του Λεωνίδα Καστανά
H κατάσταση στα εκπαιδευτικά μας
πράγματα δεν σώζεται ούτε με ευχολόγια, ούτε με ημίμετρα. Και οι πρυτάνεις να
φύγουν από τα Πανεπιστήμια, οι ποικίλες ομάδες συμφερόντων, τα κόμματα της
Αριστεράς, οι αδιάφοροι «φοιτητές», οι καθαριστές, η κυβέρνηση όλο κάτι θα
σκαρφιστούν για να τα τινάξουν στον αέρα. Τα Συμβούλια Διοίκησης, που με τόσο
κόπο εκλέχτηκαν, αμφιβάλλω αν θα καταφέρουν να τα βάλουν σε ρότα καλής
λειτουργίας. Είκοσι άνθρωποι, όσο ικανοί και σημαντικοί και αν είναι, ακόμα και
αν υποθέσουμε ότι έχουν κοινή αντίληψη (που δεν έχουν) είναι αδύνατον να
τιθασεύσουν όλους αυτούς που είτε από αδιαφορία, είτε από έλλειψη κουλτούρας,
είτε από ιδιοτελή συμφέροντα ορμώμενοι συμβάλλουν στην καταστροφή. Το αποτέλεσμα
είναι ότι η διδασκαλία και η έρευνα δεν λειτουργούν απρόσκοπτα, ενίοτε δε
λειτουργούν καθόλου. Το πανεπιστήμιο και η Πολιτεία δεν κάνουν τίποτα για να
προστατεύσουν τους φοιτητές που θέλουν να σπουδάσουν πραγματικά. Πολλά
προγράμματα σπουδών είναι αναχρονιστικά, οι χώροι αποκρουστικοί, οι υπηρεσίες
τριτοκοσμικές. Οι λιγοστές οάσεις που μεγαλουργούν είτε στην Ελλάδα, είτε στο
εξωτερικό (πχ λέγε με Πανεπιστήμιο Κρήτης) αξίζουν τριπλά συγχαρητήρια αλλά δεν
δικαιώνουν τα δις που ξοδεύονται συνολικά στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Είναι έργο
ηρώων αλλά η εκπαίδευση δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο σε ήρωες. Χρειάζεται
συλλογική προσπάθεια και εφαρμογή ορθολογικών νόμων, υλικά που απουσιάζουν.
Στη Μέση Εκπαίδευση
τα πράγματα είναι ακόμα πιο τραγικά. Το σημερινό Λύκειο απλά δεν υπάρχει.
Όλη η λειτουργία του Γενικού Λυκείου είναι προσανατολισμένη στις Πανελλαδικές
Εξετάσεις. Και μετά την πρόσφατη μεταρρύθμιση, οι μαθητές και οι μαθήτριες από
την Α έως τη Γ Λυκείου ασχολούνται αποκλειστικά με την προετοιμασία τους για τη
«μεγάλη ημέρα», εμπιστευόμενοι αποκλειστικά τα Φροντιστήρια. Τα Επαγγελματικά
Λύκεια μοιράζουν απλόχερα «πτυχία ειδικότητας» και «απολυτήρια» σε μαθητές και
«μαθητές» που στην πλειοψηφία τους αδυνατούν να κάνουν τις τέσσερις πράξεις
χωρίς τη βοήθεια του κινητού τους. Με τις καταλήψεις, τις συνελεύσεις, τις
αργίες, τις καθυστερημένες τοποθετήσεις διδασκόντων, τις πολλές χαμένες ώρες
και τις πανελλαδικές εξετάσεις, η σχολική χρονιά έχει συρρικνωθεί
δραματικά. Και να θέλει κάποιος να
δουλέψει σοβαρά είναι αδύνατον. Η σχολική διαρροή συνεχώς αυξάνεται. Οι
οργανικά αναλφάβητοι πολλαπλασιάζονται.
