Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Η καθολική αποτυχία των ελληνικών ΑΕΙ

H απόφαση της συγκλήτου του ΕΚΠΑ εδώ


Tου Πάσχου Mανδραβέλη από την Καθημερινή 20/07/11

Γέμισαν πάλι οι εφημερίδες με λέξεις πρυτάνεων. Λέξεις μεγάλες και άδειες. Διαβάζουμε για «πανεπιστημιακές κοινότητες», για «δημοκρατικά πανεπιστήμια», για «ακαδημαϊκά οράματα» και άλλα θάματα και οσονούπω θα ξεπηδήσει και το ακαταμάχητο «απροϋπόθετο ΑΕΙ». Στόχος, φυσικά, όλων αυτών των κενών λέξεων είναι ναι πνίξουν μία ακόμη μεταρρύθμιση, που θα αλλάξει την τριτοβάθμια παιδεία, αλλά θα ξεβολέψει χιλιάδες πανεπιστημιακούς.
Η συνταγή της συντήρησης είναι παλιά. Σε κάθε πρόταση αλλαγής του υπάρχοντος υπερακοντίζονται πομφόλυγες που θέλουν να τρομοκρατήσουν την κοινωνία για το μέλλον. Η πλειονότητα των Ελλήνων πρυτάνεων και πολλοί πανεπιστημιακοί μας εκφοβίζουν ότι τα χείριστα ελληνικά ΑΕΙ θα γίνουν χειρότερα αν τα αλλάξουμε.
Ας υποθέσουμε ότι κάποιοι πρυτάνεις, που εξελέγησαν συναλλασσόμενοι με κάθε παράταξης φοιτητή, τώρα απλώς θέλουν να προσφέρουν. Ας υποθέσουμε ότι και αυτή η μεταρρύθμιση –όπως όλες οι προηγούμενες– δεν ανταποκρίνεται στο υψηλότατο πρότυπο που έχουν στο μυαλό τους (και δεν μας το περιγράφουν) κάποιοι πρυτάνεις. Ας δεχθούμε, επίσης, ότι υπάρχει ένα άλλο πανεπιστήμιο, το οποίο αγγίζει την τελειότητα του «απροϋπόθετου» αλλά η προτεινόμενη μεταρρύθμιση δεν το πλησιάζει.
Υπάρχει όμως μια σοφιστεία που μετέρχονται όλοι οι οπαδοί της στασιμότητας. Αυτοί, αντιπροτείνουν –χωρίς να το προσδιορίζουν– ένα «φανταστικό», «υπέρτερο», «γλυκό», «φοβερό» και «τρομερό» πανεπιστήμιο, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε πρόταση αλλαγής του υπάρχοντος να μοιάζει μίζερη. Φυσιολογικό: τα παραμύθια είναι πάντα πιο ελκυστικά από την πραγματικότητα. Το λογικό όμως είναι να συγκρίνουμε, το υπαρκτό με το προτεινόμενο.
Η Ελλάδα ξοδεύει (ως ποσοστό του ΑΕΠ) περισσότερα χρήματα για την ανώτατη εκπαίδευση απ’ ό, τι οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ. Παρά τη μεγάλη αυτή δαπάνη, πανηγυρίζουμε αν ένα εγχώριο ίδρυμα καταφέρει να μπει στους καταλόγους των 500 καλύτερων ΑΕΙ του κόσμου. Βεβαίως, πολλοί πανεπιστημιακοί απεχθάνονται τις κατατάξεις, που χρησιμοποιεί όλος ο κόσμος. Ισχυρίζονται ότι τα ελληνικά ΑΕΙ έχουν κρυφές αρετές που δεν χωρούν στους ποσοτικοποιημένους δείκτες αξιολόγησης. Ετσι πετούν την μπάλα στο γήπεδο του αμέτρητου και μετά... μετρούν το μπόι τους για να το βρούνε ψηλό. Λένε ότι «στόχος της παιδείας είναι να παράγει ολοκληρωμένους πολίτες», υπονοώντας ότι τα ελληνικά ΑΕΙ ρίχνουν εκεί το βάρος τους και γι’ αυτό πατώνουν στις διεθνείς αξιολογήσεις.
Αν, όμως, κάποιος επισκεφθεί ένα ελληνικό ΑΕΙ –ειδικά εκείνα που παράγουν τους πιο «ολοκληρωμένους πολίτες» – θα συναντήσει, πανό, βρωμιά και διαφθορά. Θα διαπιστώσει επίσης ότι εντός δρουν ανεξέλεγκτες συμμορίες, που απειλούν καθηγητές ή προπηλακίζουν ή ξυλοκοπούν εκείνους με τους οποίους διαφωνούν.
Είναι απορίας άξιον πώς σε τέτοιο περιβάλλον παράγονται «ολοκληρωμένοι πολίτες». Ισως γίνεται διά της επιφοίτησης κατά την αποφοίτηση, αλλά αυτή η επιφοίτηση δεν είναι ορατή στην κοινωνία. Μετά από τόσα χρόνια παραγωγής «ολοκληρωμένων πολιτών», φτάσαμε να έχουμε αποφοίτους ΑΕΙ που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν δύο γαϊδουριών άχυρα, πόσω δε μάλλον τη βία από τον λόγο, τη δημόσια ανυπακοή από την παρανομία.
Συνεπώς, πρέπει να καταλήξουμε ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο απέτυχε καθολικώς. Και ως προς τα δικά του υψηλόφρονα ιδανικά, αλλά και σε σχέση με τα χαμερπή δυτικά κριτήρια, όπως είναι π. χ. να βρίσκουν οι απόφοιτοι δουλειά. Γι’ αυτό ίσως είναι καλύτερα να κάνουμε ό, τι και οι «κουτόφραγκοι». Μπορεί να απέχει πολύ από το ιδανικό «απροϋπόθετο πανεπιστήμιο», αλλά απέχει εξίσου από τη σημερινή κατάντια των ΑΕΙ.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Περί του νέου νομοσχεδίου για τα ΑΕΙ. Πρώτα σχόλια





Η ομιλία του καθηγητή Λεωνίδα Λουλούδη στην εκδήλωση του Τομέα Παιδείας της Δημοκρατικής Αριστεράς για τη μεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση


Από την Ανανεωτική

Επιτρέψτε μου τρεις αναγκαίες-κατά τη γνώμη μου-εισαγωγικές παρατηρήσεις.

Πρώτον, Ας μην ξεχνάμε τη συγκυρία. Ότι, δηλαδή, προτείνεται η ψήφιση ενός ανατρεπτικού νέου νόμου για την ανώτατη εκπαίδευση ενώ η χώρα τελεί, ουσιαστικά, υπό καθεστώς χρεοκοπίας, άρα το αρμόδιο υπουργείο βρίσκεται σε προφανή αδυναμία να χρηματοδότησει ακόμη και συντηρητικούς αναπτυξιακούς τετραετείς προγραμματισμούς, προγράμματα δημοσίων επενδύσεων, συγχωνεύσεις τμημάτων για να μην μιλήσουμε για προσλήψεις ή μετακινήσεις κάθε κατηγορίας προσωπικού, άτοκα δάνεια και υποτροφίες σε φοιτητές κ.τ.λ. Επιπλέον, εκτός από μια φούχτα υπουργών της, κανείς σώφρων αναλυτής ούτε καν το κυβερνών κόμμα δεν δίνει σε αυτή την κυβέρνηση χρόνο επιβίωσης πέραν του ερχόμενου Σεπτεμβρίου. Ο πολιτικός χρόνος της κυβέρνησης είναι συνεπώς οριακός. Στηριζόμενη σε μια χλωμή «δεδηλωμένη», με ένα πρωθυπουργό στο περιθώριο των εξελίξεων είναι περισσότερο γνωστή στην Ευρώπη για νόμους που δεν τολμά να εφαρμόσει.

