Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Ο πρύτανης-μάνατζερ και τα προβλήματα του νέου νόμου

       
Φαντάζομαι ότι ο νέος νόμος για την ανώτατη εκπαίδευση θα συζητηθεί ποικιλοτρόπως. Εδώ θα ήθελα να σχολιάσω ορισμένες πτυχές του οι οποίες φαίνεται ότι αποσκοπούν στο να μεταφερθούν διεθνείς πρακτικές στα ελληνικά δεδομένα.

1. Η πρώτη αφορά την εκλογή του πρύτανη με διεθνή πρόσκληση ενδιαφέροντος. Μια τέτοια διαδικασία δύσκολα θα αποδώσει, γιατί στον αγγλοσαξονικό χώρο, όπου εφαρμόζεται εδώ και χρόνια, έχει αναπτυχθεί μια κάστα πανεπιστημιακών οι οποίοι ασχολούνται αποκλειστικά με τη διοίκηση των πανεπιστημίων και ελάχιστα ή καθόλου με την έρευνα. Εχοντας επιλέξει τον τομέα της διοίκησης, ξεκινούν συνήθως ως κοσμήτορες, πρόεδροι κολεγίων ή αντιπρυτάνεις για να καταλήξουν πρυτάνεις αρχικά σε μικρότερα και μετά σε μεγαλύτερα πανεπιστήμια ανά τον αγγλόφωνο κόσμο. Αλλάζουν πανεπιστήμια όπως τα στελέχη επιχειρήσεων μετακινούνται από επιχείρηση σε επιχείρηση, καθ΄ ότι και στην περίπτωσή τους το κίνητρο είναι κατ΄ εξοχήν οικονομικό. Για την προσέλκυσή τους επιστρατεύονται γραφεία ειδικευμένα στο λεγόμενο head hunting και τούτο εξηγεί γιατί ο μισθός ορισμένων πρυτάνεων βρετανικών πανεπιστημίων είναι σχεδόν διπλάσιος από αυτόν του βρετανού πρωθυπουργού και αντίστοιχα υψηλές είναι και οι αμοιβές των αντιπρυτάνεων.

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει τέτοια παράδοση πανεπιστημιακών-μάνατζερ, ούτε μπορεί να δημιουργηθεί, δεδομένου ότι τέτοιοι υψηλοί μισθοί δεν μπορούν να δοθούν, οπότε η φιλοδοξία της υπουργού για «αποτελεσματική διοίκηση, από άτομα υψηλού επιστημονικού κύρους, με διεθνή κατά το δυνατόν αναγνώριση» δεν θα τελεσφορήσει. Αλλωστε οι περισσότεροι που ασχολούνται με τη διοίκηση των πανεπιστημίων στον αγγλόφωνο χώρο είναι δοκιμασμένοι, και ενίοτε στυγνοί, μάνατζερ και μέτριοι ή άσημοι πανεπιστημιακοί. Ο νέος νόμος δεν πρέπει να διαιωνίζει την αυταπάτη ότι θα πετύχει καλή διοίκηση από διεθνείς αστέρες, γιατί οι εξέχοντες επιστήμονες διεθνώς δεν ασχολούνται τόσο με τη διοίκηση όσο με την επιστήμη τους. Για ποιον λόγο να έρθει κάποιος από το εξωτερικό να αναλάβει τη διοίκηση ενός ιδρύματος όταν λείπει το οικονομικό κίνητρο, δεν έχει εμπειρία της ελληνικής διοίκησης και γραφειοκρατίας, ενώ το θεσμικό πλαίσιο δεν θα του επιτρέπει ελευθερία κινήσεων; Το υπουργείο μάλλον θα πρέπει να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι οι πρυτάνεις θα συνεχίσουν να προέρχονται από τα ίδια τα πανεπιστήμια και η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη σωστή επιλογή των εξωτερικών μελών του συμβουλίου του ιδρύματος, ώστε αυτό να λειτουργεί αποτελεσματικά, συνθέτοντας τη διεθνή με την ελληνική εμπειρία και αποφεύγοντας σοβαρές ρήξεις μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών μελών.

