του Λεωνίδα Καστανά
Κάθε υπουργός
Παιδείας που σέβεται τον εαυτό του αλλάζει το εξεταστικό σύστημα εισαγωγής
στα ΑΕΙ. Με στόχο δήθεν να το κάνει πιο δίκαιο και πιο ορθολογικό. Μετά από κάθε
μεταβολή η δευτεροβάθμια εκπαίδευση φθίνει με γρηγορότερους ρυθμούς και
οδηγείται στην πλήρη απαξίωση. Τελικά, το μόνο που κάνουν αυτές οι αλλαγές
είναι να αναδιανέμουν την φροντιστηριακή πίτα μεταξύ των διαφόρων ειδικοτήτων.
Όταν περάσαμε από το σύστημα των Δεσμών στο σύστημα των Κατευθύνσεων χαμένοι βγήκαν
οι Χημικοί αφού η τεχνολογική κατεύθυνση που οδηγούσε στα Πολυτεχνεία και τη
ΦΜΣ δεν περιελάμβανε Χημεία και κερδισμένοι οι Φυσικοί αφού οι υποψήφιοι για
τις Οικονομικές σχολές έπρεπε να εξετάζονται και στη Φυσική Κατεύθυνσης. Με τις
αλλαγές του κ. Αρβανιτόπουλου, που συμπλήρωσε ο κ. Μπαλτάς, οι Χημικοί
ανέκτησαν ένα μέρος της χαμένης πίτας και μαζί τους κάτι κέρδισαν και οι Βιολόγοι.
Οι Πληροφορικάριοι αμύνθηκαν σθεναρά με μικρές απώλειες.
Επί του τύπου, το νέο
σύστημα δίνει λιγότερες ευκαιρίες στους μαθητές από το σημερινό. Για
παράδειγμα, απαγορεύει στον υποψήφιο των σχολών Πληροφορικής να διεκδικήσει μια
θέση στο Μαθηματικό ή το Φυσικό. Βάζει στην ίδια ομάδα τις σχολές Πληροφορικής
με αυτές της Οικονομίας, ενώ είναι προφανές ότι επιστημονικά δεν έχουν καμία
σχέση. Θα μπορούσαν να κρατήσουν το υπάρχον σύστημα με κάποιες βελτιώσεις.
Κατάργηση της αθλιότητας του ΑΟΔΕ, επαναφορά της Χημείας στην Τεχνολογική
Κατεύθυνση αλλά και Κοινωνιολογία αντί Φυσικής για τους υποψήφιους των
Οικονομικών σχολών. Δηλαδή επαναφορά των Δεσμών.
Η επιλογή των
φοιτητών μας είναι μια σοβαρότατη διαδικασία αλλά συνδέεται άμεσα με το
είδος και την ποιότητα των σπουδών στο Γυμνάσιο και το Λύκειο. Το ερώτημα είναι
αν τα παιδιά μας περνάνε ευχάριστα, ωφέλιμα και δημιουργικά τα 6 χρόνια της
εφηβείας τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αν κάνουν κτήμα τους σημαντικές
αξίες όπως η δημοκρατία, η ισονομία, η ανεκτικότητα στο διαφορετικό, η
αλληλεγγύη, αν μαθαίνουν να σκέφτονται και να ερευνούν, αν αποκτούν κουλτούρα, γνώσεις,
δεξιότητες. Κυρίως, αν έχουν την ευκαιρία να ανακαλύψουν τα ταλέντα τους, να
αποκτήσουν ψυχική ισορροπία και να βρουν τον προσανατολισμό τους μέσα στο
δύσβατο σύγχρονο κόσμο. Το ελληνικό σχολείο, παρ’ όλες τις διακηρύξεις, κάνει
πολύ λίγα γι αυτά. Τα παιδιά στο σχολείο, δια νόμου, δεν πράττουν, δεν
κατασκευάζουν, δεν ερευνούν, δεν προτείνουν, δεν δοκιμάζουν, δεν καλλιτεχνούν.
Μονάχα ακούνε, αν ακούνε πια τίποτα. Ακόμα και η πρόσφατη εισαγωγή των project εκφυλίστηκε
πολύ γρήγορα και κατέληξε, όπως ήταν φυσικό, σε ένα τρόπο συμπλήρωσης ωραρίου
των εκπαιδευτικών. Το δασκαλοκεντρικό σύστημα διδασκαλίας απλά παραθέτει
γνώσεις σε τεράστια έκταση και βάθος, χωρίς καμιά πειραματική εφαρμογή,
ιστορική αναφορά ή σύνδεση με την πραγματικότητα. Τα παιδιά καλούνται να
γνωρίσουν έναν εικονικό αλλά και ανούσιο γι αυτά κόσμο, πολύ λιγότερο
ενδιαφέρον από τον κόσμο των video games.
Με τρόπο απόλυτο, βαρετό, θετικιστικό. Το
μόνο κίνητρο για να τον προσεγγίσουν,
έστω επιδερμικά, είναι η απόκτηση του απολυτηρίου του Λυκείου που οδηγεί στο
δικαίωμα συμμετοχής στις πανελλαδικές εξετάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ. Αν
καταργηθούν δεν θα ξαναδιαβάσει ποτέ και κανείς τίποτα από αυτά που διδάσκονται.
Από την Α έως την Γ
Λυκείου οι μαθητές θεωρούνται «υποψήφιοι». Πείθονται ότι για να πετύχουν
στη ζωή πρέπει να κάνουν κτήμα τους τις «γνώσεις» που περιλαμβάνει το κάθε
«μάθημα», μόνο από αυτά που κάθε φορά απαιτούνται για την εισαγωγή στη σχολή
των «ονείρων» τους. Μια σχολή που επιλέγουν με αμφίβολα κριτήρια (οικογένεια,
διαφήμιση, μόδες, τύχη) και για την οποία δεν ξέρουν σχεδόν τίποτα. Δεν
γνωρίζουν το περιεχόμενο, τις απαιτήσεις, τις προοπτικές αλλά ούτε και τις
δικές τους ικανότητες, καθοριστικό για την ολοκλήρωση των σπουδών τους. Οι
180.000 «αιώνιοι φοιτητές» δείχνουν του
λόγου το αληθές. Έτσι, καλοί στην πλειοψηφία τους μαθητές που γράφουν γύρω στο 17 μπαίνουν στο 4ετούς
φοίτησης Φυσικό της Αθήνας που έχει μέσο
χρόνο απόκτησης πτυχίου τα 7,6 έτη, αφού η Φυσική είναι μια πολύ δύσκολη
επιστήμη, το συγκεκριμένο τμήμα έχει μεγάλες απαιτήσεις, αλλά δεν οδηγεί σε
προσοδοφόρο επάγγελμα. Αντιθέτως, οι φοιτητές της Ιατρικής που έχουν «εθισθεί»
στο διάβασμα για να γράψουν 19 στις εισαγωγικές και έχουν ισχυρό επαγγελματικό
κίνητρο, τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα, αφού η 6ετής πολύ «σκληρή» Ιατρική της
Αθήνας έχει μέσο χρόνο απόκτησης πτυχίου μόνο τα 6,7 χρόνια.
Το όνειρο της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και μάλιστα των ειδικοτήτων που οδηγούν σε πολύ
καλά αμειβόμενα επαγγέλματα δεν αποτελεί μια ιδιαιτερότητα της φυλής. Είναι
αποτέλεσμα του παραγωγικού μοντέλου. Σε μια χώρα που όλη η Οικονομία
περιστρέφεται γύρω από το πελατειακό κράτος και τον τριτογενή τομέα, είναι
φυσικό οι νέοι και οι νέες να αναζητούν ένα πτυχίο ΑΕΙ για να βρουν θέση, είτε
στο Δημόσιο, είτε σε μια καλά προστατευμένη συντεχνία. Σε μια χώρα που υστερεί
δραματικά σε παραγωγή και εξαγωγές είναι φυσιολογικό η τεχνική εκπαίδευση να
είναι τελείως αναξιόπιστη και απαξιωμένη. Η Ελλάδα παράγει μαζικά «επιστήμονες»
ενώ έχει ανάγκη επαγγελματίες με δεξιότητες και μεσαία προσόντα για να σύρουν
το κάρο της παραγωγικής ανάταξης και
ανάπτυξης. Η πρόσφατη χρεοκοπία και η εκτεταμένη ανεργία οδηγούν στη
μετανάστευση του επιστημονικού δυναμικού για την εκπαίδευση του οποίου οι
πολίτες της πληρώνουν αδρά. Το γεγονός ότι το κράτος και το πολιτικό σύστημα
εμποδίζουν συστηματικά τις επενδύσεις στην παραγωγή εμπορεύσιμων προϊόντων
συντηρεί την εκπαιδευτική στρέβλωση και αυτή καθιστά αδύνατη την ανάπτυξη των
παραγωγικών δυνάμεων. Ο ορισμός του φαύλου κύκλου. Η κακή εκπαίδευση είναι άμεσο
αποτέλεσμα των πολιτικών μας επιλογών.
Η δευτεροβάθμια
εκπαιδευτική βαθμίδα δεν μπορεί να ικανοποιήσει το όνειρο που η ίδια η δομή
της κοινωνίας εγκιβωτίζει στα μυαλά και στις ψυχές των παιδιών μας. Αντιθέτως
λειτουργεί σαν μια καλοστημένη παγίδα. Με χρόνο διδασκαλίας 160-180 ημέρες το χρόνο αδυνατεί να τους
διδάξει επαρκώς τα μύρια όσα ορίζουν τα αναλυτικά προγράμματα. Με διδάσκοντες
επιλεγμένους κυρίως μέσω επετηρίδας, χωρίς ουσιαστική επιμόρφωση, χωρίς
ικανοποιητικούς μισθούς και κυρίως χωρίς κανένα έλεγχο και αξιολόγηση, το Λύκειο
αδυνατεί να επιτελέσει στοιχειωδώς το ρόλο του. Επειδή έχει συνείδηση της
ανεπάρκειάς του κατήργησε και την εσωτερική αξιολόγηση των μαθητών του. Κανείς
και καμιά δεν μένουν στην ίδια τάξη, ελάχιστοι μένουν μετεξεταστέοι, οι βαθμοί
μπαίνουν με «κοινωνικά κριτήρια», για να είναι τα παιδιά του λαού
ικανοποιημένα. Στα πλαίσια αυτά καταργήθηκε και η Τράπεζα Θεμάτων αλλά και η
συμμετοχή του Λυκείου στο βαθμό πρόσβασης στα ΑΕΙ που έκαναν τις εξετάσεις πιο
απαιτητικές και έδιναν ένα κάποιο περιεχόμενο στις σπουδές. Το Λύκειο κρατάει
για τον εαυτό του το ρόλο του σχολείου -
τράνζιτ, όπου οι μαθητές περνούν και
φεύγουν χωρίς καμιά αξιολόγηση. Τα μόνα
που δεν συζητιούνται μέσα στο σχολείο είναι η ποιότητα της διδασκαλίας και το
εκπαιδευτικό αποτέλεσμα.
Σ’ ένα τέτοιο
περιβάλλον, ο μαθητής βιώνει και δικαίως, ότι οι 7 ώρες που περνάει κάθε
μέρα μέσα στην τάξη είναι ώρες χαμένες από τη ζωή του. Το κλίμα είναι αφόρητα
βαρετό αφού δεν συμμετέχει οργανικά στην εκπαιδευτική διαδικασία. Συνήθως,
βαριεστημένοι δάσκαλοι τον βομβαρδίζουν συνοπτικά με τσιτάτα, τύπους, τεχνικές,
ή και ανέκδοτα. Ωφέλιμο αποτέλεσμα δεν υπάρχει. Στο Λύκειο δεν μπορεί να
λειτουργήσει ούτε το δίπολο εξουσιαστή -
εξουσιαζόμενου, αφού απουσιάζουν οι σχέσεις. Το σχολείο μετατρέπεται σε πραγματικό βασανιστήριο χωρίς βασανιστές από
το οποίο όλοι, δάσκαλοι και μαθητές, θέλουν να την κοπανήσουν. Γι αυτό και όλοι
ψάχνουν την αφορμή για να μην γίνει μάθημα. H κατάληψη δεν είναι πράξη πολιτικής
διαμαρτυρίας. Είναι ευκαιρία για φθινοπωρινές διακοπές, κοπάνα χωρίς απουσία
υπό την αιγίδα του κράτους. Είναι όμως το αποτέλεσμα των πολιτικών που
ασκήθηκαν στο χώρο της Παιδείας.
Το φροντιστήριο,
δηλαδή η παράλληλη διδασκαλία, αποτελεί μονόδρομο για την όποια επιτυχία.
