ή μια λειτουργική συνιστώσα των τρόπων παραγωγής, που θα τελούσε σε κατάσταση ιδεολογικής ύπνωσης και θα ενεργοποιείτο πολιτικά με έγχυση ταξικής συνείδησης αναλαμβάνοντας τον τελεολογικά καθορισμένη ιστορική αποστολή της. 
Το πολιτικό υποκείμενο δεν προκύπτει από την αφύπνιση της συνείδησής του και την ταύτισή του με τα δεδομένα της. Δεν είναι μια μορφή συνείδησης, αλλά μια διαδικασία που υλοποιεί και επεκτείνει μέσα στον κόσμο τις δυνητικές και ανατρεπτικές συνέπειες ενός συμβάντος. Επ’ αυτού οι θέσεις του Μπαντιού συνιστούν τη σημαντικότερη αναγεννητική τομή στην ιστορία της μαρξιστικής σκέψης. Ο Μπαντιού οδηγήθηκε σ’αυτές διαπιστώνοντας ότι ο απολογισμός των επαναστάσεων και των πρωτοποριών, εντός και εκτός της Ευρώπης, δεν αφήνει περιθώρια επιστροφής στις σωτηριολογικές προσδοκίες της αφυπνισμένης ταξικής συνείδησης. Από μια άποψη, το συμβάν αποτελεί απάντηση στη μελαγχολία αυτού του απολογισμού αλλά και στα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα για το τέλος της ιστορίας και της πάλης των τάξεων μετά το κλείσιμο της ιστορικής περιόδου των κλασικών επαναστάσεων υπό την καθοδήγηση των ΚΚ.
Πολιτική, κράτος, κοινοβουλευτισμός
Η συμβαντική σύζευξη της πολιτικής και του υποκειμένου στον Μπαντιού αναδεικνύει την ανεξάλειπτη αντινομία ανάμεσα στην πολιτική και το κράτος όσο και ανάμεσα στην πολιτική και την κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικού τύπου, «τον καπιταλο-κοινοβουλευτισμό». Η αμφισβήτησή της έχει πυροδοτήσει διεθνώς περιπαθείς συζητήσεις, αλλά και μαινόμενες καταγγελίες συχνά βασισμένες σε παραχαραγμένα στοιχεία, που θυμίζουν σταλινικές δίκες-όπως διαπιστώσαμε και στην εγχώρια αρθρογραφία. Επιβάλλεται να αντιληφθούμε το στρατηγικό διακύβευμα της διαφοράς. Ελλείψει χώρου ο διπλός αντίλογος θα είναι συνεπτυγμένος.
1. Στον Μπαντιού έχουμε μια φιλοσοφική επανάσταση που η επίπτωσή της δεν εξαντλείται στην αποδέσμευση της πολιτικής από την υπερβατική εγγύηση της Ιστορίας και την κοινωνιολογική ουσιοποίηση των τάξεων. Προεκτείνεται σε μια ρηξικέλευθη σύλληψη της πολιτικής ως «γενολογικής διαδικασίας σε ρήξη με τις προγραμματικές εμμονές του κόμματος – κράτους. Συναντάμε εδώ τον αξιωματικό πυρήνα της πολιτικής σκέψης του Μπαντιού, όπου διακυβεύεται η ιστορική επανενσωμάτωση της πρωταρχικής, αυθεντικής έμπνευσης του Μαρξ: η ετεροτοπία της πολιτικής σε σχέση με το κράτος ως Γη της επαναστατικής Επαγγελίας. Ως γενολογική διαδικασία η πολιτική στοιχειοθετείται σε ατέρμονη υφαίρεση από τις συντεταγμένες του κράτους. Αντίθετα αποσυντίθεται και απονεκρώνεται μέσα στην υπονομευτική αλληλεγγύη, που της προσφέρουν οι μηχανισμοί του κράτους, αντί να απονεκρώνεται αυτό από την ανατρεπτική εμβέλειά της. Ανάμεσα στη γενολογικότητα (gιnιricitι) της πολιτική και τη δομικότητα του κράτους η ασυμβατότητα αποδείχτηκε ιστορικά διαλυτική για το πολιτικό υποκείμενο. Όπως σημειώνει αλλού ο Μπαντιού, «το φιάσκο όλων των παραλλαγών του κόμματος-κράτους που προήλθαν από την τρίτη Διεθνή, ανοίγει έναν ορίζοντα επανεξέτασης σ’ ό,τι αφορά την ουσία του πολιτικού υποκειμένου».
2. Για τον Μπαντιού η δημοκρατία, και στις πλέον εξιδανικευμένες και ριζοσπαστικές εκδοχές της, με μόνη εξαίρεση την άμεση δημοκρατία, δεν παύει να αντιστοιχεί σε μια μορφή κράτους. Παραμένει μη αποσυνδέσιμη από μορφές θεσμικής κωδικοποίησης της άσκησής της. Το ζητούμενο για τον Μπαντιού είναι η πρόταξη μιας αξίωσης ισότητας. Η ισότητα, αντιτείνουν οι θεματοφύλακες του νεοφιλελευθερισμού , είναι ανεύρετη, ανέφικτη, ανεντόπιστη. Πράγματι, συνηγορεί ο Μπαντιού, και γι αυτό το λόγο δεν μπορεί να υπάρξει παρά ως διακύβευμα μιας συμβολικής και επιτελεστικής θέσμισης υπό μορφή «διακήρυξης». Μόνο η σημαίνουσα κατάφαση αφήνει το διατρητικό ίχνος της διαφοράς, και ειδικότερα της συμβαντικής διαφοράς, μέσα στην εμπεδωμένη ομοιοστασία της πραγματικότητας. «La postulation ιgalitaire», όπως την ονομάζει, έχει ως ορίζοντα όχι τη δημοκρατική ή σοσιαλιστική θέσμιση του κράτους, αλλά την οριακή απορρόφησή του μέσα στην «κοινότητα των ίσων», μέσα στον «ελεύθερο συνεταιρισμό» των πολιτών που οραματιζόταν ο Μάρξ. Ουτοπική εμμονή; Απομένει ότι οι σύγχρονες πολιτικές χειραφέτησης που φέρνουν στο προσκήνιο τα νέα κινήματα θα ήταν αδιανόητο να έχουν ως πυξίδα τους ένα φαλκιδευμένο ιδεώδες αποδεκτής ανισότητας. Οι πολιτικές χειραφέτησης είναι ασυμβίβαστες με τον πραγματισμό των ήπιων ανισοτήτων, που ευαγγελίζονται οι λάτρεις της σοσιαλδημοκρατικής συναλλαγής.
* Ο Δημήτρις Βεργέτης είναι ψυχαναλυτής, διευθυντής του περιοδικού αληthειa


Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011


ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ




ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Ανακοίνωση της Δημοκρατικής Αριστεράς για την εγκατάσταση των μεταναστών στη Νομική Σχολή και το ζήτημα που έχει προκύψει με το πανεπιστημιακό άσυλο

Η Δημοκρατική Αριστερά καλεί όλους τους εμπλεκόμενους φορείς στην υπόθεση της εγκατάστασης των μεταναστών στη Νομική, να αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα και αποφασιστικότητα την αρνητική αυτή εικόνα.
Η Δημοκρατική Αριστερά θεωρεί ότι οι πρωτοβουλίες των πρυτανικών αρχών και οι θέσεις της ΠΟΣΔΕΠ κινούνται στη σωστή κατεύθυνση και πρέπει να υλοποιηθούν άμεσα.
Απαιτείται η ομαλή επίλυση του προβλήματος,  η εξεύρεση χώρου για τη μετεγκατάσταση των μεταναστών, αλλά και η έναρξη ενός  ουσιαστικού και συντεταγμένου διαλόγου –χωρίς κραυγές και αγκυλώσεις-για τη μεταναστευτική πολιτική.
Σήμερα, βέβαια, όσοι  με πολιτική αφροσύνη ενέπλεξαν τους μετανάστες με το  θέμα του πανεπιστημιακού ασύλου, οφείλουν να αναλογιστούν τις ευθύνες τους από την τροπή που έχει πάρει η συζήτηση για την κατάργησή του.

26/1/11                                                                            ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ

Σχόλιο από το Leo.
Oι πρυτανικές αρχές δεν  κάνουν καμιά κίνηση προς καμία κατεύθυνση, απλά πετάνε το μπαλάκι στο κράτος, στην Νταλάρα και αύριο θα ζητούν από το Γιώργο τον Νταλάρα να επέμβει, ίσως να γράψει κανένα τραγούδι σχετικά. Οι πρυτανικές αρχές σκέφτονται το πολιτικό κόστος μήπως στρέψουν εναντίον τους τα λαμέ φρικιά που έφεραν τους μετανάστες εδώ και έστησαν όλο αυτό το πανηγύρι. Αλλιώς έχουν τον τρόπο να κινήσουν τη διαδικασία εκκένωσης του κτιρίου. 
Η νομιμοποίηση των μεταναστών, το δικαίωμα στα ένσημα και την περίθαλψη είναι άλλο πρόβλημα και να λυθεί εδώ και τώρα. Τα καραγκιοζιλίκια των αριστεριστών, με το κτίριο της νομικής που θεωρούνται αγώνας και πάλη κατά του ρατσισμού είναι απλά γελοιότητες.

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

νέα νίκη στην ΠΟΣΔΕΠ, νέα Διοικούσα, νέες προσδοκίες


από την Πανεπιστημιακή Συμπαράταξη ΑΠΘ
τους φίλους μας από τη Θεσσαλονίκη

Το 10ο Συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ ολοκληρώθηκε με την εκλογή της νέας Διοικούσας Επιτροπής, στην οποία η πλειοψηφία των ανανεωτικών δυνάμεων διευρύνθηκε. Καθόσον αφορά την Συμπαράταξη, η Νιόβη Παυλίδου εξελέγη στη νέα Διοικούσα, η οποία συνεδρίασε χθες και εξέλεξε και την Εκτελεστική Γραμματεία, στην οποία Πρόεδρος παραμένει ο Νίκος Σταυρακάκης και Γραμματέας η Ευγενία Μπουρνόβα.
.
Με πρότασή μας, το Συνέδριο αποφάσισε τα εξής:
.
"Η ΠΟΣΔΕΠ, αναγνωρίζοντας την αναγκαιότητα για μεταρρύθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης -ιδίως υπό τις παρούσες συνθήκες που βιώνει ο τόπος- έχει ισότιμο, πλην διακριτό ρόλο, λόγο και ευθύνες και γι' αυτό θα προσέλθει σε έναν ειλικρινή, εφ' όλης της ύλης και εξ υπαρχής διάλογο με το Υπουργείο, προβάλλοντας τις δικές της θέσεις, απόψεις και προτάσεις."
.
Η νέα Διοικούσα έλαβε, συνεπώς, σαφέστατη εντολή να συζητήσει με το Υπουργείο. Τώρα προσδοκούμε σε έναν εποικοδομητικό και ειλικρινή διάλογο μαζί του, που θα μας βγάλει από το αδιέξοδο και θα αποτρέψει μονομερείς ενέργειες σε μια περίοδο που χρειάζεται συναίνεση και συνεργασία, αντί για σύγκρουση και επιβολή.
.
Η ευκαιρία αυτή δεν πρέπει να χαθεί, διότι δεν θα μας δοθούν άλλες στο άμεσο μέλλον, καθώς τα πράγματα επιδεινώνονται και το Πανεπιστήμιο επείγει να εξοπλισθεί τάχιστα με όλα εκείνα τα εργαλεία που θα του επιτρέψουν να επιβιώσει στο κέντρο της εκπαίδευσης στη χώρα μας, εάν επιθυμεί να διατηρήσει τον πρωτεύοντα ρόλο που διαδραματίζει σήμερα.
.
Παραπολιτικά:
.
Στο Συνέδριο, η ΔΗΠΑΚ απείχε από τις εργασίες, συνεπής στη δική της γραμμή πλεύσης, ψήφισε όμως για την εκλογή της νέας Διοικούσας.
.
Η ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ διασπάστηκε και η εμβληματική μορφή του χώρου της, ο συνάδελφος Απέκης, κατέβηκε με το λεγόμενο ΔΙΚΤΥΟ. Οι δυο αυτές παρατάξεις, αφού προσπάθησαν -μάταια αυτή τη φορά- να μετατρέψουν και αυτό το Συνέδριο σε φοιτητικό αμφιθέατρο, αποχώρησαν με το πρόσχημα ότι δεν δεχόμασταν να ψηφίσουμε τον όρο που έθεταν να αποσύρει το Υπουργείο το κείμενο διαβούλευσης... Απέναντι σ’ αυτή την πρόταση, εμείς της Συμπαράταξης κατεβάσαμε την παραπάνω πρότασή μας για τους διακριτούς ρόλους στο διάλογο της Πολιτείας, της ΠΟΣΔΕΠ και της Συνόδου των Πρυτάνεων, πρόταση που υπερψηφίστηκε στο Συνέδριο. Όποιος πάει καλόπιστα σε ειλικρινή διάλογο για την μεταρρύθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης, την οποία όλοι αναγνωρίζουμε, δεν ζητά από τον συνομιλητή του, αν ενδιαφέρεται πραγματικά για διάλογο, να … αποσύρει τις θέσεις του. Προσπαθεί να τον πείσει για την ορθότητα των δικών του θέσεων. Από κει και πέρα, την συμπεριφορά όλων μας στον διάλογο, θα την κρίνει ο Ελληνικός Λαός.
.
Ξεκαρδιστικά:
.
Δεν αφορούσε εμάς ο χαρακτηρισμός με τον οποίο … στόλισε την Συμπαράταξη συνάδελφος μέσα στο Συνέδριο, λέγοντας πως αποδειχθήκαμε το αυγό του φιδιού. Αφορούσε όλους τους συνέδρους που συμμετείχαν σε ένα υψηλού κινδύνου, ως φαίνεται, event. Εμείς τους καθησυχάζαμε ότι έξω από την ωραία αίθουσα της Φιλοσοφικής της Αθήνας όπου συνεδριάζαμε, παραμόνευε ένας στρουμπουλός και μαχμουρλής άσπρος γάτος, έτοιμος να πιάσει το φίδι μόλις θα έβγαινε από το αυγό του…