Και όμως το 2011
ξοδεύτηκαν 14.7 δις Ευρώ για εκπαιδευτικές ανάγκες εκ των οποίων τα 5.2 δις
από τις τσέπες των πολιτών. Μισό περίπου δις πήγε στα φροντιστήρια. Τελικά στην
Ελλάδα είναι αδύνατον να διδαχθείς στο δημόσιο σχολείο Μαθηματικά, Φυσική,
Ελληνικά, μια ξένη γλώσσα, ένα μουσικό όργανο, ή τα βασικά μιας τέχνης, ακόμα
και να γυμναστείς, χωρίς να πληρώσεις
άμεσα. Σήμερα στη δημόσια εκπαίδευση υπηρετούν 151.386 μόνιμοι εκπαιδευτικοί,
68.666 στην Πρωτοβάθμια και 82.720 στη Δευτεροβάθμια. Τρομακτικός αριθμός, αναλογικά
ο μεγαλύτερος στην Ευρώπη. Αλλά εκπαίδευση δεν έχουμε.
Η ελληνική οικογένεια
δεινοπαθεί για να στείλει τα παιδιά της στα ΑΕΙ αλλά αυτά είναι συνήθως
κλειστά ή λειτουργούν πλημμελώς. Υπάρχουν σχολές που λόγω ελλείψεως προσωπικού είναι αδύνατον
να διαχειριστούν το δυσανάλογο αριθμό των φοιτητών τους. Πέντε διαταραγμένοι
μπορούν να βάλουν λουκέτο σε ένα Πολυτεχνείο. Το σύστημα των Εξετάσεων στέλνει
χιλιάδες μαθητές σε σχολές που δεν αποτελούν ούτε 5η επιλογή τους. Γράφονται
αλλά δεν παρακολουθούν, αφού δεν γουστάρουν. Για μια λάθος, απάντηση, για λίγα μόρια, χάνουν για
πάντα την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν το όνειρό της ζωής τους ή πρέπει να
ξενιτευτούν. Την ίδια στιγμή το παράλογο σύστημα επιτρέπει να εισέλθουν στα ΑΕΙ
μαθητές με επιδόσεις πολύ κάτω της βάσης του 10. Πως είναι δυνατόν να προχωρήσουν οι αναλφάβητοι στο
πανεπιστήμιο; Το αποτέλεσμα είναι, σε πολλές σχολές, ο μέσος χρόνος απόκτησης
πτυχίου να ξεπερνά τα 8 χρόνια.
Όλα αυτά τα απίθανα
και όμως Ελληνικά δεν φαίνεται να απασχολούν την Πολιτεία η οποία
εξαγγέλλει μεταρρυθμίσεις και αλλαγές που συνήθως είναι σχεδιασμένες στο πόδι. Που
πάντοτε λαμβάνουν υπόψη τους την απασχόληση του προσωπικού και όχι τα σύγχρονα
προγράμματα σπουδών που εφαρμόζει όλος ο προηγμένος κόσμος. Αλλά και όταν είναι
αξιόλογες, όπως ο Νόμος 4009/11 της Άννας Διαμαντοπούλου συναντούν τη
λυσσαλέα αντίδραση ομάδων συμφερόντων
και κομμάτων και ακυρώνονται στην πράξη. Τα Ελληνικά ΑΕΙ λειτουργούν
αποκλειστικά για τους εργαζόμενους σε αυτά και τους κομματικούς στρατούς τους.
Μέχρι χτες προετοίμαζαν κυρίως κρατικούς υπαλλήλους και πάροχους υπηρεσιών
κλειστών επαγγελμάτων. Σήμερα, μέσα την βαθιά και ολοκληρωτική κρίση δείχνουν να
τα έχουν χαμένα. Γιατί, αλήθεια, η Ελλάδα χρειάζεται 5 κρατικές αρχιτεκτονικές
σχολές;
Μια λύση θα ήταν η
στροφή στην τεχνική εκπαίδευση. Συρρίκνωση των κρατικών πανεπιστημίων,
μείωση του αριθμού των εισακτέων, και επανίδρυση της τεχνικής και επαγγελματικής
εκπαίδευσης. Αυτό θα ενίσχυε τη χρηματοδότηση των ΑΕΙ, και θα αναβάθμιζε το
διδακτικό προσωπικό τους. Αν μάλιστα έβρισκαν τρόπο να συνδεθούν με τα αναμορφωμένα
ερευνητικά κέντρα το αποτέλεσμα θα ήταν πολλαπλά θετικό. Παράλληλα, η στροφή
αυτή θα απαιτούσε νέα σύγχρονη σχεδίαση της δευτεροβάθμιας και
μεταδευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης, αξιολόγηση και επιλογή νέων
διδασκόντων, σύνδεση των προγραμμάτων με τις ανάγκες της αγοράς, χορηγίες, φίλτρα
επιλογής των μαθητών και αυστηρή αξιολόγησή
τους. Αν η Ελλάδα θέλει να αναπτυχθεί χρειάζεται πιστοποιημένο και
εξειδικευμένο τεχνικό προσωπικό, που δεν το έχει. Δεν θέλει «πτυχιούχους» αλλά
καλούς γνώστες του αντικειμένου τους. Και τα σημερινά ΕΠΑΛ και ΙΕΚ μόνο
τέτοιους δεν παράγουν.
Ωστόσο κανείς δεν μας
εγγυάται ότι οποιαδήποτε αλλαγή στα πανεπιστήμια, όσο ορθολογική και αν
είναι έχει ελπίδες να επιβιώσει μέσα στο κλίμα που προαναφέραμε. Και εδώ η λύση
είναι, ως συνήθως, το by pass.
Αναθεώρηση της διάταξης του άρθρου 16 του Συντάγματος και Ίδρυση μη κρατικών
Ελληνόγλωσσων ή Ξενόγλωσσων Πανεπιστημίων. Η μόνη πραγματική μεταρρύθμιση που
πρέπει και μπορεί να γίνει άμεσα με ένα άρθρο και ένα νόμο. Μπορούν να ιδρυθούν
από τα Ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια, ή
από αυτά του εξωτερικού ως παραρτήματα, από επιχειρηματικούς ομίλους, τράπεζες,
νοσοκομεία, επιμελητήρια, ιδρύματα, ευεργέτες, χορηγούς κλπ. Θα προσελκύσουν
Έλληνες και ξένους, κυρίως Άραβες και Βαλκάνιους φοιτητές. Θα καταστήσουν την
Ελλάδα πνευματικό και ερευνητικό σταυροδρόμι. Θα φέρουν ξένο χρήμα, θα
δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και θα παράγουν πλούτο. Με τη ζήτηση που υπάρχει στην Ελλάδα για
ανώτατη μόρφωση, τη μείωση των μισθών και του κόστους οικοπέδων και κατασκευών
τέτοιες επενδύσεις είναι οικονομικά εφικτές. Τα παραδείγματα της Αγγλίας, της Σκοτίας,
της Κύπρου, της Τουρκίας ή της Τσεχίας μας είναι γνωστά αφού χιλιάδες
ελληνόπουλα σπουδάζουν ήδη εκεί. Αν σήμερα ένας φοιτητής που σπουδάζει σε μια
ξένη πόλη χρειάζεται τουλάχιστον 10.000 Ευρώ το χρόνο για αμφίβολης ποιότητας
κρατικές υπηρεσίες δεν βλέπω γιατί να μη
διαθέσει το ποσό αυτό για σπουδές σε ένα μη κρατικό ίδρυμα υψηλού επιπέδου.
Τα σοβαρά μη κρατικά
πανεπιστήμια δεν είναι κερδοσκοπικοί επιχειρηματικοί οργανισμοί. Πουθενά
στον κόσμο δεν είναι. Είναι ιδρυματικού χαρακτήρα, μη κερδοσκοπικά, με τη
χυδαία έννοια του όρου και αξιοκρατικά. Συνεργάζονται με τα αντίστοιχα κρατικά,
τα ερευνητικά κέντρα, τις ιδιωτικές και δημόσιες εταιρίες, προάγουν την έρευνα,
την καινοτομία και τη γνώση. Θα απορροφήσουν χιλιάδες Έλληνες επιστήμονες με
σπουδές υψηλού επιπέδου και διδακτορικό. Θα βοηθήσουν και τα κρατικά ιδρύματα
να βελτιωθούν μέσω του ανταγωνισμού. Θα απαλλάξουν
τα κρατικά από χιλιάδες αιώνιους φοιτητές που λόγω έλλειψης οριζόντιας κινητικότητας
κόλλησαν και τα παράτησαν. Θα θεσμοθετήσουν υποτροφίες για οικονομικά αδύναμους αλλά
ικανότατους μαθητές, αμβλύνοντας τελικά τις ταξικές διαφορές. Έχουμε χρέος να
παρέχουμε στην Ελλάδα υψηλού επιπέδου μη κρατικές εκπαιδευτικές υπηρεσίες για
όσους το επιθυμούν, παράλληλα με τις κρατικές αντίστοιχου επιπέδου.
Τα μη κρατικά εκπαιδευτικά ιδρύματα θα βοηθήσουν
πολύ και τη Μέση Εκπαίδευση. Χιλιάδες παιδιά που ξέρουν ότι μέσω των
πανελλαδικών εξετάσεων είτε δεν θα σπουδάσουν αυτό που επιθυμούν, είτε θα
πρέπει να μεταναστεύσουν στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, θα απαλλαγούν από το
άγχος και θα απολαύσουν όπως πρέπει τα μαθητικά τους χρόνια. Το Λύκειο θα
αποκτήσει και πάλι τον παιδευτικό του χαρακτήρα. Θα προετοιμάζει τους μαθητές
του στις βασικές γνώσεις για να περάσουν ήρεμα στην επόμενη βαθμίδα και όχι για
να αντιμετωπίσουν τα καπρίτσια των ιεροεξεταστών του Υπουργείου Παιδείας. Η
Ελλάδα επιτέλους θα άρει μια από τις πολλές στρεβλώσεις τις, θα συγχρονίσει το
βηματισμό της με το σύγχρονο κόσμο. Τα
μη κρατικά ΑΕΙ θα καθορίσουν τα δικά τους κριτήρια επιλογής των μαθητών, με
βάση τις ειδικότητες που διαθέτουν και τα οποία προφανώς θα λαμβάνουν υπόψη
τους, όχι τη γνώση στείρων τεχνικών επίλυσης εξωπραγματικών προβλημάτων, αλλά
τη γενικότερη συγκρότηση του ατόμου, τα ταλέντα και τις δεξιότητές του. Είναι
αυτονόητο ότι τα ιδρύματα αυτά θα υπόκεινται στους διεθνείς κανόνες
αξιολόγησης.
Η ανώτατη εκπαίδευση
χρειάζεται φρέσκο αέρα και η λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων μπορεί να
της τον δώσει. Γιατί θα καταδείξει στην πράξη την παθογόνα δράση των συντεχνιών
και θα αναγκάσει την Πολιτεία να προβεί σε συνολικές δραστικές αλλαγές. Γιατί
θα αποτελεί αλλαγή παραδείγματος. Τότε
θα φαντάζει τελείως ανάρμοστο οι δημόσιες σχολές να παραμένουν κλειστές Νοέμβρη
μήνα. Η κατάληψη θα είναι αδιανόητη και όχι μια φυσιολογική πράξη. Το ελληνικό
κρατικό πανεπιστήμιο αναγκαστικά θα συρρικνωθεί όπως του πρέπει. Και αν δεν
προσαρμοστεί στη σύγχρονη εποχή δεν θα επιβιώσει. Είναι καιρός να τολμήσουμε
μια πραγματική αλλαγή στην ανώτατη εκπαίδευση. Η κοινωνία μας δεν είναι απλά
ώριμη. Το απαιτεί.