Δεύτερον, υπάρχει τουλάχιστον ένα συμπαγές εκτός του Κοινοβουλίου μέτωπο στήριξης του νομοσχεδίου; Το κυβερνητικό νομοσχέδιο εκτός από τους συνήθεις υπόπτους, εντεταλμένους δημοσιογράφους των μεγάλων συγκροτημάτων τύπου ή τις «λοιπές προοδευτικές δυνάμεις» και τους νεόκοπους δημάρχους τους καθώς και ορισμένους λιγότερο ή περισσότερο πληροφορημένους συνάδελφους, κυρίως της αλλοδαπής, υποστηρίζεται, δυστυχώς, και από ορισμένους δικούς μας συναδέλφους, με τους οποίους μαζί αγωνισθήκαμε όλη την τελευταία δεκαετία και βάλε, για να αλλάξει το ελληνικό πανεπιστήμιο. Τα επιχειρήματα όλων αυτών συνοψίζονται στο ότι: «είναι η τελευταία ευκαιρία», «αυτό το μοντέλο διοίκησης έχει πετύχει αλλού», «ας γίνει κάτι, καλύτερα από το να μην γίνει τίποτε», «από το σημερινό χάλι καλύτερο ό,τι και να γίνει» και εντελώς πρόσφατα τη δημοφιλή στάση του Πόντιου Πιλάτου: «δεν είμαι ούτε υπέρ ούτε κατά». Θα με συγχωρήσετε αν πω ότι αυτά δεν είναι σοβαρά επιχειρήματα για να μην πω επιχειρήματα σοβαρών ανθρώπων. Δεν είναι παρά δικαιολογίες μιας-κατά τα λοιπά απόλυτα κατανοητής σε ανθρώπινο επίπεδο-κόπωσης με την χρονίως αδιέξοδη «ελληνική ιδιαιτερότητα». Απέναντι σε όλους αυτούς βρίσκεται ένα εξίσου ετερόκλητο μέτωπο. Βεβαίως οι παγίως αρνούμενοι κάθε μεταρρύθμιση στο όνομα των λογής αντικαπιταλιστικών και αντιπαγκοσμιοποιητικών νεφελωμάτων και συντεχνιακών συμφερόντων αλλά και αρκετοί εξ ημών οι οποίοι είχαμε ταχθεί εμπράκτως και σαφώς υπέρ μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής υψηλού προσωπικού κόστους, όταν κατείχαμε θέσεις εξουσίας, μέχρι και το περασμένο φθινόπωρο. Μαζί και οι πολλοί αδιάφοροι και οι απογοητευμένοι, αυτό που λέμε επιεικώς «σιωπηλή πλειοψηφία». Συμπέρασμα: το μέτωπο της «μεταρρύθμισης» έχει, ελπίζω προσωρινά, διαρραγεί, αν όχι διασπασθεί. Σήμερα, σε αντίθεση με το 2006, μπορείς να βρεις εύκολα 1.000 υπογραφές αλλά μόνο υπέρ του μηδενιστικού «άστε με ήσυχο». Κατόπιν όλων αυτών διερωτάται κανείς πώς αυτός ο νόμος, έστω και αν ψηφισθεί, θα τύχει εφαρμογής. Από ποιους; Θυμίζω ότι με συμπαγέστερο μεταρρυθμιστικό μέτωπο, και πολύ πριν την οικονομική και πολιτική χρεοκοπία, ο λιγότερο ανατρεπτικός νόμος Γιαννάκου δεν εφαρμόστηκε σε ποσοστό μεγαλύτερο του ενός τρίτου των άρθρων του.

Για τους δύο παραπάνω λόγους και διότι: πρώτον αποτελεί άκομψη ανακρίβεια ότι διεξήχθη διάλογος για το κατατεθέν νομοσχέδιο, ενώ όλοι γνωρίζουμε ότι πέραν μιας ολιγοσέλιδης έκθεσης ιδεών το υπουργείο επί δέκα σχεδόν μήνες σιωπούσε, είτε από αμηχανία είτε-το χειρότερο-αναμένοντας κυνικά τις θερινές διακοπές μεταθέτοντας συνεχώς την ημερομηνία δημοσιοποίησης των συγκεκριμένων προτάσεων του και διότι: δεύτερον, κατέθεσε αντί του υπεσχημένου λιτού και συνοπτικού νόμου-πλαίσιο (επανειλημμένες διαβεβαιώσεις του Ειδικού Γραμματέα) ένα σχέδιο 108 άρθρων και 110 σελίδων επί παντός θέματος της ακαδημαϊκής ζωής η συζήτηση του δεν μπορεί να επισπεύδεται. Αυτοί που κόπτονται για τη θεά «διαβούλευση» δεν μπορούν να αναιρούν τόσο ανερυθρίαστα τις αρχές τους. Για τον πρόσθετο λόγο ότι, το υπ’ όψη νομοσχέδιο δεν είναι για πέταμα, κάθε άλλο. Οφείλει λοιπόν το υπουργείο να μην εκβιάζει την ψήφισή του. Αν μη τι άλλο, η συγκεκριμένη κυβέρνηση, στη συγκεκριμένη συγκυρία δεν μπορεί να επικαλείται τις ταχύτητές της όταν γνωρίζουμε τις τραγικές καθυστερήσεις της θέματα επιβίωσης της ελληνικής οικονομίας. Αντίθετα, με την αιφνίδια «αποφασιστικότητά» της η υπουργός προκαλεί διόγκωση των παθών και των αντιδράσεων με συνέπεια, πράγματι, ακόμη μια ευκαιρία εποικοδομητικού διαλόγου για να λυθεί το ζήτημα που μας απασχολεί θα έχει χαθεί. Βλέπε και τη σχετική ανακοίνωση της ΠΟΣΔΕΠ περί του θέματος της παράτασης του διαλόγου.

Ας έρθουμε, τώρα, στο κυρίως θέμα μας.

Διατυπώνω ένα ερώτημα που μου φαίνεται αυτονόητα πρωτεύον. Το σημερινό μοντέλο διοίκησης, γιατί όλη η διαφωνία περί του νέου νόμου, για μένα, εκεί εστιάζεται, άραγε δεν επιδεχόταν διορθώσεων και, ως εκ τούτου, έπρεπε να ανατραπεί πλήρως; Η απάντηση μου είναι σαφώς αρνητική. Και να γιατί.

Καταρχήν υπήρχε ο νόμος-πλαίσιο που είχε εκπονήσει ο αείμνηστος Λευτέρης Παπαγιαννάκης με τη συνεργασία αρκετών από εμάς που ανήκαμε στην κίνηση ΑΡΣΗ και εκδόθηκε πριν τρία χρόνια με τη φροντίδα των συναδέλφων μας Δημήτρη Κυρτάτα και Γιάννη Παπαθεοδώρου από τον οίκο Πλέθρον. Μάλιστα, στο πλαίσιο ενημέρωσης των πολιτικών ηγετών είχαμε, εκείνη την εποχή, ενημερώσει σε ειδική συνάντηση, με τον Δ. Κυρτάτα και την Β. Κιντή τον ίδιο τον Γ. Παπανδρέου και τη υπεύθυνη τομέα παιδείας του ΠΑΣΟΚ Α. Διαμαντοπούλου. Αγνοήθηκε αυτή η κατά κοινή ομολογία αξιόλογη πρόταση.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Ο πρύτανης-μάνατζερ και τα προβλήματα του νέου νόμου

       
Φαντάζομαι ότι ο νέος νόμος για την ανώτατη εκπαίδευση θα συζητηθεί ποικιλοτρόπως. Εδώ θα ήθελα να σχολιάσω ορισμένες πτυχές του οι οποίες φαίνεται ότι αποσκοπούν στο να μεταφερθούν διεθνείς πρακτικές στα ελληνικά δεδομένα.

1. Η πρώτη αφορά την εκλογή του πρύτανη με διεθνή πρόσκληση ενδιαφέροντος. Μια τέτοια διαδικασία δύσκολα θα αποδώσει, γιατί στον αγγλοσαξονικό χώρο, όπου εφαρμόζεται εδώ και χρόνια, έχει αναπτυχθεί μια κάστα πανεπιστημιακών οι οποίοι ασχολούνται αποκλειστικά με τη διοίκηση των πανεπιστημίων και ελάχιστα ή καθόλου με την έρευνα. Εχοντας επιλέξει τον τομέα της διοίκησης, ξεκινούν συνήθως ως κοσμήτορες, πρόεδροι κολεγίων ή αντιπρυτάνεις για να καταλήξουν πρυτάνεις αρχικά σε μικρότερα και μετά σε μεγαλύτερα πανεπιστήμια ανά τον αγγλόφωνο κόσμο. Αλλάζουν πανεπιστήμια όπως τα στελέχη επιχειρήσεων μετακινούνται από επιχείρηση σε επιχείρηση, καθ΄ ότι και στην περίπτωσή τους το κίνητρο είναι κατ΄ εξοχήν οικονομικό. Για την προσέλκυσή τους επιστρατεύονται γραφεία ειδικευμένα στο λεγόμενο head hunting και τούτο εξηγεί γιατί ο μισθός ορισμένων πρυτάνεων βρετανικών πανεπιστημίων είναι σχεδόν διπλάσιος από αυτόν του βρετανού πρωθυπουργού και αντίστοιχα υψηλές είναι και οι αμοιβές των αντιπρυτάνεων.

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει τέτοια παράδοση πανεπιστημιακών-μάνατζερ, ούτε μπορεί να δημιουργηθεί, δεδομένου ότι τέτοιοι υψηλοί μισθοί δεν μπορούν να δοθούν, οπότε η φιλοδοξία της υπουργού για «αποτελεσματική διοίκηση, από άτομα υψηλού επιστημονικού κύρους, με διεθνή κατά το δυνατόν αναγνώριση» δεν θα τελεσφορήσει. Αλλωστε οι περισσότεροι που ασχολούνται με τη διοίκηση των πανεπιστημίων στον αγγλόφωνο χώρο είναι δοκιμασμένοι, και ενίοτε στυγνοί, μάνατζερ και μέτριοι ή άσημοι πανεπιστημιακοί. Ο νέος νόμος δεν πρέπει να διαιωνίζει την αυταπάτη ότι θα πετύχει καλή διοίκηση από διεθνείς αστέρες, γιατί οι εξέχοντες επιστήμονες διεθνώς δεν ασχολούνται τόσο με τη διοίκηση όσο με την επιστήμη τους. Για ποιον λόγο να έρθει κάποιος από το εξωτερικό να αναλάβει τη διοίκηση ενός ιδρύματος όταν λείπει το οικονομικό κίνητρο, δεν έχει εμπειρία της ελληνικής διοίκησης και γραφειοκρατίας, ενώ το θεσμικό πλαίσιο δεν θα του επιτρέπει ελευθερία κινήσεων; Το υπουργείο μάλλον θα πρέπει να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι οι πρυτάνεις θα συνεχίσουν να προέρχονται από τα ίδια τα πανεπιστήμια και η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη σωστή επιλογή των εξωτερικών μελών του συμβουλίου του ιδρύματος, ώστε αυτό να λειτουργεί αποτελεσματικά, συνθέτοντας τη διεθνή με την ελληνική εμπειρία και αποφεύγοντας σοβαρές ρήξεις μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών μελών.

2. Η ταυτόχρονη κατοχή θέσης ΔΕΠ σε ελληνικό και ξένο πανεπιστήμιο επίσης δεν θα αποδώσει και έχει αποτύχει και στο παρελθόν. Σε αυτή την περίπτωση θα ήταν προτιμότερο να δίδεται η δυνατότητα σε διακεκριμένους επιστήμονες από το εξωτερικό να διεκδικούν από εξαμηνιαίες ως διετείς ερευνητικές ή διδακτικές fellowships με υψηλά κίνητρα, ούτως ώστε να διευκολύνεται η τακτική εναλλαγή των εταίρων και να μην παρατηρείται το φαινόμενο οι διπλοθεσίτες να δεσμεύουν τις θέσεις για χρόνια, περνώντας μόνο λίγες εβδομάδες στα ελληνικά πανεπιστήμια και το υπόλοιπο διάστημα να βρίσκονται στο εξωτερικό. Οποιος θέλει να προσφέρει στο ελληνικό Πανεπιστήμιο μπορεί κάλλιστα να πάρει άδεια από τη θέση του στο εξωτερικό και να έρθει να δουλέψει στην Ελλάδα για κάποιο διάστημα. Ανάλογες μεταδιδακτορικές υποτροφίες και fellowships θα πρέπει να προβλεφθούν και για νέους ερευνητές, για τους οποίους δεν βλέπω να υπάρχει μέριμνα στον νόμο. Αλλωστε ο θεσμός των fellowships, και όχι η διπλοθεσία, είναι η πιο αποτελεσματική διεθνώς μέθοδος προσέλκυσης ικανών επιστημόνων ή προώθησης της έρευνας σε συγκεκριμένους τομείς. Θα μπορούσε επίσης να αξιοποιηθεί ως μια από τις επιβραβεύσεις για τα τμήματα που διακρίνονται στην αξιολόγηση.

3. Εφόσον προβλέπεται αξιολόγηση των καθηγητών κάθε πέντε χρόνια, καλό θα ήταν να ακολουθηθεί μια άλλη πρόσφατη διεθνής πρακτική, σύμφωνα με την οποία οι καθηγητικές βαθμίδες έχουν 3-4 μισθολογικά κλιμάκια και για να περάσει κανείς από το ένα στο άλλο θα πρέπει να αξιολογείται επί τη βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων. Ας σημειωθεί ότι ο νέος νόμος ευνοεί τους μόνιμους καθηγητές, δεδομένου ότι δεν επιτρέπει εκπαιδευτικές άδειες ούτε πρόσθετες παροχές για τους επίκουρους, κάτι πρωτοφανές για τα διεθνή δεδομένα, καθώς στο εξωτερικό στηρίζονται κατά προτεραιότητα οι νέοι ερευνητές και διδάσκοντες.

4. Η σύσταση ξεχωριστής μεταπτυχιακής σχολής ενδεχομένως να δημιουργήσει σχολές και πανεπιστημιακούς δύο κατηγοριών και ταχυτήτων, εκτός αν ακολουθηθεί το ανάλογο των Graduate Schools των αγγλοσαξονικών πανεπιστημίων, οι οποίες συντονίζουν και καθορίζουν το πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών, χωρίς να προσφέρουν ξεχωριστά προγράμματα ή μαθήματα, με την εξαίρεση όσων αφορούν την ανάπτυξη μεθοδολογικών και ερευνητικών δεξιοτήτων.

5. Τέλος, για να ιδρυθούν έδρες με χορηγίες ή δωρεές στα ελληνικά πανεπιστήμια απαιτούνται μοντέλα κοστολόγησης όλων των υπηρεσιών, όπως συμβαίνει σε ξένα πανεπιστήμια, στα οποία στο κόστος μιας έδρας δεν υπολογίζεται μόνο ο μισθός του διδάσκοντος αλλά και όλο το έμμεσο κόστος από τη βιβλιοθήκη και τις διοικητικές υπηρεσίες ως τη φοιτητική μέριμνα. Με τι σύστημα όμως θα υπολογίσει ένα ελληνικό πανεπιστήμιο το ακριβές κόστος μιας έδρας; Αυτές είναι μερικές σκέψεις που ίσως βοηθήσουν στην προσπάθεια για διεθνοποίηση και τόνωση της εξωστρέφειας των ΑΕΙ που, σύμφωνα με την υπουργό, αποτελούν έναν από τους πυλώνες αλλαγών του νέου νόμου.

Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας. 

Η τετραετής φοίτηση τελικά είναι... εξαετής

 Οι αιτίες που οδηγούν τους φοιτητές να μένουν περισσότερο στα θρανία


Του Απόστολου Λακασά από την Καθημερινή 17/07/11


Δύο επιπλέον χρόνια των κανονικών τετραετών σπουδών χρειάζονται οι φοιτητές στα ελληνικά πανεπιστήμια για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Οι λόγοι για τη διετή καθυστέρηση, με δεδομένο ότι οι περισσότερες σχολές είναι τετραετούς φοίτησης, είναι αρκετοί. Οπως ανέφεραν πανεπιστημιακοί στην «Κ» κυρίως σχετίζονται με το επίπεδο των φοιτητών -και άρα το επίπεδο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης- σε σχέση με τον βαθμό δυσκολίας των σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από την άλλη, ρόλο παίζει και η έδρα της σχολής. Χωρίς να λείπουν οι εξαιρέσεις, παρατηρείται οι σχολές στην περιφέρεια να έχουν μεγαλύτερο μέσο χρόνο σπουδών συγκριτικά με τις σχολές των κεντρικών ιδρυμάτων. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι πολλοί φοιτητές, που κατάγονται από μεγάλα αστικά κέντρα αλλά σπουδάζουν σε περιφερειακές σχολές, καθυστερούν τις σπουδές τους διότι ουσιαστικά δεν συνδέονται με τον τόπο των σπουδών τους. Την ίδια στιγμή ο ένας στους τρεις φοιτητές έχει ξεπεράσει και την εξαετία και πλέον κατατάσσεται στην κατηγορία των «αιώνιων» φοιτητών (ποσοστό 35%), ενώ ο ένας στους τέσσερις δεν έχει δώσει στο ΑΕΙ σημεία ζωής τα τελευταία χρόνια. Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία του υπ. Παιδείας, τα οποία παρουσιάζει σήμερα η «Κ». Ειδικότερα:


- Κατά μέσο όρο ένας φοιτητής σε ελληνικό πανεπιστήμιο ολοκληρώνει τις σπουδές του σε έξι χρόνια. Το 2009 - 2010 οι ενεργοί φοιτητές ήταν 214.527 και την ίδια χρονιά αποφοίτησαν 29.467.


- Τον περισσότερο χρόνο για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους φαίνεται να χρειάζονται οι φοιτητές του Δημοκρίτειου Θράκης. Ο μέσος χρόνος σπουδών είναι 6,6 χρόνια, δηλαδή 2,6 χρόνια πάνω από την τετραετία που είναι ο ελάχιστος χρόνος σπουδών. Βέβαια, το Πολυτεχνείο Κρήτης έχει μέσο χρόνο αποφοίτησης 7,3 χρόνια, όμως οι σπουδές στα πολυτεχνεία είναι 5ετείς.


- Παρατηρείται ότι οι φοιτητές των περιφερειακών πανεπιστημίων ολοκληρώνουν, κατά μέσο όρο, τις σπουδές τους πιο αργά συγκριτικά με εκείνους στα κεντρικά. Αυτό γίνεται πιο εμφανές εάν συγκρίνουμε τους μέσους χρόνους κεντρικών και περιφερειακών σχολών με ομοειδές αντικείμενο. Ενδεικτικά, μεταξύ των εξαετούς φοίτησης ιατρικών, η της Θεσσαλίας έχει τον υψηλότερο μέσο χρόνο (7,92 χρόνια) έναντι των 6,72 χρόνων της Ιατρικής Αθηνών. Επίσης, στις πενταετείς σχολές ηλεκτρονικών υπολογιστών, η της Κρήτης έχει χρόνο αποφοίτησης 7,52 έναντι των 6,22 εκείνης του ΕΜΠ.
- Βέβαια, υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως τα 7,62 έτη του μέσου χρόνου αποφοίτησης στο Φυσικό Αθηνών έναντι των 5,7 ετών του Φυσικού Ιωαννίνων. Ο μέσος χρόνος σπουδών εξαρτάται από τον βαθμό δυσκολίας κάθε σχολής, το αντικείμενό της και το επίπεδο των φοιτητών.


- Πάντως, όπως ανέφεραν στην «Κ» στελέχη του υπ. Παιδείας, στα περιφερειακά ιδρύματα πολλοί φοιτητές είναι πιο «αποστασιοποιημένοι», και όταν οδεύουν προς το τέλος του κανονικού χρόνου σπουδών αρχίζουν να μην παρακολουθούν τα μαθήματα. Αυτό είναι πιο έντονο στα ΤΕΙ. Ενδεικτικά, το ΤΕΙ Ηλεκτρολογίας Κρήτης έχει μέσο χρόνο σπουδών τα 8,5 έτη, το ΤΕΙ Μηχανολογίας-Υδάτινων Πόρων Μεσολογγίου 8,4 έτη και το ΤΕΙ Ηλεκτρολογίας Λαμίας τα 8,13 έτη.
- Η μέση αναλογία αποφοίτων ετησίως και ενεργών φοιτητών είναι 1,37 προς 10. Τις καλύτερες αναλογίες έχουν το Παν. Αθηνών (1,6:10) και το Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης (1,58:10).
«Αιώνιος» ο ένας στους τέσσερις


Ο ένας στους τέσσερις φοιτητές πανεπιστημίου έχει ξεπεράσει τον ελάχιστο χρόνο σπουδών μαζί με το περιθώριο των δύο ετών (ν+2) και έχει... ξεχάσει το ίδρυμα. Πρόκειται για τους «αιώνιους» φοιτητές που δεν δίνουν σημεία ζωής. Αντίθετα, το 10% έχει μεν ξεπεράσει το ν+2, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει εγγραφεί σε κάποιο μάθημα. Συνολικά, από τους 603.216 φοιτητές σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ οι 211.518 (35%) είναι «αιώνιοι». Εξ αυτών οι 132.430 (22%) είναι ανενεργοί και οι 79.088 (13%) ημιενεργοί. Τα πανεπιστήμια έχουν τους περισσότερους «αιώνιους», καθώς έχουν πιο πολλά έτη λειτουργίας από τα ΤΕΙ. Από τους 378.893 φοιτητές οι 98.602 (26%) είναι «αιώνιοι» και οι 36.479 (10%) ημιενεργοί. Σύνολο, 135.081 «αιώνιοι», δηλαδή το 36%. Παρά το... νεαρό της ηλικίας πολλών ΤΕΙ, δεν τους λείπουν οι «αιώνιοι». Από τους 224.323, οι 76.437 (34%) είναι «αιώνιοι» εκ των οποίων οι 33.828 (15%) ανενεργοί και οι 42.609 (19%) ημιενεργοί. Το ό, τι οι ημιενεργοί είναι πιο πολλοί οφείλεται στα λίγα χρόνια λειτουργίας πολλών ΤΕΙ. Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι η πρόσθεση των κατηγοριών (ενεργοί, ημιενεργοί, ανενεργοί) έχει άθροισμα 591.230 φοιτητές, ενώ στον πίνακα του υπουργείου παρουσιάζονται 603.216. Σύμφωνα με το υπουργείο, η διαφορά οφείλεται σε τμήματα με αριθμούς φοιτητών που δεν έχουν καταχωρηθεί σε ηλεκτρονικά συστήματα, και τώρα δεν είναι δυνατή η κατηγοριοποίησή τους.

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Για την Υπεράσπιση και τη Μεταρρύθμιση του Δημόσιου Πανεπιστημίου


Μια άλλη συλλογή υπογραφών πανεπιστημιακών που είναι κατά του σχεδίου νόμου και της μεταρρύθμισης που επιχειρείται από το Υπουργείο.

Όσοι και όσες υπογράφουμε αυτό το κείμενο πιστεύουμε πως το δημόσιο πανεπιστήμιο χρειάζεται υπεράσπιση και ουσιαστική μεταρρύθμιση με άξονα το δημόσιο συμφέρον και την προοπτική ανάπτυξης της χώρας. Ο στόχος αυτός απαιτεί προσπάθεια, σχέδιο, χρόνο, ευρύτερες συναινέσεις στην κοινωνία αλλά και την ίδια την ακαδημαϊκή κοινότητα, που θα κληθεί να εφαρμόσει τις αλλαγές στα πανεπιστήμια, όπως γίνεται και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες . 

Στο πλαίσιο αυτό, είναι σαφές ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια θα έπρεπε να αποκτήσουν ένα νέο «συμβόλαιο με εγγυήσεις», ένα λιτό «νόμο –πλαίσιο», ο οποίος θα θεράπευε τις αδυναμίες του προηγούμενου, θα έβαζε τέλος στα εκφυλιστικά φαινόμενα, και θα δημιουργούσε τους όρους ώστε το δημόσιο πανεπιστήμιο να αναπτυχθεί προκειμένου να ανταποκριθεί στην κοινωνική αποστολή του και να εγγυηθεί με τους καλύτερους όρους το κοινωνικό αγαθό της δημόσιας και δωρεάν παιδείας.
 

Με το «σχέδιο νόμου» που παρουσιάστηκε πρόσφατα από το Υπουργείο Παιδείας, παρά τις επιμέρους θετικές ρυθμίσεις, η κυβέρνηση έρχεται να επιβάλει ένα ολιγαρχικό και δεσποτικό μοντέλο διοίκησης και διαχείρισης των πανεπιστημίων. Η μειωμένη δημοκρατική νομιμοποίηση των διοικητικών οργάνων, η επαναφορά της σκληρής ιεραρχίας της «έδρας», η σύγχυση της εκπαίδευσης με την κατάρτιση, καθώς και η μείωση της έρευνας έναντι της διδασκαλίας οδηγούν σε ένα μοντέλο «εκπαιδευτικών υπηρεσιών», που δεν έχει αναλογία με την ακαδημαϊκή λειτουργία και αντιστοιχία με τις κοινωνικές ανάγκες.
 

Όσοι και όσες πιστεύουμε στη μεταρρύθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου, θεωρούμε ότι οι αλλαγές έχουν ιδεολογικό και εκπαιδευτικό πρόσημο. Υπάρχουν αλλαγές που βασίζονται στη δυσπιστία και στην καχυποψία, που επιβάλλουν την ετερονομία και την τιμωρία, και αλλαγές που βασίζονται στην εμπιστοσύνη, τη συμμετοχή και τη δημιουργικότητα των ανθρώπων. Αν το ζητούμενο τρίπτυχο της μεταρρύθμισης είναι η «αυτοτέλεια-αξιολόγηση-λογοδοσία», το προτεινόμενο «σχέδιο νόμου» καταγράφει μια σαφή έκπτωση και εκτροπή αυτών των εννοιών προς τον ετεροκαθορισμό, την επιτήρηση και την αδιαφάνεια.
 

Έστω και την ύστατη ώρα, το υπουργείο οφείλει να προσέλθει στο διάλογο με σκοπό τη δημιουργία ευρύτερων συναινέσεων. Οφείλει ν’ ακούσει του πανεπιστημιακούς που επιθυμούν την ουσιαστική μεταρρύθμιση των ελληνικών ΑΕΙ. Οφείλει να ακούσει όλους όσους ανησυχούν για την επερχόμενη κατεδάφιση των ακαδημαϊκών θεσμών, που κυοφορείται από το παρόν σχέδιο νόμου.
 

Ιωάννα Λαλιώτου, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Αντώνης Λιάκος,Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ηλίας Νικολακόπουλος, Πανεπιστήμιο Αθηνών
 
Μάρω Παντελίδου-Μαλούτα, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Γιάννης Παπαθεοδώρου, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων,
Γρηγόρης Πασχαλίδης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Στέφανος Πεσμαζόγλου, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Μαρία Ρεπούση, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Φωτεινή Τσαλίκογλου, Πάντειο Πανεπιστήμιο
 
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ομότιμος Πανεπιστημίου Αθηνών.


Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

ΓΙΑΤΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ ΤΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ


Tο καλό πανεπιστήμιο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αντεπεξέλθει μια χώρα στο διεθνή ανταγωνισμό.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Ελλάδα, τώρα που η χώρα βιώνει μια πρωτοφανή κρίση. Περισσότερο από ποτέ η ελληνική κοινωνία έχει σήμερα ανάγκη από ένα πανεπιστήμιο που θα εναρμονίσει τη λειτουργία του με τα διεθνή ακαδημαϊκά πρότυπα, θα απελευθερώσει τις επιστημονικές δυνάμεις του και θα αποτελέσει κύριο μοχλό για την ανάταξη και ανάπτυξη της χώρας μας. Το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των πανεπιστημίων δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι. Είναι το απαραίτητο οργανωτικό σχήμα που θα δημιουργήσει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για ποιοτική διδασκαλία και έρευνα με στόχο την αριστεία.
Το ελληνικό πανεπιστήμιο εδώ και δεκαετίες δεν ανταποκρίθηκε στο ρόλο του παρά τα όποια βήματα προόδου έγιναν, ιδίως στον τομέα της στελέχωσης των ΑΕΙ. Οι παθογένειες της σημερινής κατάστασης είναι γνωστές σε όσους δεν θέλουν να κλείνουν τα μάτια. Η παράδοση αυτή πρέπει να αλλάξει. Όσες επιφυλάξεις κι αν έχουμε για επί μέρους προβλέψεις της μεταρρύθμισης που έχει εξαγγελθεί δεν μπορούμε παρά να στηρίξουμε αυτήν την προσπάθεια.
To πανεπιστήμιο είναι μέρος της κοινωνίας μας και υπάρχει για να συμβάλλει στην προκοπή της. Η κοινωνία και το πανεπιστήμιο δεν έχουν πολύ χρόνο. Αν και αυτή η απόπειρα αποτύχει, το ελληνικό πανεπιστήμιο θα μείνει στάσιμο για πολλά χρόνια ακόμη. Και αυτό είναι σε βάρος της χώρας.


ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ
1. Νίκος Αλιβιζάτος –ΕΚΠΑ
2. Ντία Αναγνώστου – Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
3. Παναγιώτης Αντωνόπουλος –Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
4. Γιώργος Ανωγειανάκις –ΑΠΘ
5. Πάνος Αργυράκης –ΑΠΘ
6. Μαρία Ι. Αργυροπούλου –Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
7. Γιώργος Αρσένος –ΑΠΘ
8. Ηλίας Αϋφαντής -ΑΠΘ
9. Περικλής Βαλλιάνος –ΕΚΠΑ
10. Νίκος Βέττας –ΟΠΑ
11. Στέλιος Βιρβιδάκης –ΕΚΠΑ
12. Βασίλης Βουτσάκης –ΕΚΠΑ
13. Βασιλική Γεωργιάδου – Πάντειο Πανεπιστήμιο
14. Δημήτριος Γεωργόπουλος –Πανεπιστήμιο Κρήτης
15. Γιάννης Γιάκας - Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
16. Κώστας Γιαννακόπουλος –Πανεπιστήμιο Αιγαίου
17. Αχιλλέας Γραβάνης –Πανεπιστήμιο Κρήτης
18. Ιωάννα Δελλαδέτσιμα –ΕΚΠΑ
19. Σωτηρούλα Δημητριάδη – Κωνσταντινίδη –Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
20. Αλέξανδρος Ελευθεριάδης –ΕΚΠΑ
21. Σπύρος Ευθυμιόπουλος –ΕΚΠΑ
22. Βασίλης Ζαννής –Πανεπιστήμιο Κρήτης
23. Πέρσα Ζέρη – Πάντειο Πανεπιστήμιο
24. Γεώργιος Θεοδωρίδης –ΑΠΘ
25. Νικόλαος Θωμαΐδης -ΕΚΠΑ
26. Χρυσάφης Ιορδάνογλου – Πάντειο Πανεπιστήμιο
27. Π. Κ. Ιωακειμίδης –ΕΚΠΑ
28. Μανώλης Γ. Καβουσανός –ΟΠΑ
29. Ορέστης Καλογήρου –ΑΠΘ
30. Σαράντης Καλυβίτης –ΟΠΑ
31. Γιώργος Καμίνης –ΕΚΠΑ
32. Άγγελος Κανελλής –ΑΠΘ
33. Γιώργος Καραγιαννίδης –ΑΠΘ
34. Δόμνα Καραγωγέως – Πανεπιστήμιο Κρήτης
35. Γιάννης Καρακάσης – Πανεπιστήμιο Κρήτης
36. Δημήτρης Καρδάσης – Πανεπιστήμιο Κρήτης
37. Ηλίας Καστανάς – Πανεπιστήμιο Κρήτης
38. Στέλιος Κατρανίδης –Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
39. Βάσω Κιντή –ΕΚΠΑ
40. Μιχ. Κοκκινίδης –Πανεπιστήμιο Κρήτης
41. Γεώργιος Κοντάκης –Πανεπιστήμιο Κρήτης
42. Γίτσα Κοντογιαννοπούλου –Πολυδωρίδη –ΕΚΠΑ
43. Νέστωρ Κουράκης –ΕΚΠΑ
44. Ανδρέας Κούρκουλας –ΕΜΠ
45. Ηλίας Κουρούμαλης –Πανεπιστήμιο Κρήτης
46. Γιάννης Κουτεντάκης – Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
47. Μιχάλης Κουτσιλιέρης –ΕΚΠΑ
48. Αλέξανδρος Κύρτσης –ΕΚΠΑ
49. Χρήστος Κωνσταντάτος –Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
50. Κώστας Ν. Κωνσταντινίδης –Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
51. Πάνος Κωνσταντόπουλος – ΟΠΑ
52. Κώστας Κωστής –ΕΚΠΑ
53. Παύλος Λέφας –Πανεπιστήμιο Πατρών
54. Παναγιώτης Λιαργκόβας – Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
55. Λυκούργος Λιαρόπουλος –ΕΚΠΑ
56. Χρήστος Λιονής –Πανεπιστήμιο Κρήτης
57. Σπύρος Λιούκας – ΟΠΑ
58. Χρήστος (Κίτσος) Λούης– Πανεπιστήμιο Κρήτης
59. Δημήτρης Λουκόπουλος –ΕΚΠΑ
60. Αλέξης Λυκουργιώτης – Πανεπιστήμιο Πατρών
61. Αντιγόνη Λυμπεράκη – Πάντειο Πανεπιστήμιο
62. Ιωάννης Γ. Λώλος – Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
63. Αντώνιος Μακρυγιαννάκης –Πανεπιστημιο Κρήτης
64. Νίκος Μαραντζίδης –Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
65. Ανδρέας Ν. Μαργιωρής –Πανεπιστήμιο Κρήτης
66. Ιωάννης Μαυρομάτης - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
67. Παναγιώτης Μαχαίρας – ΕΚΠΑ
68. Αχιλλέας Μητσός –Πανεπιστήμιο Αιγαίου
69. Νατάσα Μιαούλη – ΟΠΑ
70. Μαίρη Μιμίκου –ΕΜΠ
71. Νικόλαος Μουσιόπουλος -ΑΠΘ
72. Χαράλαμπος Μουτσόπουλος –ΕΚΠΑ
73. Δημήτριος Τ Μπούμπας – Πανεπιστήμιο Κρήτης
74. Δημοσθένης Μπούρος –Πανεπιστήμιο Θράκης
75. Στέλιος Νεγρεπόντης –ΕΚΠΑ
76. Χρήστος Νικολάου –Πανεπιστήμιο Κρήτης
77. Μάνθος Ντελής, – Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
78. Σαμουήλ Ντούγκου –ΑΠΘ
79. Τάσος Ξεπαπαδέας –ΟΠΑ
80. Γεώργιος Οικονομίδης –ΟΠΑ
81. Τάσος Οικονόμου –Πανεπιστήμιο Κρήτης
82. Γιώργος Παγουλάτος –ΟΠΑ
83. Θάνος Πάλλης – Πανεπιστήμιο Αιγαίου
84. Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου –ΕΚΠΑ
85. Ελένη Παπαδάκη – Πανεπιστήμιο Κρήτης
86. Τάκης Παππάς – Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
87. Χρήστος Παρασκευόπουλος –Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
88. Ιωάννης Περυσινάκης - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
89. Νίκος Πολυδωρίδης –Πανεπιστήμιο Πατρών
90. Θεόφιλος Πουταχίδης –ΑΠΘ
91. Γρηγόρης Πραστάκος, – ΟΠΑ
92. Θανάσης Πρωτόπαπας –ΕΚΠΑ
93. Νικόλαος Παυλίδης –Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
94. Νιόβη Παυλίδου –ΑΠΘ
95. Νίκος Ράικος -ΑΠΘ
96. Κωνσταντίνος Ρίτης –Πανεπιστήμιο Θράκης
97. Μπάμπης Σαββάκης –Πανεπιστήμιο Κρήτης
98. Γ. Σαμώνης –Πανεπιστήμιο Κρήτης
99. Ευτύχιος Σαρτζετάκης –Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
100. Μιχάλης Σακελλαρίου –ΕΜΠ
101. Νικόλαος Σιαφάκας –Πανεπιστήμιο Κρήτης
102. Θεόδωρος Σκλαβιάδης –ΑΠΘ
103. Φωτεινή Ν. Σκοπούλη – Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
104. Θάνος Σκούρας – ΟΠΑ
105. Παύλος Σούρλας –ΕΚΠΑ
106. Κώστας Σοφούλης -Πανεπιστήμιο Αιγαίου
107. Πέτρος Στάγκος –ΑΠΘ
108. Ευστάθιος Ν. Σταθόπουλος –Πανεπιστήμιο Κρήτης
109. Χρήστος Σταυράκος - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
110. Γιάννης Στουρνάρας –ΕΚΠΑ
111. Χρήστος Στουρνάρας –Πανεπιστήμιο Κρήτης
112. Γιάννης Τασσόπουλος –ΕΚΠΑ
113. Πλάτων Τήνιος – Πανεπιστήμιο Πειραιώς
114. Αθανάσιος Γ. Τζιούφας –ΕΚΠΑ
115. Γιάννης Τούντας –ΕΚΠΑ
116. Πάνος Τσακλόγλου –ΟΠΑ
117. Παναγιώτης Τσάκωνας –Πανεπιστήμιο Αιγαίου
118. Σταύρος Τσακυράκης –ΕΚΠΑ
119. Χρήστος Τσατσάνης –Πανεπιστήμιο Κρήτης
120. Μιλτιάδης Τσιλιμπάρης –Πανεπιστήμιο Κρήτης
121. Μιχάλης Τσινισιζέλης –ΕΚΠΑ
122. Νίκος Τσοπάνογλου –Πανεπιστήμιο Πατρών
123. Λουκάς Τσούκαλης –ΕΚΠΑ
124. Αποστόλης Φιλιππόπουλος –ΟΠΑ
125. Γιώργος Φλέσσας -Πανεπιστήμιο Αιγαίου
126. Πασχάλης Φορτομάρης -ΑΠΘ
127. Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος –Πανεπιστήμιο Κρήτης
128. Αντώνης Χατζημωϋσής –ΕΚΠΑ
129. Θεόδωρος Χατζηπαντελής –ΑΠΘ
130. Βασίλης Χατζόπουλος –Πανεπιστήμιο Θράκης
131. Κωνσταντίνος Χλωμούδης – Πανεπιστήμιο Πειραιώς
132. Αστέρης Χουλιάρας - Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
133. Βασίλειος Ψαριανός –ΕΜΠ.


Μεταξύ των υπογραφόντων είναι ο Δήμαρχος Αθηναίων, Γιώργος Καμίνης οποίος είναι επ. καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το κείμενο υποστηρίζει με δήλωσή του και ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης.

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Debate μεταξύ δύο καθηγητριών για το νομοσχέδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης









από τα Νέα
Η αναμονή τελείωσε. Ο νέος νόμος-πλαίσιο για τα πανεπιστήμια έφτασε έξω από τις πύλες του Κοινοβουλίου, με σοβαρή την πιθανότητα να ψηφισθεί την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου. Ο νόμος παρουσιάζεται επίσημα στο Υπουργικό Συμβούλιο την ερχόμενη Τρίτη ή Τετάρτη και αμέσως μετά κατατίθεται στη Βουλήγια να ξεκινήσει η διαδικασία συζήτησής του. Τις προηγούμενες ημέρες ωστόσο προκάλεσε οξύτατες αντιπαραθέσεις και debates μεταξύ πολιτικών και πανεπιστημιακών κύκλων. Παρακάτω παραθέτουμε τις βασικότερες αλλαγές που φέρνει ο νόμος, τις οποίες και σχολιάζουν δύο αναπληρώτριες καθηγήτριες, με εμπειρία χρόνων στα ελληνικά πανεπιστήμια, η κάθε μία από τη δική της οπτικήγωνία. Γιατί «Ναι» (Βάσω Κιντή) στον νέο νόμο και γιατί «Οχι» (Ευγενία Μπουρνόβα)... 
1. Συμβούλια Διοίκησης
 και πρυτάνεις οι οποίοι διορίζονται και παύονται απόαυτά.Τα Συμβούλια θα αποτελούνται από 15 μέλη. Τα οκτώ θα είναι εκλεγμέναεσωτερικά μέλη του ιδρύματος (επτά ή τέσσερις καθηγητές και ένας εκπρόσωπος των φοιτητών).Τα υπόλοιπα επτά θα είναι προσωπικότητες εκτός πανεπιστημίου που θα εκλέγονται πάντως από τα ίδια. 

«Εξασφαλίζει, κατ΄ αρχάς, την ανεξαρτησία όσων ασκούν διοίκηση από αυτούς τους οποίους διοικούν. Με το ισχύον σύστημα ένας πρύτανης είναι απίθανο να ελέγξει αυτούς που τον εκλέγουν. Πρύτανης και μέλη ΔΕΠ συσπειρώνονται εναντίον του υπουργείου και αντιμετωπίζουν το πανεπιστήμιο ως ιδιοκτησία τους χωρίς να λογοδοτούν πουθενά. Τα πανεπιστήμια όμως ανήκουν στην κοινωνία. Τα εξωτερικά μέλη στα συμβούλια από τα οποία θα εκλέγεται ο πρύτανης και στα οποία θα λογοδοτεί, αντιπροσωπεύουν, συμβολικά, την κοινωνία». 
Βάσω Κιντή (+)


«Η συνταγματικά κατοχυρωμένη “πλήρης αυτοδιοίκηση” των ΑΕΙ επιτάσσει να εκλέγονται ο πρύτανης, οι αντιπρυτάνεις, οι κοσμήτορες, οι πρόεδροι τμημάτων από τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας. Με τη νέα ρύθμιση η ακαδημαϊκή διοίκηση περνά από τον εκλεγμένο πρύτανη και το αντιπροσωπευτικό συλλογικό όργανο της Συγκλήτου σε ένα ολιγαρχικό Συμβούλιο, στο οποίο προεδρεύει, συγκεντρώνοντας όλες τις κρίσιμες αρμοδιότητες, προσωπικότητα εκτός πανεπιστημίου. Εξωτερικός από το πανεπιστήμιο πρύτανης φαίνεται στην καλύτερη περίπτωση... αδύνατον και στη χειρότερη καταστρεπτικό. Συμφωνούμε με τη συγκρότηση ενός εποπτικού οργάνου των ΑΕΙ, ως θεσμικού αντιβάρου στην αυτοδιοίκησή τους, όχι όμως με την εκχώρηση όλων των διοικητικών εξουσιών σε κλειστές ομάδες, προερχόμενες εντός ή εκτός πανεπιστημίου». 
Ευγενία Μπουρνόβα (-) 

2. «Αιώνιοι φοιτητές».Εάν
 φοιτητής δεν εγγραφεί σε δύο συνεχόμενα εξά μηνα διαγράφεται. 

(+) «Είναι σίγουρο ότι η φοιτητική ιδιότητα πρέπει να συνδέεται με τη συμμετοχή στην ακαδημαϊκή ζωή».


(-) «Θα προτιμούσα η Πολιτεία να έδινε περισσότερη προσοχή στις αιτίες που δημιουργούν τους “αιώνιους φοιτητές”, στα κίνητρα για την εξάλειψή τους και όχι στην τιμωρία τους. Το σύστημα εκπαίδευσης στη δευτεροβάθμια και εισαγωγής στην τριτοβάθμια δημιουργούν κουρασμένους από τα φροντιστήρια και αδιάφορους φοιτητές, διότι τελικά σπουδάζουν ένα αντικείμενο που δεν τους ενδιαφέρει». 

3. Τριετείς σπουδές στα ΑΕΙ και απαραίτητη γνώση μιας ξένης γλώσσας για την απόκτηση πτυχίου.Οι σπουδές διαρθρώνονται σε τρεις κύκλους. Ο πρώτος για προγράμματα σπουδών με μαθήματα που αντιστοιχούν κατ΄ ελάχιστον σε 180ακαδημαϊκές μονάδες (3 έτη).Ο δεύτερος για μεταπτυχιακά με μαθήματα πουαντιστοιχούν σε 60 ως 120 μονάδες.Ο τρίτος για διδακτορικές σπουδές με μαθήματα που αντιστοιχούν σε 60 ως 120 μονάδες και στην εκπόνηση διδακτορικής διατριβής. 

(+) «Είναι θετικό να δίνεται η δυνατότητα στα πανεπιστήμια να προσφέρουν διαφόρων τύπων προγράμματα και πτυχία και να εναρμονίζονται με τον ευρωπαϊκό χώρο. Σήμερα προγράμματα εκτείνονται σε πολλά έτη όχι επειδή το απαιτεί το επιστημονικό αντικείμενο, αλλά διότι οι καθηγητές φορτώνουν το πρόγραμμα με μαθήματα της στενής ειδικότητάς τους. Επίσης θεωρώ θετική την εισαγωγή μαθημάτων στις διδακτορικές σπουδές για σφαιρικότερη γνώση». 


(-) «Ο τριετής κύκλος αντιβαίνει σε επικρατούσες αντιλήψεις για τον επαρκή χρόνο πρόσληψης της επιστημονικής γνώσης. Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες υιοθέτησαν αυτή τη διάρθρωση των σπουδών (3+2+3), βιώνουν σήμερα τις αρνητικές συνέπειες εφαρμογής της. Στο όνομα της προσαρμογής, με 10 χρόνια καθυστέρηση προς τα ευρωπαϊκά δεδομένα, δεν πρέπει να υποτιμηθούν οι αρνητικές αυτές εμπειρίες». 

4. Η χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό κατανέμεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και δεικτών. Προβλέπεται μπόνους αναλόγως επίτευξης στόχων. 

(+) «Καλώς συνδέεται η χρηματοδότηση με την αξιολόγηση. Η σύνδεση αυτή δεν πρέπει να είναι μόνο “τιμωρητική”, αλλά επίσης υποστηρικτική και στρατηγική. Δηλαδή μπορεί να αυξάνεται η χρηματοδότηση ιδρυμάτων που υστερούν ώστε να βελτιωθούν σε τομείς που κρίνονται στρατηγικά αναγκαίοι. Κρίσιμο ζήτημα θα είναι οι δείκτες που θα χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση. Πέρα από τους ακαδημαϊκούς θα έβλεπα και δείκτες όπως: παρουσία γυναικών στον φοιτητικό και διδακτικό πληθυσμό, προσβασιμότητα ξένων φοιτητών και μειονοτήτων». 

(-) «Παρόμοια κριτήρια ισχύουν και τώρα, αλλά υπάρχει σχετική αδιαφάνεια στην τελική χρηματοδότηση και στις έκτακτες επιχορηγήσεις. Υπάρχουν όμως και άλλα κριτήρια που δεν φαίνεται να απασχολούν το υπουργείο, όπως η ύπαρξη ή μη κατάλληλων ιδιόκτητων υποδομών και εξοπλισμένων εργαστηρίων, το γεγονός ότι ένα τμήμα έχει ανελαστικές δαπάνες ανεξάρτητα του αριθμού των φοιτητών, η προσέλκυση μεταδιδακτόρων, η έρευνα, κλπ. Τέλος, η διαπραγμάτευση της χρηματοδότησης δεν μπορεί να γίνεται με την ΑΔΙΠ που πρέπει να έχει αποκλειστικά τον ρόλο του αξιολογητή και όχι και του χρηματοδότη, που αποτελεί ρόλο του υπουργείου». 

5. Αξιολόγηση καθηγητών ανά πέντε χρόνια και επιπτώσεις σε περίπτωση αρνητικής έκθεσης. 

(+) «Πολλοί καθηγητές της πρώτης βαθμίδας σήμερα, επειδή δεν κρίνονται επί μακρόν και δεν λογοδοτούν πουθενά, αδρανούν τελείως ακαδημαϊκά και επιδίδονται σε άλλες δραστηριότητες, όπως η καταδυνάστευση του διδακτικού προσωπικού χαμηλοτέρων βαθμίδων, δημιουργώντας δίκτυα εξάρτησης και ασκώντας συχνά ωμούς εκβιασμούς. Είναι μέτρο που έγινε με ικανοποίηση δεκτό στην πανεπιστημιακή κοινότητα». 

(-) «Η αξιολόγηση πρέπει να διαφοροποιείται από την πλημμελή εκτέλεση καθηκόντων, η οποία ασφαλώς πρέπει να τιμωρείται ανεξαρτήτως βαθμίδας ή θέσεως. Το υπουργείο προβάλλει ως αλαζονικός τιμωρός των δήθεν ανόμων καθηγητών. Το έργο των καθηγητών περιλαμβάνεται στους πίνακες αξιολόγησης των Τμημάτων, συνεπώς η πολιτεία έχει την ευχέρεια να διακρίνει τη συνεισφορά τους στην επιστήμη, στο πανεπιστήμιο και στην κοινωνία. Για αυτό και η διάταξη αφήνει περιθώρια να ερμηνευτεί ως εκ του πονηρού. Αποτελεσματικότερη κατεύθυνση συνιστά η απαίτηση για την αφοσίωση των καθηγητών στα τυπικά καθήκοντα που ορίζει ο νόμος». 

6. Κατάργηση της βαθμίδος του λέκτορα και μονιμοποίηση στη βαθμίδα τουαναπληρωτή καθηγητή.Οι επίκουροι καθηγητές εκλέγονται με τετραετή θητεία, με δυνατότητα ανανέωσης για άλλη μία,ύστερα από κρίση. 

(+) «Το σχήμα αυτό εναρμονίζεται με τις διεθνείς πρακτικές». 

(-) «Η κατάργηση του λέκτορα θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί θετικά με δεδομένο ότι οι νέοι επιστήμονες έχουν αυξημένα προσόντα (συχνά ανώτερα των καθηγητών οι οποίοι τους κρίνουν) και η πρώτη εκλογή καθυστερεί αρκετά. Παρατηρείται όμως μια γενικότερη στροφή στην ενίσχυση της πρώτης βαθμίδας στα όργανα, στις επιτροπές εκλογών, κτλ., γεγονός που προσδίδει αυταρχικό χαρακτήρα στο σύστημα. Επιχειρείται μήπως η “επιστροφή της έδρας”; Οι διαδικασίες εκλογής και εξέλιξης, και κυρίως οι λίστες εκλεκτόρων, δεν μπορεί να επαφίενται εξ ολοκλήρου στο αδιαφανές και ανέλεγκτο Συμβούλιο Ιδρύματος». 

7. Καταργείται η νομική υπόσταση
 του ασύλου. Υπεύθυνος για την ακαδημαϊκήελευθερία έρευνας-διδασκαλίας και την προστασία προσωπικού και πανεπιστημίουείναι ο πρύτανης. 

(+) «Θεωρώ ότι καλώς αποϊδεολογικοποιείται και αντιμετωπίζεται ως ζήτημα φύλαξης. Τα ίδια τα πανεπιστήμια πρέπει να βρουν τρόπους να εξασφαλίζουν την ακαδημαϊκή ελευθερία και τη διακίνηση των ιδεών (που είναι περισσότερο θέμα κλίματος και όχι χώρου), καθώς και την προστασία της περιουσίας τους». 

(-) «Το πανεπιστημιακό άσυλο δεν μπορεί να εξεταστεί χωριστά από τη γενικότερη “ασυλία” που επικρατεί στη χώρα. Θεσπίστηκε για την προστασία της ελεύθερης διακίνησης ιδεών και της κριτικής σκέψης και όχι για την παρεμπόδισή της (που συμβαίνει συχνά) ή για ποινικά κολάσιμες πράξεις. Το ίδιο όμως δεν ισχύει για τη βουλευτική ασυλία; Τι να πούμε για την αστυνομική ασυλία ή εκείνη των κουκουλοφόρων; Ποιος δίνει το παράδειγμα στη χώρα;». 

8. Κάθε σχολή οργανώνει διαφορετικά προγράμματα σπουδών. Η εισαγωγή των πρωτοετών φοιτητών θα γίνεται σε σχολές αντί τμημάτων. 

(+) «Η ενδυνάμωση των σχολών επιτρέπει την ευελιξία στην ανάπτυξη προγραμμάτων σπουδών και ενισχύει την κινητικότητα των φοιτητών. Ωστόσο πιστεύω ότι μια δομή τμημάτων πρέπει να διατηρηθεί ώστε να έχουν την ευθύνη των επιστημονικών περιοχών κάποια σταθερά σώματα». 

(-) «Αντί να ενισχύσει την αποτελεσματική διατμηματικότητα και τη διεπιστημονικότητα που υπάρχει σήμερα έρχεται να τις καταργήσει ως ακαδημαϊκές και διοικητικές μονάδες. Ετσι όμως επιστρέφουμε στο παρελθόν, όταν φιλόλογοι, ιστορικοί και φιλόσοφοι έβγαιναν μόνον από τη Φιλοσοφική. Πάει... περίπατο η ειδίκευση στο επιστημονικό πεδίο, αφού βάλλεται η ολοκλήρωση ενός κύκλου μαθημάτων εντός του, κινδυνεύοντας να συρρικνωθεί η επιστημονική επάρκεια του φοιτητή». 

9. Η ίδρυση, κατάργηση
 ή συγχώνευση σχολών και ιδρυμάτων πρέπει να είναι σύμφωνη με τις δυνατότητες της εθνικής οικονομίας και τον περιφερειακόχωροταξικό σχεδιασμό. 

(+) «Ακόμη κι αν δεν υπήρχε οικονομικό πρόβλημα θα έπρεπε να γίνουν αναδιαρθρώσεις ιδρυμάτων και σχολών. Χρειάζεται εξορθολογισμός· να μην ιδρύονται σχολές στις περιφέρειες υπουργών και βουλευτών. Ούτε ομάδες καθηγητών να παίρνουν δώρο ένα τμήμα. Κάθε πανεπιστήμιο πρέπει να συγκεντρώνει αρκετές σχολές και να προσφέρει στους φοιτητές ένα campus όπου θα γνωρίζονται, συνομιλούν και συνεργάζονται». 

(-) «Η προχειρότητα με την οποία η Πολιτεία ως σήμερα ίδρυε ΑΕΙ-ΤΕΙ συνεχίζεται τώρα που απειλεί ότι θα τα κλείσει με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ εξίσου πρόχειρη φαίνεται η διάταξη για σύνταξη εθνικής στρατηγικής για την εκπαίδευση κάθε τετραετία, όταν οι χώρες στις οποίες θέλουν να μοιάσουμε έχουν σχεδιασμό με ορίζοντα τουλάχιστον δεκαετίας. Προτείνεται η αναδιάταξη να γίνει αφού πρώτα ξεκαθαριστούν το όραμα για την εικοσαετία, οι στόχοι για τη δεκαετία (βλέπε, στόχους προγράμματος Ευρώπη 2020), αφότου αξιολογηθεί το σύστημα και αναπτυχθεί συντεταγμένος διάλογος με τους εμπλεκόμενους». 

+1 απόλυτη συμφωνία
Ανώνυμες εταιρείες και Νομοθετικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου στη διαχείρισητης περιουσίας των πανεπιστημίων. 

«Η ρύθμιση επιχειρεί να παρακάμψει γραφειοκρατίες και δυσκαμψίες του δημόσιου λογιστικού, ο έλεγχος του οποίου συχνά παγιδεύεται σε ακραίες τυπικότητες. Οι διοικήσεις σήμερα αναγκάζονται να παρανομούν συνεχώς για να αντεπεξέλθουν σε στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους. Ωστόσο, πρέπει να υπάρχει σοβαρός ουσιαστικός έλεγχος των Προσώπων αυτών». 
Βάσω Κιντή (+)

«Δεν έχουμε αντίρρηση για χρηματοδοτικές εισροές από τον ιδιωτικό τομέα, αρκεί βεβαίως να μη θιγεί η προώθηση της βασικής έρευνας. Σαφώς συναινούμε στην αξιοποίηση επιτέλους των περιουσιών των πανεπιστημίων, ένα πεδίο όπου έχει σημειωθεί εξαιρετική καθυστέρηση αφού το σημερινό σύστημα σχετικά με την αξιοποίηση της περιουσίας, διαχείρισης κληροδοτημάτων, κτλ., είναι ιδιαίτερα γραφειοκρατικό, αντιπαραγωγικό και τελικά αδιαφανές». 
Ευγενία Μπουρνόβα (+)