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Για τα πρότυπα σχολεία και την αναβίωσή τους


Ένα θαυμάσιο άρθρο για τα πρότυπα σχολεία και τη σκοταδιστική αντίληψης της "'Αριστεράς"

Αγαπητοί φίλες/φίλοι της "Αυγής",

Στο πλαίσιο του διαλόγου που διεξάγεται αυτή την εποχή για την αναβίωση των πάλαι ποτέ προτύπων (και νυν πειραματικών) σχολείων, διάβασα με προσοχή στην εφημερίδα σας την τοποθέτηση της κ. Τρίμη-Κύρου («Πειραματικά-πρότυπα σχολεία: μία αντίφαση και μία παγίδα»). Ως παλαιός απόφοιτος τέτοιου σχολείου, αλλά και εκπαιδευτικός, νιώθω τον πειρασμό να θέσω υπ' όψιν σας κάποια σχόλια για τη συγκεκριμένη τοποθέτηση απέναντι στα πρότυπα σχολεία.
Σπεύδω εξαρχής να διευκρινίσω πως πιστεύω ότι η αυθεντική λύση είναι η επαναφορά των εξετάσεων. Για να είμαι πιο ακριβής, τα πρότυπα σχολεία θα πρέπει να δέχονται μαθητές με εξετάσεις, και ενδεχομένως θα πρέπει να εξεταστεί η δημιουργία κάποιων πειραματικών σχολείων, όπου οι μαθητές θα εισάγονται με κλήρωση (ώστε να υπάρχει πειραματική διδασκαλία σε πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα μαθητικού κοινού). Τοβασικό ερώτημα όμως που πρέπει να απαντήσει η κοινωνία, είναι αν θα πρέπει να υποστηρίζονται οι μαθητές που διαθέτουν κάποια έφεση ή κάποιο ταλέντο στις επιστήμες (και, γιατί όχι, στις τέχνες, στον αθλητισμό κ.λπ.) για να εκτοξεύσουν τις δυνατότητές τους στα αστέρια και πιό ψηλά ακόμα. Αν η απάντηση είναι «ναι», τότε η αναβίωση των προτύπων είναι επιβεβλημένη. Κανένα σύστημα δεν είναι απόλυτα δίκαιο, ούτε βέβαια το σύστημα των εξετάσεων στην ηλικία των 12 ετών. Αναμφίβολα θα υπάρξουν αδικίες, αλλά το όφελος είναι σημαντικά μεγαλύτερο από τις όποιες παρενέργειες.
Αυτό δεν αποκλείει φυσικά (και δεν βλέπω να έχει ιδιαίτερη σχέση με) τη διάθεση να αναβαθμιστούν συνολικά τα δημόσια σχολεία. Σε πρώτο βήμα, η οικονομική δαπάνη της αλλαγής του συστήματος εισαγωγής στα υπάρχοντα «πειραματικά» από κλήρωση σε εξέταση, δεν είναι σπουδαίο. Απλά, πρόκειται για θέμα πολιτικής βούλησης.
Διαβάζοντας το άρθρο της κ. Τρίμη, είδα με ενδιαφέρον πως οι απόψεις που οδήγησαν στην κατάργηση των προτύπων καλά κρατούν σε κάποιους κύκλους, παρά την -όπως προσωπικά πιστεύω- ήττα τους στην κοινωνία. Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου, η αναβίωση των προτύπων συγκρίνεται με την επαναφορά των παρθεναγωγείων ή την κατάργηση της μεικτής φοίτησης!! Δεν γνωρίζω ποιες είναι οι έρευνες για την κοινωνική προέλευση των μαθητών των πάλαι ποτέ προτύπων που επικαλείται η κ. Τρίμη, δυσκολεύομαι όμως να ακυρώσω την προσωπική μου εμπειρία (που ταιριάζει, όπως διαπίστωσα και με την εμπειρία άλλων αποφοίτων της Βαρβακείου): ζώντας την ατμόσφαιρα του σχολείου μου την περίοδο 1974-1980 εκτιμώ πως η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών προερχόταν από μικροαστικές και μεσοαστικές οικογένειες, ενώ τα παιδιά των εργατικών οικογενειών ήταν σαφώς (πολύ) περισσότερα από τα παιδιά πλουσίων οικογενειών. Την αταξική αυτή σύνθεση εξασφάλιζαν οι εξετάσεις και αδυνατώ να πιστέψω πως θα τη διαταράξει σοβαρά η παραπαιδεία της προετοιμασίας για τα πρότυπα. Η συγγραφέας του άρθρου είναι στην εκπαίδευση (και μάλιστα στο Βαρβάκειο), απορώ λοιπόν πώς της έχει διαφύγει το γεγονός πως οι νεοσσοί των ευκατάστατων οικογενειών στρέφονται στα ιδιωτικά σχολεία, όχι (τόσο) για να βρούν καλή εκπαίδευση, όσο για να δημιουργήσουν τις κατάλληλες κοινωνικές διασυνδέσεις και γνωριμίες για το μέλλον τους. Αμφιβάλλω αν έστω και ένας εξ αυτών θα έκανε τον κόπο να κάνει φροντιστήριο για να περάσει με εξετάσεις σε πρότυπο σχολείο!
Από την άλλη, δυσκολεύομαι να κατανοήσω την αντιπάθεια που αποπνέει το άρθρο (συνήθης στους φορείς αυτών των απόψεων) για τους μαθητές με υψηλές δυνατότητες. Στο άρθρο της κας Τρίμη, οι άριστοι είναι πάντα «άριστοι» (σε εισαγωγικά) λες και δεν υπάρχει αυτό το είδος ή είναι ντροπή να διακρίνεται κανείς στο σχολείο (τα εισαγωγικά βέβαια σημαίνουν την αμφισβήτηση της αρθρογράφου σε οποιοδήποτε σύστημα αξιολόγησης της αριστείας, δεδομένων των κοινωνικών παραμέτρων, ωστόσο η επιφύλαξη και η αντιπάθεια ακόμα και στη λέξη «άριστος» είναι διάχυτη, πάντα κατά τη γνώμη μου). Το αποκορύφωμα βρίσκεται στην άποψη του άρθρου πως «Πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας είναι να υποστηρίζει την καλύτερη εκπαίδευση για τους περισσότερους και όχι για τους ελάχιστουςΤα προνομιούχα (λόγω ευφυΐας ή λόγω περιβάλλοντος) παιδιά θα βρουν τον δρόμο τους». Ή παρακάτω: «... η αναβίωση των προτύπων θα οδηγήσει σε αφαίμαξη των 'άριστων' μαθητών από τα υπόλοιπα δημόσια σχολεία. Είναι άραγε αυτό θετικό; Μήπως επιχειρώντας να ενισχύσουμε τους 'άριστους' χαντακώνουμε τους υπόλοιπους, στερώντας τις τάξεις τους από παιδιά που θα στήριζαν το μάθημα και τη διαδικασία κατάκτησης της γνώσης;».
Αυτό είναι εκπληκτικό: αντί να υποστηριχτούν τα παιδιά που έχουν κάποιες δυνατότητες, ώστε να τις εκμεταλλευτούν στο έπακρο, καλούνται να «στηρίξουν το μάθημα και τη διαδικασία της γνώσης»!! Φαντάζομαι πως το επόμενο βήμα θα είναι να διασπείρουμε τους καλούς μαθητές στα σχολεία υποβαθμισμένων περιοχών έτσι ώστε να έχουν κίνητρο οι μέτριοι και κακοί μαθητές να γίνουν καλύτεροι! Και όσο για τους άριστους, γιατί να νοιαστούμε; Αυτοί θα βρουν τον δρόμο τους...
Δεν νομίζω πως χρειάζεται άλλο σχόλιο, πέραν της διαπίστωσης πως το θέμα είναι καθαρά ιδεολογικόΤο βασικό ερώτημα είναι αν η κατάργηση των προτύπων στέρησε τη δυνατότητα σε παιδιά οικογενειών χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, να αποκτούν πραγματικά καλή εκπαίδευση, αφού η κλήρωση είναι άδικο μέσο επιλογής και τα ιδιωτικά σχολεία είναι κάπως ακριβά. Κατα τη γνώμη μου αυτό ακριβώς συνέβη, και αυτό πρέπει να διορθωθεί με την αναβίωση των προτύπων.Το χειρότερο δε είναι πως οι «προοδευτικές», «αντι-ελιτίστικες» απόψεις της δεκαετίας του '80 (που όπως είδα στο άρθρο της κ. Τρίμη, καλά κρατούν) λειτούργησαν ως εν δυνάμει πολιορκητικός κριός των συμφερόντων των ιδιωτικών σχολείων, που ήταν και οι μεγάλοι ωφελημένοι από την κατάργηση των προτύπων και την ευρύτερη υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου. Υπάρχει ένα θαυμάσιο άρθρο του Στάθη Καλύβα (από το Yale) στην "Καθημερινή" («Στις ρίζες της χρεωκοπίας», 17 Οκτωβρίου 2010) που δείχνει και τις κοινωνικές συνέπειες της κατάργησης των προτύπων: στα ξένα πανεπιστήμια είναι συντριπτική πλέον η αναλογία των αποφοίτων ιδιωτικών σχολείων σε σχέση με το παρελθόν. Τελικά, οι «αντι-ελιτίστες» κατάφεραν αυτό που ήθελαν να αποφύγουν: την τέλεια ταξική παιδεία. Νομίζω πως ήλθε η ώρα να γυρίσει η κοινωνία την πλάτη σε αυτές τις ιδεοληψίες και να μπει ξανά στη λογική της επανίδρυσης των σχολείων που βοηθούν και υποστηρίζουν τους πραγματικά καλούς μαθητές.
Με εκτίμηση,
Κων/νος Δ. Κούτρας
Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Απόφοιτος της Βαρβακείου Προτύπου Σχολής

Για ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης της ελληνικής Ανώτατης Παιδείας. Μερικές σκέψεις.


Μια πολύ ενδιαφέρουσα παρέμβαση για τις μεταρρυθμίσεις στην ανώτατη εκπαίδευση της χώρας.

των  Χ. Ιορδάνογλου (Πάντειο Πανεπιστήμιο), και Θ.Στέγγου (University of Guelph).

Το συνδιοικητικό μοντέλο διακυβέρνησης των ελληνικών πανεπιστημίων απέτυχε. Αυτή είναι η αφετηρία των σκέψεων που ακολουθούν. Το υψηλό ποσοστό συμμετοχής των φοιτητών στην εκλογή των οργάνων των ΑΕΙ είχε παρενέργειες από τις οποίες η κομματική συναλλαγή είναι απλώς το πιο οφθαλμοφανές δείγμα. Οι λιγότερο φανερές παρενέργειες ήταν η συστηματική «κολακεία» του φοιτητικού σώματος και η συνακόλουθη γενικευμένη χαλάρωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας καθώς και η δημιουργία συνθηκών που αποθαρρύνουν σεβαστούς και ικανούς ανθρώπους από το να διεκδικήσουν διευθυντικές θέσεις. Στο διοικητικό πεδίο το συνδιοιηκητικό μοντέλο οδήγησε σε κακή κατανομή των πόρων και παραμέληση των υποδομών των ΑΕΙ. Από ακαδημαϊκή άποψη οδήγησε σε υπέρμετρο κατακερματισμό των εκπαιδευτικών μονάδων και σε εσωστρέφεια που συχνά φτάνει στα όρια της καθαρής αυτοαναφορικότητας. Έτσι, μολονότι η μέση ποιότητα του ακαδημαϊκού προσωπικού των ελληνικών πανεπιστημίων δεν υπολείπεται αυτής των μεσαίου βεληνεκούς ξένων πανεπιστημίων, οι επιδόσεις των ελληνικών ΑΕΙ υστερούν αισθητά.
Το ότι η ανώτατη παιδεία χρειάζεται μεταρρύθμιση είναι φανερό εδώ και χρόνια. Σήμερα όμως η ανάγκη μεταρρυθμίσεων είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ.
Μέχρι τώρα το πλείστο των αποφοίτων των ελληνικών ΑΕΙ απορροφούνταν από το δημόσιο. Από εδώ και εμπρός, θα κληθούν να εκπαιδεύουν κόσμο πρωτίστως για τον ιδιωτικό τομέα. Τούτο είναι θεμελιώδης αλλαγή που επιταχύνει τα πράγματα. Μεταρρυθμίσεις, λοιπόν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα έρθουν. Το θέμα είναι πώς.

Το Σχέδιο διαβούλευσης του Υπουργείου Παιδείας ορθά βάζει στο επίκεντρό του το θέμα της διοίκησης. Τόσο οι μέτριες επιδόσεις όσο και η δυσαρμονία του παραγόμενου από τα ΑΕΙ έργου με τις ανάγκες της κοινωνίας σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το καθεστώς των κινήτρων που δημιουργεί το μοντέλο διακυβέρνησης των πανεπιστημίων. Οι ιδέες του Σχεδίου για τη θέσπιση Διοικητικών Συμβουλίων με εξωτερικά μέλη, τη δημιουργία Ανεξάρτητης Αρχής εποπτείας και χρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τη μετατόπιση της ισχύος από τα τμήματα στις σχολές αξίζουν να συζητηθούν και να συγκεκριμενοποιηθούν.
Στο κείμενο τούτο θα επικεντρωθούμε στο θέμα της δομής της διακυβέρνησης των ΑΕΙ. Εάν το πρόβλημα αυτό επιλυθεί, πολλά πράγματα θα ακολουθήσουν. Εάν δεν επιλυθεί, τίποτε δεν θα γίνει.
Δεν πιστεύουμε ότι τα ελληνικά ΑΕΙ μπορούν να περάσουν από το συνδιοικητικό σχήμα στο managerial model και στη μετατόπιση του κέντρου βάρους της ισχύος σε εξωτερικούς διαχειριστές που αυτό το μοντέλο συνεπάγεται. Κάτι τέτοιο, για πολλούς δεν είναι επιθυμητό και σίγουρα δεν είναι εφικτό. Θα προκαλούσε τριβές που θα υπονόμευαν το σχήμα διακυβέρνησης από την αρχή. Στο νέο σχήμα διακυβέρνησης ο ρόλος των πανεπιστημιακών του κάθε ιδρύματος δεν μπορεί παρά να συνεχίσει να είναι προεξάρχων. Όχι χωρίς αντίβαρα όμως.

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Fort-Da Κλινικό Λακανικό Περιοδικό


 
Το περιοδικό θα είναι εξαμηνιαίο και θα έχει κάθε φορά μια θεματική.
Το πρώτο τεύχος είναι αφιερωμένο στην ψυχανάλυση με παιδιά και εφήβους
με ανέκδοτα στα ελληνικά κείμενα των Ζίγκμουντ Φρόιντ, Ζακ Λακάν, Ζακ-Αλέν Μιλλέρ και άλλων ξένων και ελλήνων ψυχαναλυτών.
  
Το πρώτο τεύχος είναι αφιερωμένο στην ψυχανάλυση με παιδιά και εφήβους με ανέκδοτα στα ελληνικά κείμενα των Ζίγκμουντ Φρόιντ, Ζακ Λακάν, Ζακ-Αλέν Μιλλέρ και άλλων ξένων και ελλήνων ψυχαναλυτών.
 
Η διακίνηση γίνεται από τις εκδόσεις Ψυχογιός και μπορείτε να το βρείτε στα μεγάλα βιβλιοπωλεία ή να το παραγγείλετε από το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας ή να το ζητήσετε σε έναν από τα τρία μέλη της συντακτικής επιτροπής (Βλάσης Σκολίδης, Γωγώ Φουντουλάκη, Μαρίνα Φραγκιαδάκη)
 
Γιατί στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε έχουμε την ευθύνη να στηρίζουμε την επιθυμία μας


το EDITORIAL του νέου περιοδικού

Συν-Πλην

            Από τότε που ο Φρόιντ το πήρε από το στόμα του εγγονού του και το απαθανάτισε, το σύνταγμα Φορτ-Ντα –φθόγγοι γερμανικοί με τους οποίους ο μικρός συνόδευε την εξαφάνιση και την επανεμφάνιση ενός αντικειμένου- είναι συνώνυμο της πρώτης συμβολοποίησης. Γίνεται έτσι το υπόδειγμα για όλα τα παιχνίδια απουσίας-παρουσίας που σηματοδοτούν την προσχώρηση του ανθρώπινου ζώου στη συμβολική λειτουργία που το καθιστά υποκείμενό της. Για να μην πάψει πλέον ποτέ το αδιάκοπο πήγαιν’ έλα των σημαινόντων, που κρίνει για τον καθένα το λίγο-πολύ της ύπαρξης που του αναλογεί. Κάπως έτσι, πάνω-κάτω, βρίσκει τη δικαίωσή του και ο τίτλος του προκείμενου περιοδικού:
            Φορτ-Ντα στην κλινική γνώση, μεταξύ θεωρίας και πράξης.
            Φορτ-Ντα στη θεραπευτική, μεταξύ ψυχανάλυσης και ψυχιατρικής, μεταξύ ψυχανάλυσης και ψυχολογίας.
            Φορτ-Ντα στη θέση του ασυνειδήτου, μεταξύ Φρόιντ και Λακάν.
            Φορτ-Ντα στη γλώσσα, μεταξύ ελληνικών και γαλλικών, σ’ έναν αδιάκοπο μεταφραστικό αγώνα με όρους, εκφράσεις, διφορούμενα του λακανικού λόγου.
            Φορτ-Ντα στη γεωγραφία, μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης, μεταξύ Ευρώπης και Κόσμου, αφού ο δικός μας τόπος είναι το παγκόσμιο ψυχαναλυτικό χωριό.
            Ο αναγνώστης θα κρίνει, σε κάθε τεύχος, εάν πέτυχε το Φορτ-Ντα μεταξύ αγαθών προθέσεων και τελικού αποτελέσματος. Το σίγουρο είναι ότι μας περιμένει πολλή δουλειά…

Έξοδος

            Όσοι ασχολούνται με την ψυχική υγεία σήμερα είναι μάρτυρες μιας αδιανόητης παρακμής της κλινικής σκέψης. Ειδικά στους νέους ψυχιάτρους και ψυχολόγους, η ένδεια εννοιολογικών εργαλείων προσέγγισης του πάσχοντος υποκειμένου είναι απελπιστική· έτσι, οι μεν επιδίδονται στη φαρμακευτική παρηγορία, οι δε σε πρωτόκολλα εφαρμογής του κοινού νου. Παρατηρείται, στις μέρες μας, το εξής παράδοξο: ενώ η ανάγκη για «λεκτικοποίηση» του ανθρώπινου πόνου αυξάνεται· ενώ οι ψυχοθεραπείες κάθε είδους θεωρούνται πλέον αυτονόητη παράμετρος της σύγχρονης ζωής, παράλληλα φτωχαίνει απίστευτα ο θεωρητικός λόγος των κατά τεκμήριο «ειδικών». Το ζήτημα δεν είναι μόνο πρακτικό· είναι βαθύτατα ηθικό: ο αμοραλισμός του «ψυχοθεραπευτή» τείνει να γίνει ο κανόνας, σε ποσοστό μάλιστα ευθέως ανάλογο των «επιστημονικών» ή πανεπιστημιακών περγαμηνών του.
            Η ψυχαναλυτική κλινική έχει ένα εγγενές μειονέκτημα: είναι κλινική του επιμέρους, του κατ’ ιδίαν, του εξατομικευμένου· δεν είναι τεχνική· δεν προσφέρεται για εύκολες γενικεύσεις. Επίσης, προϋποθέτει επίμονη, μακρόχρονη και κοπιαστική εκπαίδευση –προσωπική ανάλυση, εποπτείες, διαρκή μελέτη-, με αποτέλεσμα να υπερβαίνει κατά πολύ το απλό ιδανικό της επαγγελματικής σταδιοδρομίας και να συμπορεύεται με τον βαθμό εμπλοκής του θεραπευτή στο ερώτημα της επιθυμίας του. Με άλλα λόγια, δεν γίνεται κάποιος ψυχαναλυτής εάν δεν εντάξει την υποκειμενικότητά του σε μια ασκητική της αλήθειας.
            Αυτή η ιδιομορφία κράτησε για μερικές δεκαετίες τους ψυχαναλυτές κλεισμένους στα γραφεία τους – μοντέρνα εξομολογητήρια αποκομμένα από την τύρβη της χρησιμοθηρίας του homo economicus και την ανταποδοτική λογική του wellfare state. Η παλιά κλασική ψυχιατρική υποβοηθούμενη από μια περιρρέουσα, από τη δεκαετία του ’60 κι έπειτα, ψυχοδυναμική προσέγγιση, διατηρούσαν σε ανεκτά επίπεδα την επαφή της κλινικής σκέψης με τη διάσταση του υποκειμένου. Στην Ελλάδα, ειδικότερα, οι τριτοκοσμικές καθυστερήσεις στον τομέα της αποασυλοποίησης συγκάλυψαν για μεγαλύτερο διάστημα την απουσία θεωρητικού λόγου στους λειτουργούς του χώρου, πολλοί από τους οποίους, και όχι οι χειρότεροι, αναλώθηκαν στο σισύφειο έργο της ανατροπής της κρατικής αβελτηρίας.

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Σκέψεις πανεπιστημιακών για το κείμενο διαβούλευσης του Υπουργείου Παιδείας

Από το portal:  greek university forumG
25/11/2010
Πρόσφατα δόθηκαν στη δημοσιότητα θέσεις-προτάσεις του Υπουργείου Παιδείας με στόχο την αναβάθμιση των Ελληνικών πανεπιστημίων. Στόχος καίριος και επίκαιρος, καθώς η αναβάθμιση των πανεπιστημίων, πέρα από τα στενά όρια της εκπαίδευσης, θα συνεισφέρει σημαντικά και στην απαραίτητη οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη της χώρας.
Η ανάγκη αλλαγών στα πανεπιστήμια είναι αδήριτη. Το κείμενο που δημοσιοποίησε το Υπουργείο είναι, κατά τη γνώμη μας, ενδιαφέρον και τολμηρό, με ρηξικέλευθες προτάσεις και μπορεί να αποτελέσει μια σοβαρή βάση διαλόγου. Αν οι προτάσεις υλοποιηθούν σωστά έχουν τη δυνατότητα να θέσουν το ελληνικό πανεπιστήμιο σε τροχιά ανάκαμψης. Αν όμως υλοποιηθούν με λανθασμένο τρόπο, κινδυνεύουν να επιδεινώσουν την κατάσταση ακόμα περισσότερο. Η αρνητική εμπειρία του νόμου πλαίσιο του 1982 συνιστά μεγάλη προσοχή στην υλοποίηση των αλλαγών.

Σ΄αυτό το πλαίσιο, και χωρίς απαραίτητα να συμφωνούμε με κάθε πρόταση του Υπουργείου, δηλώνουμε την κατ’ αρχήν στήριξή μας σε ορισμένες κεντρικές επιλογές του, διευκρινίζοντας συγχρόνως μερικές απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιτυχία τους. Συγκεκριμένα:
1. Η σύσταση Συμβουλίων Διοίκησης (Σ.Δ.) είναι διεθνώς δοκιμασμένη πρακτική στις χώρες με ακαδημαϊκό τοπίο συγγενές προς το ελληνικό (Ευρωπαϊκή Ένωση) και την χαιρετίζουμε ως εργαλείο για τον ανεξάρτητο έλεγχο της εκ των πραγμάτων ενισχυμένης Πρυτανικής αρχής. Επειδή όμως η εμπειρία με τις διορισμένες Διοικούσες Επιτροπές των νέων πανεπιστημίων δεν ήταν πάντα η καλύτερη δυνατή, απαιτείται προσοχή. Ένα σωστά στελεχωμένο Σ.Δ. μπορεί και επιβάλλεται (α) να ελέγχει την εύρυθμη λειτουργία ενός ΑΕΙ με γνώμονα την αυστηρή τήρηση των κανόνων της ακαδημαϊκής δεοντολογίας και την χρηστή οικονομική του διαχείριση, (β) να εμπλουτίζει το ΑΕΙ με εθνική και διεθνή εμπειρία, (γ) να εκφράζει την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα όπως αυτή διαμορφώνεται, (δ) να χαράσσει μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη στρατηγική ανάπτυξης. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η στελέχωση των Σ.Δ. από πρόσωπα του δημόσιου βίου τα οποία να είναι ακέραια, να έχουν ευθυκρισία και πείρα, και να θέτουν το μακροχρόνιο, καλώς εννοούμενο συμφέρον των ΑΕΙ πάνω από ο,τιδήποτε άλλο. Θεωρούμε στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ ότι η πλειοψηφία των μελών των Σ.Δ. πρέπει να αποτελείται από πρόσωπα μη σχετιζόμενα με το οικείο ΑΕΙ και, στην καλύτερη περίπτωση, εξωτερικά της στενής ελληνικής ακαδημαϊκής και πολιτικής πραγματικότητας. Θα πρέπει να υιοθετηθούν δικλείδες ασφαλείας που θα αποκλείουν κάθε είδος κομματικής επιρροής στα Σ.Δ.
2. Η προτεινόμενη αλλαγή του τρόπου επιλογής του πρύτανη μέσω διεθνούς διαγωνισμού είναι εξαιρετικά θετική. Αυτή είναι πλέον η συνήθης διεθνής πρακτική. Ανοίγεται έτσι η δυνατότητα αξιοποίησης στελεχών και μεταφοράς καλών πρακτικών από άλλα πανεπιστήμια.
3. Χαιρετίζουμε την εισαγωγή της διαρκούς αξιολόγησης των μελών ΔΕΠ στη βάση του ερευνητικού και διδακτικού τους έργου, συμπεριλαμβανομένων και όσων έχουν ήδη αποκτήσει μονιμότητα. ‘Εχουμε την πεποίθηση ότι εφ΄όσον η αρχή αυτή υλοποιηθεί με τρόπο έντιμο, διαφανή και αξιοκρατικό, θα συμβάλει τα μέγιστα στην εξυγίανση του επιστημονικού και ερευνητικού κλίματος στα ελληνικά ΑΕΙ, τα οποία κατά κοινή ομολογία υποφέρουν από φαινόμενα αναξιοκρατίας, νεποτισμού και συναλλαγής.

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

«Δημόσιο, δημοκρατικό και ανθρώπινοσχολείο» οραματίζονται, σχεδιάζουν και υλοποιούν στην Κύπρο.

Από την Ελευθεροτυπία via Tα Νέα της Πετρούπολης 

Γ. ΤΣΙΑΚΑΛΟΣ: Ο ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ


"Τα εκπαιδευτικά προγράμματα είναι δομημένα ώστε τα παιδιά να μπορούν να πετύχουν τους μαθησιακούς στόχους, ανεξάρτητα από τον προσωπικό ρυθμό μάθησης που έχουν στο σπίτι»

Της ΝΤΙΝΑΣ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ (Ελευθεροτυπία 16-1-2011)

Στην Κύπρο, το νέο δημόσιο, δημοκρατικό σχολείο είναι γεγονός. Εκεί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν αποτελεί προϊόν πρόχειρων εξαγγελιών.Σε αντίθεση με την Ελλάδα, στηρίχτηκε στη γενναία χρηματοδότηση, αλλά κυρίως στην ουσιαστική συμμετοχή των μάχιμων εκπαιδευτικών, οι οποίοι υπήρξαν κοινωνοί της.
Αρχιτέκτονας του εκσυγχρονισμού της δομής και του περιεχομένου της εκπαίδευσης στην Κύπρο, από το νηπιαγωγείο ώς το εννιαίο λύκειο, είναι ο καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Τσιάκαλος
Ο ίδιος εξηγεί στην «Κ.Ε.» ότι «η Κύπρος δεν είναι πρόθυμη να επιτρέψει την ακύρωση αυτού του στόχου, για καμία ιδεοληψία και καμία ιδιοτέλεια»Ενας στόχος, βέβαια, που συνοδεύτηκε από την ανάλογη οικονομική υποστήριξη: «Η Κύπρος έρχεται πρώτη σε δαπάνες για την παιδεία στην Ευρώπη και δεύτερη στις χώρες του ΟΟΣΑ (8,5% του ΑΕΠ)»Δικαίως θεωρεί ότι «μπορεί να γίνει στην εκπαίδευση η Φιλανδία της Ευρώπης», τονίζοντας, μάλιστα, ότι «έχει όλα τα εφόδια για να καταφέρει το ίδιο ακόμη και σε ανώτερο βαθμό».