2. Η ταυτόχρονη κατοχή θέσης ΔΕΠ σε ελληνικό και ξένο πανεπιστήμιο επίσης δεν θα αποδώσει και έχει αποτύχει και στο παρελθόν. Σε αυτή την περίπτωση θα ήταν προτιμότερο να δίδεται η δυνατότητα σε διακεκριμένους επιστήμονες από το εξωτερικό να διεκδικούν από εξαμηνιαίες ως διετείς ερευνητικές ή διδακτικές fellowships με υψηλά κίνητρα, ούτως ώστε να διευκολύνεται η τακτική εναλλαγή των εταίρων και να μην παρατηρείται το φαινόμενο οι διπλοθεσίτες να δεσμεύουν τις θέσεις για χρόνια, περνώντας μόνο λίγες εβδομάδες στα ελληνικά πανεπιστήμια και το υπόλοιπο διάστημα να βρίσκονται στο εξωτερικό. Οποιος θέλει να προσφέρει στο ελληνικό Πανεπιστήμιο μπορεί κάλλιστα να πάρει άδεια από τη θέση του στο εξωτερικό και να έρθει να δουλέψει στην Ελλάδα για κάποιο διάστημα. Ανάλογες μεταδιδακτορικές υποτροφίες και fellowships θα πρέπει να προβλεφθούν και για νέους ερευνητές, για τους οποίους δεν βλέπω να υπάρχει μέριμνα στον νόμο. Αλλωστε ο θεσμός των fellowships, και όχι η διπλοθεσία, είναι η πιο αποτελεσματική διεθνώς μέθοδος προσέλκυσης ικανών επιστημόνων ή προώθησης της έρευνας σε συγκεκριμένους τομείς. Θα μπορούσε επίσης να αξιοποιηθεί ως μια από τις επιβραβεύσεις για τα τμήματα που διακρίνονται στην αξιολόγηση.

3. Εφόσον προβλέπεται αξιολόγηση των καθηγητών κάθε πέντε χρόνια, καλό θα ήταν να ακολουθηθεί μια άλλη πρόσφατη διεθνής πρακτική, σύμφωνα με την οποία οι καθηγητικές βαθμίδες έχουν 3-4 μισθολογικά κλιμάκια και για να περάσει κανείς από το ένα στο άλλο θα πρέπει να αξιολογείται επί τη βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων. Ας σημειωθεί ότι ο νέος νόμος ευνοεί τους μόνιμους καθηγητές, δεδομένου ότι δεν επιτρέπει εκπαιδευτικές άδειες ούτε πρόσθετες παροχές για τους επίκουρους, κάτι πρωτοφανές για τα διεθνή δεδομένα, καθώς στο εξωτερικό στηρίζονται κατά προτεραιότητα οι νέοι ερευνητές και διδάσκοντες.

4. Η σύσταση ξεχωριστής μεταπτυχιακής σχολής ενδεχομένως να δημιουργήσει σχολές και πανεπιστημιακούς δύο κατηγοριών και ταχυτήτων, εκτός αν ακολουθηθεί το ανάλογο των Graduate Schools των αγγλοσαξονικών πανεπιστημίων, οι οποίες συντονίζουν και καθορίζουν το πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών, χωρίς να προσφέρουν ξεχωριστά προγράμματα ή μαθήματα, με την εξαίρεση όσων αφορούν την ανάπτυξη μεθοδολογικών και ερευνητικών δεξιοτήτων.

5. Τέλος, για να ιδρυθούν έδρες με χορηγίες ή δωρεές στα ελληνικά πανεπιστήμια απαιτούνται μοντέλα κοστολόγησης όλων των υπηρεσιών, όπως συμβαίνει σε ξένα πανεπιστήμια, στα οποία στο κόστος μιας έδρας δεν υπολογίζεται μόνο ο μισθός του διδάσκοντος αλλά και όλο το έμμεσο κόστος από τη βιβλιοθήκη και τις διοικητικές υπηρεσίες ως τη φοιτητική μέριμνα. Με τι σύστημα όμως θα υπολογίσει ένα ελληνικό πανεπιστήμιο το ακριβές κόστος μιας έδρας; Αυτές είναι μερικές σκέψεις που ίσως βοηθήσουν στην προσπάθεια για διεθνοποίηση και τόνωση της εξωστρέφειας των ΑΕΙ που, σύμφωνα με την υπουργό, αποτελούν έναν από τους πυλώνες αλλαγών του νέου νόμου.

Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου