του Μιχάλη Ζουμπουλάκη από τα ΝΕΑ (4/08/2011)
Στην πολιτική ιστορία κάθε χώρας έρχονται κρίσιμες περίοδοι μεγάλων αλλαγών. Για όσους είναι μαθημένοι στον δυτικό τρόπο σκέψης, όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά τον Διαφωτισμό, της γραμμικής εξέλιξης των πραγμάτων, το εκκρεμές της πολιτικής ιστορίας κινείται μεταξύ προόδου και συντήρησης. Συνηθίζουμε να θεωρούμε προοδευτική όποια μεταβολή συμβάλλει στην αλλαγή των πραγμάτων και συντηρητική κάθε προσπάθεια αποτροπής της αλλαγής αυτής. Το Ετυμολογικό Λεξικό του Μπαμπινιώτη ορίζει ως πρόοδο το «βάδισμα εμπρός (αλλά επί της οδού)». Η ετυμολογία έχει εδώ μεγάλη πολιτική σημασία όπως θα δείτε. Το θέμα μας είναι η μεταρρύθμιση στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση. Οι αλλαγές που επιχειρούνται σήμερα, δεν είναι μόνον εξαιρετικά κρίσιμες αλλά κατά τη γνώμη μου αποτελούν ένα πείραμα που δοκιμάζει την αντοχή του καθιερωμένου διαχωρισμού μεταξύ προόδου και συντήρησης. Για πρώτη φορά μετά το 1982, προτείνεται η καθολική αλλαγή του τρόπου λειτουργίας των πανεπιστημίων: νέος τρόπος διοίκησης, νέος τρόπος χρηματοδότησης και αναδιοργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Μπορεί τα τελευταία δύο ζητήματα να είναι εξίσου σημαντικά ωστόσο καθορίζονται δραστικά από το μοντέλο διοίκησης. Η χρηματοδότηση και η εκπαιδευτική διαδικασία απορρέουν άμεσα από τον τρόπο διοίκησης των πανεπιστημίων. Σήμερα τη διοίκηση ασκούν πρυτάνεις και σύγκλητοι που εκλέγονται από τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, καθηγητές, φοιτητές και διοικητικούς υπαλλήλους. Στα μεγάλα και ιστορικά πανεπιστήμια της χώρας, η εφαρμογή αυτού του συστήματος ύστερα από 29 χρόνια έδειξε ότι αυτές οι εκλογικές διαδικασίες πόρρω απέχουν από το να είναι δημοκρατικές και κυρίως αποτελεσματικές: οι πρυτάνεις δεν εκπροσωπούν πάντα ούτε τους περισσότερους ούτε και τους καλύτερους, και οι σύγκλητοι δεν ασκούν παρά τυπικά τον έλεγχο των πράξεων του πρύτανη. Δεν είναι σπάνιες οι φορές που οι σύγκλητοι δεν μπορούν να συζητήσουν θέματα της ημερήσιας διάταξης επειδή μια μειοψηφία φοιτητών επιβάλλει διά της βίας ή διά των απειλών την αντίθεσή της. Αυτό πρέπει να αλλάξει.
Τι θα έπρεπε να κάνουν οι λεγόμενες «προοδευτικές» δυνάμεις της χώρας; Να εγκαλέσουν την κυβέρνηση για τις υπάρχουσες αγκυλώσεις και τα προβλήματα και να σηματοδοτήσουν τη δική τους κατεύθυνση αλλαγών, ανάλογα με το πολιτικό τους στίγμα. Αντίθετη θα έπρεπε να είναι η στάση των δυνάμεων της συντήρησης αλλά και όσων έχουν λόγους να επιθυμούν τη διατήρηση του status quo. Με δυο λόγια, ένας «ξένος» πολιτικός παρατηρητής, διαβάζοντας το νομοσχέδιο θα περίμενε η Δεξιά να λέει όχι, μαζί με τους πρυτάνεις και τα σωματεία των εργαζομένων, ενώ αντίθετα η Αριστερά με τους φοιτητές της και κάποιους προοδευτικούς καθηγητές - κυρίως των μικρότερων βαθμίδων και των συμβασιούχων - θα ήταν αναμενόμενο να στηρίζει τις αλλαγές ή ενδεχομένως και να κρίνει ότι οι συγκεκριμένες προτάσεις είναι κατώτερες του αναμενόμενου.
Ωστόσο, οι αντιδράσεις στις προτάσεις της μεταρρύθμισης είναι εν γένει αρνητικές. Η τεράστια πλειοψηφία του συνόλου της ακαδημαϊκής κοινότητας απέρριψε εξαρχής την ιδέα της μεταρρύθμισης με το ηχηρό «δεν αποτελούν βάση διαλόγου για συζήτηση». Σε αυτήν την οξύμωρη αντίδραση θέλω να εστιάσω: τι κοινό έχουν πρυτάνεις και αριστεροί φοιτητές και λένε από κοινού «όχι» σε κάθε αλλαγή; Αυτοί δεν ήταν οι φοιτητές που αντέδρασαν βίαια στον «νόμο Γιαννάκου» που ανέδειξε τους εν λόγω πρυτάνεις; Σε ποια κοινή βάση συμφωνούν καθηγητές Νομικής με αντιεξουσιαστές που αρνούνται κάθε θεσμοθετημένη εξουσία; Με ποια λογική κόμματα της Αριστεράς - κατά τεκμήριο δηλαδή προοδευτικά - στηρίζουν το υπάρχον φαύλο καθεστώς συναλλαγών μεταξύ καθηγητών και των φοιτητικών παρατάξεων που χρόνια τώρα στελεχώνουν τις κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης! Εχουμε κυριολεκτικά «χάσει τον Βορρά», όπως λένε στη χώρα του Αστερίξ!
Ας έρθουμε όμως στην ουσία: θεραπεύει το παρόν νομοσχέδιο τις στρεβλώσεις του υπάρχοντος συστήματος διοίκησης; Είναι το προτεινόμενο νέο μοντέλο διοίκησης καλύτερο από το προηγούμενο; Δυστυχώς ο νέος θεσμός του Συμβουλίου Ιδρύματος, όπως προτείνεται, είναι ολιγαρχικός και αδιαφανής γιατί προάγει τις εξωθεσμικές συναλλαγές. Προτείνει το σχέδιο νόμου ένα δεκαπενταμελές Συμβούλιο με «7 καθηγητές εκλεγμένους από τους καθηγητές του ιδρύματος, [...] 7 εξωτερικά μέλη που επιλέγονται [...] από τους εκλεγμένους καθηγητές του Συμβουλίου και ένα φοιτητή εκλεγμένο από τους φοιτητές». Αυτός ο τρόπος επιλογής έχει ολιγαρχικά και αδιαφανή στοιχεία που παραβιάζουν το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ γιατί:
1. Αν οι υποψήφιοι καθηγητές εκλέγονται από ενιαία λίστα υποψηφίων, αρκεί μια ισχυρή ομάδα με ενιαία συμφέροντα και αντιλήψεις να εκλέξει τέσσερα μόνον μέλη στο Συμβούλιο. Αυτοί οι 4 «εκλεκτοί» θα επιβάλλουν στον β' γύρο άλλα 4 εξωτερικά μέλη της αρεσκείας τους. Εχοντας την πλειοψηφία στο Συμβούλιο, θα επιλέξουν έτσι όχι μόνο τον πρύτανη της προτίμησής τους αλλά και τους κοσμήτορες των σχολών που θα διοικούν τις εκπαιδευτικές μονάδες του ιδρύματος δίνοντας λόγο μόνο στο Συμβούλιο.