Τι εννοεί, όμως, ο καθηγητής όταν μιλάει για το νέο δημοκρατικό σχολείο;

«Αυτό που βλέπει κανείς απ' έξω είναι ότι μειώθηκαν οι ώρες διδασκαλίας, μεγάλωσαν τα διαλείμματα και η τελευταία ώρα κάθε ημέρα αφιερώνεται στην "εμπέδωση", έτσι ώστε να μην χρειάζεται η "συνδιδασκαλία" των γονέων στο σπίτι. Στην πραγματικότητα αυτά αποτελούν απλώς μερικά από τα εμφανή γνωρίσματα ενός δημοκρατικού και ανθρώπινου σχολείου. Δημοκρατικό χαρακτηρίζεται ένα σχολείο στο οποίο φοιτούν μαζί όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από όποιες ιδιαιτερότητες (αναπηρία, καταγωγή, πολιτισμικό περιβάλλον), και στο οποίο όλα τα παιδιά, χωρίς καμιά εξαίρεση, έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν όλα όσα χαρακτηρίζουν σήμερα έναν μορφωμένο πολίτη».
«Αυτό επιτυγχάνεται», προσθέτει, «μόνον όταν τα αναλυτικά προγράμματα είναι έτσι δομημένα ώστε όλα τα παιδιά να μπορούν να πετύχουν τους μαθησιακούς στόχους, ανεξάρτητα από τον προσωπικό ρυθμό μάθησης και την υποστήριξη που έχουν στο σπίτι. Αντίστοιχα, ανθρώπινο χαρακτηρίζεται ένα σχολείο που δεν κλέβει από τα παιδιά την παιδική ηλικία και τη νεότητα, αλλά αντίθετα δίνει σ' αυτά τη δυνατότητα να βιώσουν αυτές τις περιόδους ως τις πιο ωραίες στη ζωή του ανθρώπου».
Οσον κι αν φαίνεται πρωτάκουστο για τα δικά μας δεδομένα, η συγκεκριμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αποτελεί καρπό των διαβουλεύσεων μεταξύ των πολιτικών και κοινωνικών φορέων, αλλά και της εκπαιδευτικής κοινότητας:
«Οι διαβουλεύσεις δεν προηγήθηκαν, αλλά ήταν μέρος της διαδικασίας. Δηλαδή δεν υπήρχαν από την πλευρά μας έτοιμες προτάσεις τις οποίες καλούνταν οι άλλοι να αποδεχτούν ή, έστω, να αποδεχτούν ως βάση συζήτησης. Αφετηρία του εγχειρήματος αποτελούσε μόνο η βούληση να χτιστεί ένα δημοκρατικό και ανθρώπινο σχολείο. Με αυτήν ως μοναδική αδιαπραγμάτευτη αφετηρία υπήρξαν πολλές συζητήσεις με τα πολιτικά κόμματα, τις οργανώσεις και τις παρατάξεις των εκπαιδευτικών, τους συλλόγους των γονέων και χιλιάδες πολίτες σε εκατοντάδες συγκεντρώσεις».
Ο κ. Τσιάκαλος εξηγεί ότι ονόμασαν τη διαδικασία αυτή «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ως δημόσιο εγχείρημα» και στο πλαίσιο αυτό διατυπώθηκαν οι σκοποί της εκπαίδευσης στην Κύπρο του 21ου αιώνα και οι παιδαγωγικές αρχές που πρέπει να τη διέπουν.

«Τον Μάρτιο του 2009, συγκροτήθηκαν επιτροπές για την κατάρτιση των προγραμμάτων σπουδών κάθε γνωστικού αντικειμένου, στις οποίες δικαιωματικά συμμετείχαν όλοι οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί που είχαν σχετικό ενδιαφέρον. Είναι αυτοί που θα εισαγάγουν φέτος στο μάθημά τους -με συστηματικό και ελεγχόμενο τρόπο- στοιχεία του νέου αναλυτικού προγράμματος. Με βάση την επεξεργασία των δικών τους φετινών εμπειριών, θα γίνει η οριστική διατύπωση των αναλυτικών προγραμμάτων στο τέλος του σχολικού έτους, δηλαδή τον Ιούλιο του 2011».

Για τις αλλαγές στο λύκειο και ειδικά για την ενοποίηση του Ενιαίου Λυκείου με την Τεχνική Εκπαίδευση, ο κ. Τσιάκαλος τονίζει ότι: «Η ενοποίηση είναι το πιο δύσκολο μέρος του εγχειρήματος. Θα χρειαστεί χρόνο για να επιτευχθεί. Η πρόταση για το λύκειο περιλαμβάνει ένα υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές πρόγραμμα ανθρωπιστικής και κοινωνικής παιδείας για τη β' και τη γ' Λυκείου, στο οποίο όλα τα μαθήματα γίνονται με συνεργατικές και βιωματικές μορφές μάθησης. Και την επιλογή ενός προγράμματος εμβάθυνσης (από 15 συνολικά), με τρία μαθήματα και πολλές ώρες διδασκαλίας».
Απώτερος στόχος είναι η δευτεροβάθμια εκπαίδευση να συνδέεται με την ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια: «Τα προγράμματα εμβάθυνσης (π.χ. κλασικές σπουδές, φυσικές επιστήμες, βιοεπιστήμες κ.λπ.) από τη φύση τους εγγυώνται την καλή προετοιμασία των μαθητών για συγκεκριμένα τμήματα. Και εφόσον ο αριθμός των θέσεων στα τμήματα αυτά είναι μεγαλύτερος του αριθμού των υποψηφίων, αφαιρούν κάθε νόημα από τις εισαγωγικές εξετάσεις».
Εξυπακούεται, βέβαια, ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν έγινε βεβιασμένα. Το εγχείρημα ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2008 και τα αναλυτικά προγράμματα παραδόθηκαν στον υπουργό Παιδείας τον Αύγουστο του 2010. Φέτος τα σχολεία «μπολιάστηκαν» με κάποια στοιχεία από τα νέα προγράμματα. Από το επόμενο σχολικό έτος θα ξεκινήσει η γενική, αλλά σταδιακή, εισαγωγή τους σε όλα τα σχολεία. Υπολογίζεται ότι η εισαγωγή τους θα ολοκληρωθεί το σχολικό έτος 2013-2014.

Ρωτάμε τον κ. Τσιάκαλο, αν θεωρεί αδύνατο να πραγματοποιηθεί ένα παρόμοιο εγχείρημα στην Ελλάδα: «Απίθανο ναι, όχι όμως αδύνατο! Η βεβαιότητα των εκάστοτε κυβερνώντων ότι τα ξέρουν όλα καλύτερα απ' όλους τους άλλους, η πεποίθησή τους ότι ελλείψεις και στρεβλώσεις δεκαετιών μπορούν να διορθωθούν ακαριαία με μόνη την άσκηση εξουσίας, και, κυρίως, η αδυναμία τους να δουν τους μάχιμους εκπαιδευτικούς ως φίλιες δυνάμεις με δική τους πολύτιμη άποψη και όχι ως αντιπάλους, είναι αυτά που κάνουν να φαντάζει απίθανη η αλλαγή που χρειαζόμαστε. Γιατί όμως να μην ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα;».