Εκεί ο χρόνος επαρκεί, ο δάσκαλος είναι επαγγελματίας και αξιολογημένος εκ του
αποτελέσματος, το μάθημα γίνεται πάντοτε, έστω και δασκαλοκεντρικά, αλλά
αποκλειστικά με στόχο την επιτυχία. Και τα καταφέρνει. Ούτε εκεί μαθαίνουν σε
βάθος τα αντικείμενα, αλλά τουλάχιστον μαθαίνουν να διαχειρίζονται όλα αυτά που
θα τους ζητηθούν ώστε να αντεπεξέλθουν στις εξετάσεις. Αυτός ο ανώφελος και
χρονοβόρος δυϊσμός, μαζί με όλες τις δυσκολίες της εφηβείας, τις προσδοκίες και
τις αγωνίες επιδρούν αρνητικά στον ψυχισμό τους. Γι αυτό και τελικά λίγοι μαθαίνουν συνήθως λίγα
και εν πολλοίς άχρηστα πράγματα για το μέλλον. Με το που τελειώνουν οι
εξετάσεις τα περισσότερα παιδιά κάνουν delete στις «γνώσεις» του Λυκείου. Στη
σχολή που μπαίνουν αρχίζουν σχεδόν από την αρχή. Έχουν απλά κρατήσει μέσα τους
τα στοιχειώδη. Γι αυτό έχει τεράστια σημασία να τα έχουν μάθει σωστά. Η δουλειά
στο Γυμνάσιο και την Α Λυκείου είναι καθοριστική. Αλλά στις τάξεις αυτές το
ελληνικό δημόσιο σχολείο είναι τελείως ανεπαρκές. Γιατί και εκεί θέλει να τους
τα μάθει όλα σε παράλογο βάθος και έκταση με ανεκπαίδευτους για τις τάξεις
αυτές δασκάλους με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να μη μαθαίνουν ούτε ανάγνωση,
ούτε γραφή, ούτε τις 4 πράξεις. Οι τραγικές επιδόσεις στο σύστημα PISA το
μαρτυρούν. Γι αυτό και οι κρατούντες το απαξιώνουν συστηματικά.
Ένα τέτοιο Λύκειο δεν
μπορεί να αποτελέσει αυτόνομη εκπαιδευτική βαθμίδα, γιατί απλά δεν είναι
καν εκπαιδευτική βαθμίδα, στην ουσία «δεν υπάρχει», που λένε και τα παιδιά. Δεν
έχει σώμα, δεν έχει ιδεολογία, δεν έχει αποστολή, δεν έχει τρόπο. Δεν έχει
μέτρηση. Δίνει μόνο αναξιόπιστα απολυτήρια, από Λίαν Καλώς και πάνω. Δεν
εκπαιδεύει, δεν θεραπεύει, δεν κοινωνικοποιεί, τελικά δεν αγαπά. Γι’ αυτό και
είναι ευάλωτο στον τραμπουκισμό, τον ολοκληρωτισμό, τον οπαδισμό και τις
ψυχότροπες ουσίες. Σε πράγματα για τα οποία, συνήθως, αποφεύγουμε να μιλάμε.
Είναι κλειστό στους μαθητές και ανοικτό μόνο στους δασκάλους αφού μέσω αυτού βγάζουν έναν συνήθως χαλαρό και γλίσχρο επιούσιο, δίνοντας λόγο μόνο στη
συνείδησή τους. Ένα σχολείο-τράνζιτ.
Άρα, η όποια αλλαγή στο εξεταστικό είναι άνευ περιεχομένου, αφού δεν προσβάλει
τον πυρήνα της ιδεολογίας της εκπαίδευσης. Με κάθε σύστημα θα επιλέγονται όσοι και όσες
έχουν αποστηθίσει, σε ανάλογο βαθμό, ανούσιες τεχνικές και πληροφορίες και θα κατανέμονται
σε σχολές αμφιβόλου ποιότητας, με αβέβαιο μέλλον.
Τα αποτελέσματα
δείχνουν ότι έτσι ή αλλιώς τα παιδιά μας κάνουν τελικά αυτό που μπορούν με
βάση την ταξική τους καταγωγή, το οικογενειακό τους περιβάλλον, τις φυσικές
τους ικανότητες και το βαθμό προσήλωσης στο στόχο τους. Ο γιος και η κόρη των
εύπορων γονέων θα κάνει καλύτερα και ακριβότερα ιδιαίτερα, θα πάει ενδεχομένως
σε ένα αξιοπρεπές ιδιωτικό σχολείο και θα αυξήσει τις πιθανότητες να μπει στην
Ιατρική, τη Νομική ή το Πολυτεχνείο. Γι αυτές τις σχολές γίνονται οι εξετάσεις. Τα θέματα στα
Μαθηματικά και τη Φυσική, στα πιο δύσκολα δηλαδή μαθήματα, φροντίζουν να
δικαιώσουν ακριβώς αυτούς. Δηλαδή, τους καλύτερα φροντιστηριακά εκπαιδευμένους.
Κάποιοι από τους «επιτυχόντες» θα είναι και οι εξυπνότεροι ή οι ικανότεροι,
ώστε να στελεχώσουν τις ελίτ του μέλλοντος. Γι αυτό εξάλλου και η νέα διακυβέρνηση φρόντισε να χαλάσει τα
δημόσια Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία. Ίσως για να μην αλλοιωθούν οι ταξικές
ανισότητες.
ΥΓ. Μια πρόταση ενός άλλου Λυκείου σε ένα επόμενο άρθρο.