2. Εκτός από ολιγαρχικός, αυτός ο τρόπος επιλογής, είναι και αδιαφανής γιατί ουδείς θα γνωρίζει γιατί οι εσωτερικοί επέλεξαν τους εξωτερικούς, με ποια κριτήρια, με ποιες δεσμεύσεις, ποιες υποσχέσεις κ.ο.κ. Το έμπειρον, ικανόν και ανιδιοτελές του κάθε εξωτερικού μέλους του Συμβουλίου, θα το μάθουμε κατόπιν. Και όλοι οι υπόλοιποι της ακαδημαϊκής κοινότητας θα υπομένουμε τουλάχιστον 4 χρόνια να εκφράσουμε την κρίση μας προς τους καθηγητές, που εξουσιοδοτήθηκαν εν λευκώ να επιλέξουν τους εξωτερικούς και τον πρύτανη.
3. Μείζον πρόβλημα είναι οι αρμοδιότητες αυτού του Συμβουλίου, το οποίο θα λαμβάνει όλες τις αποφάσεις χωρίς κανέναν ουσιαστικό έλεγχο: καθορίζει στρατηγικές του ιδρύματος, καταρτίζει οργανισμούς και εσωτερικούς κανονισμούς εσωτερικής λειτουργίας, εγκρίνει προϋπολογισμούς και απολογισμούς, «οργανώνει την ασφάλεια / προστασία των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας (;) και της περιουσίας του ιδρύματος», σύνολο 14 αρμοδιότητες που μέχρι σήμερα είχε η σύγκλητος ή το πρυτανικό συμβούλιο.
4. Τέλος, και λόγω των αδιαφανών δεσμών της «ομάδας των 4» με τα 4 εξωτερικά μέλη καθώς και της πιθανής συνύπαρξης δύο εξωτερικών κεφαλών του ιδρύματος, σε περίπτωση που και ο επιλεγείς πρύτανης τυγχάνει να είναι επίσης ξένος προς αυτό, παραβιάζεται και το αυτοδιοίκητο που επικαλείται το νομοσχέδιο στο άρθρο 1, αφού το ίδρυμα θα ετεροδιοικείται.
Τι πρέπει να γίνει; Ασφαλώς χρειάζεται μεγαλύτερη διοικητική αποτελεσματικότητα ταυτόχρονα με την υποχρέωση της κοινωνικής λογοδοσίας σε ανεξάρτητα όργανα ελέγχου. Αυτό δεν μπορεί όμως να γίνει αφαιρώντας το δικαίωμα από τους ακαδημαϊκούς να επιλέγουν δημοκρατικά τον πρύτανη και τους κοσμήτορες. Η αλλαγή του τρόπου διοίκησης, αν πραγματικά θέλει να ενισχύσει τη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα και την κοινωνική λογοδοσία είτε πρέπει να οδηγεί σε έναν εσωτερικά εκλεγμένο πρύτανη και κοσμήτορες που θα ελέγχονται και θα εποπτεύονται από ένα μεικτό συμβούλιο είτε σε μια ισχυρή και μικρότερη σύγκλητο με πλήρεις αρμοδιότητες που θα αντισταθμίζει την εξουσία του Συμβουλίου και τις επιλογές του. Η μετάθεση όλης της εξουσίας σε ένα πανίσχυρο και ανεξέλεγκτο συμβούλιο δεν αποτελεί πρόοδο σε σχέση με το υφιστάμενο προβληματικά αυτοδιοικούμενο πανεπιστήμιο.
Επικαλούμαι το Ετυμολογικό Λεξικό: πρόοδος είναι το «βάδισμα εμπρός (αλλά επί της οδού)». Και το παρόν νομοσχέδιο μάς εκτρέπει σε άλλη οδό, αυτήν της σταδιακής «απωλείας» του δημόσιου χαρακτήρα του πανεπιστημίου, αν αυτή είναι η θέληση του Συμβουλίου. Από την άλλη όμως, η πολιτική στάση της συνεχούς άρνησης κάθε προτεινόμενης αλλαγής είναι εντέλει βαθύτατα συντηρητική, παρά την προοδευτική ρητορική της.
Ο καθηγητής Μιχαήλ Ζουμπουλάκης
είναι αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου