Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Το τέλος της ελληνικής αθωότητας


 Μια εφιαλτική αλλά αποδραματοποιημένη ματιά πάνω στους σημερινούς έφηβους
Της Μαριας Tοπαλη
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
Στη διαπασών
εκδ. Καστανιώτης, 2009
ΕΛΕΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ
Σναφ
εκδ. Εστία, 2010
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑΣ
Υαινες
εκδ. Πατάκης, 2011

Σε λιγότερο από 2 χρόνια, (Ιούνιος 2009 - Φεβρουάριος 2011) κυκλοφόρησαν τρία μυθιστορήματα, τα δύο για εφήβους και νέους, το ένα για ενήλικες, που οφείλουν να προβληματίσουν. Και τα τρία μοιράζονται μια -σπάνια για το ελληνικό μυθιστόρημα και για το ελληνικό κινηματογραφικό σενάριο- γλωσσική φυσικότητα και μια μυθοπλαστική εγγύτητα προς τη σκοτεινή πλευρά της καθημερινότητας που ζούμε και αναπνέουμε. Είναι άραγε τυχαίο ότι η αρετή της φυσικότητας συμπορεύεται στα έργα αυτά με μιαν εφιαλτική αλλά προσεκτικά αποδραματοποιημένη οπτική της σύγχρονης Ελλάδας, ιδιαίτερα των εφήβων της; Η εντυπωσιακή αίσθηση ρυθμού, η μουσικότητα και η ταχύτατη εναλλαγή των εικόνων είναι το τρίτο κοινό στοιχείο των τριών βιβλίων. Δεν αναφέρονται απλώς στον κόσμο των εφήβων. Πείθουν ότι μιλούν τη γλώσσα τους, ότι γνωρίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού. Δεν είναι κείμενα διδακτικά, προσποιητά, βεβιασμένα, αποστειρωμένα: είναι απλώς αβάσταχτα.
Μια νηφάλια ματιά στους σημερινούς πιτσιρικάδες αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι η Μεταπολίτευση είναι πολύ μακρινή υπόθεση, σαν τον Εμφύλιο ή τον Εθνικό Διχασμό. Οπως στην -προφητική- δυστοπία του Αρθουρ Κλαρκ, τους «Επικυρίαρχους» (με τον εύγλωττο αγγλικό τίτλο «Childhood’s End») οι νέοι «μας» είναι, κυριολεκτικά, από «άλλον» πλανήτη. Γεγονότα όπως η δολοφονία του μικρού Αλεξ στη Βέροια και ο Δεκέμβριος του 2008 στην Αθήνα αφήνουν, για διαφορετικούς λόγους, άναυδους όσους μετέχουν ηλικιακά στον προηγούμενο πολιτισμό, που εξέπνευσε κάπου μεταξύ Πτώσης του Τείχους, Διαδικτύου και κινητής τηλεφωνίας.
Η παραβατικότητα των ανηλίκων αυξάνεται (και στη χώρα μας) ραγδαία, προσλαμβάνοντας άγνωστα, μέχρι τώρα, χαρακτηριστικά. Σχετίζεται με εσφαλμένες χρήσεις του Διαδικτύου, με την ανομολόγητη βία που ευδοκιμεί ανάμεσα στους τέσσερις οικογενειακούς τοίχους, την καταστροφή του κοινωνικού και οικογενειακού ιστού, την κατάρρευση των αξιών. Μοιάζει σάμπως η προηγούμενη γενιά να απώλεσε τη σκυτάλη που θα όφειλε να παραδώσει. Είναι δε κοινό μυστικό ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς όλων των σχολείων, «καλών» τε και ταπεινών, ότι μια πρωτόγνωρη σκληρότητα διαχέεται ύπουλα ανάμεσα στα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία, χτυπώντας ήδη την πόρτα του παιδικού σταθμού.
Πλιατσικολόγοι
Η αντίδραση των γονέων μοιάζει, τηρουμένων των αναλογιών, με την αντίδραση σημαντικού μέρους της λογοτεχνικής κριτικής προς τα υπό συζήτηση βιβλία: δεν βάζουμε το δάχτυλο στην πληγή, δεν αντέχουμε να ξέρουμε. Δεν μπορεί να έγινε «αυτό» η Ελλάδα. Δεν μπορεί να είναι «αυτά» τα παιδιά μας. Στο τελευταίο κατά χρονολογία έκδοσης βιβλίο, τις «Υαινες» του Μανδηλαρά (για νέους άνω των 13), πρωταγωνιστούν οι πλιατσικολόγοι («ύαινες») σε μια κατεστραμμένη και εγκαταλελειμμένη από τους εύπορους και υγιείς κατοίκους της Αθήνα της επόμενης μέρας, μετά τη Χρεοκοπία. Ηλικιωμένοι, ασθενείς και έφηβοι εγκαταλείπονται, ξεμένουν, εξαγριώνονται. Στον πρώτο ρόλο μια όμορφη έφηβη των βορείων προαστίων, που μεγαλώνει με τον τυπικό τρόπο του παραμελημένου πλουσιόπαιδου. Κυνισμός είναι ο κυρίαρχος κώδικας της ζωής της: οι κατάλληλες συνθήκες τον τρέπουν εύκολα σε μίσος. Δεν αργεί να συναντηθεί και να συμπράξει με δύο διαφορετικές συνομήλικές της: το σκληρό μαγκάκι του πεζοδρομίου και το κορίτσι με τις ειδικές ανάγκες. Κάθε προσπάθεια ιδεολογικής χειραγώγησης των «υαινών» αποτυγχάνει παταγωδώς. Η σκηνή όπου ο επαναστάτης Μιχάλης προσπαθεί να προσηλυτίσει στον αγώνα κατά του συστήματος τους πλιατσικολόγους στη «Μεγάλη Βρετανία» θα πρέπει να διαβαστεί με προσοχή από τους ειδικούς. Η έμφαση στην έμφυλη διάσταση και στη γυναικεία ταυτότητα, με τα διαρκή φλας-μπακ στο κοντινό παρελθόν της πρωταγωνίστριας και, από ένα σημείο και μετά, και προς το ρετρό παρελθόν της νεκρής πλέον ιδιοκτήτριας του σπιτιού στο οποίο αυτή καταφεύγει προσωρινά, οι αμήχανες έως απωθητικές ανδρικές/αγορίστικες μορφές δίνουν στο βιβλίο μια ζωτική ειλικρίνεια, μια κριτική αμεσότητα προς ό, τι ζωντανά εξελίσσεται.
Στο «Σναφ» της Γιαννακάκη (για ενήλικες) το σχίσιμο της κουρτίνας του καθωσπρεπισμού καθίσταται αφόρητο. Ο αυτάρεσκος λούστρος των επιτυχημένων (μορφωμένων, πρώην πολιτικοποιημένων, δημιουργικών κ. λπ.) αστών, που στενά συνδεδεμένοι με την ιερή επαρχία-μήτρα γεννοβολούν τη διαβολική σπορά, τον παζολινικά αμβλυμένο εκτελεστή-διανοούμενο, κονιορτοποιείται μέσα στη βία και τη διαστροφή, που σαρκοβόρες ευδοκιμούν στα ταμπού-περιβάλλοντα της ελληνικής οικογένειας, της ελληνικής επαρχίας, των εκτός-ελέγχου-αλλά-υπό-καθεστώς-διαρκούς-ανοχής-τελούντων-εφήβων. Κάτι μας λέει η Γιαννακάκη για την αυτάρεσκη μεταπολιτευτική τερατογονία μας, με ρυθμό και με τεχνική που σπάνια θα συναντήσουμε στο σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα.
Υποβάθμιση
Αλλο ένα σκληρό βιβλίο του «εδώ» και του «τώρα», το ήδη βραβευμένο «Στη διαπασών» του Παπαθεοδώρου (για εφήβους και νέους), εστιάζει σε υποβαθμισμένα περιβάλλοντα λαϊκών συνοικιών, σε ντουμανιασμένες καφετέριες, στις ομάδες των χούλιγκαν που ελέγχονται από παρακρατικούς εθνικιστές. Πλάι στους αδιάφορους εύπορους γονείς («Υαινες»), την υποκρίτρια-ψυχωτική μητέρα και τον παιδεραστή πατέρα («Σναφ»), έρχεται να προστεθεί ο χαραμοφάης φίλαθλος, ο γκομενιάρης υποαπασχολούμενος οικοδόμος, ο βίαιος πατριός του «Διαπασών».
Και τα τρία βιβλία, μολονότι διακρίνονται για την άφθαστη προφορικότητα της γλώσσας δίχως έκπτωση στην πλοκή και για την άτεγκτη βυθομέτρηση της αλήθειας μας -ή ίσως γι’ αυτό ακριβώς- μας δυσκολεύουν. Κρατούν έναν καθρέφτη στον οποίο με τίποτε δεν θέλουμε να κοιταχτούμε. Στην Αγγλία ή στη Δανία, στη Γερμανία ή στην Ιαπωνία, όταν γράφονται βιβλία τέτοιου επιπέδου, καθίστανται πρώτα αντικείμενο ζωηρής συζήτησης και, σύντομα, εξαγώγιμο προϊόν. Εμείς, κατά βάση, σπεύδουμε να βεβαιώσουμε: «Δεν είμ’ εγώ! Δεν είμ’ εγώ!». Να σχετίζεται άραγε αυτό με την άλλη κρίση; Την άλλη χρεοκοπία μας, την πιο βαθιά;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου