Το παρόν άρθρο αποτελεί μία συμβολή στις θέσεις, που οφείλει άμεσα να διατυπώσει ο προοδευτικός χώρος για την επαναφορά της χώρας σε μεταρρυθμιστική πορεία στον ευαίσθητο τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Όπως έχει αποδειχθεί ελάχιστοι είναι εκείνοι που είχαν την τόλμη να θέσουν το δάκτυλο επί των τύπων των ήλων. Τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν στις τάξεις τους εξαιρετικούς ερευνητές, που προσελκύουν χρηματοδότηση των ερευνητικών τους προτάσεων και φέρνουν την Ελλάδα στην 12η θέση παγκοσμίως, όσον αφορά στην αναγνώριση της ποιότητας των ερευνητικών δημοσιεύσεών τους. Όμως η υποχρηματοδότηση, σε συνδυασμό με την μεγάλη διασπορά των ιδρυμάτων, οι χαμηλοί μισθοί, η εμπλοκή των κομματικών μηχανισμών και η αναβλητικότητα εφαρμογής των νόμων, όταν αυτοί δεν αρέσουν στις συντεχνίες, έχουν φέρει τα ιδρύματα στα όρια λειτουργίας τους. Εύχομαι την τόλμη, που επέδειξε η υπουργός παιδείας από τον Οκτώβριο 2009 έως τον Φεβρουάριο 2012, να την ακολουθήσει κάποιος επόμενος, γιατί όχι ο σημερινός, παρά τις πρώτες παραφωνίες του.
Ιωακειμ Γρυσπολάκης από την Athens Voice
Όταν το 2008 άρχισε η συζήτηση σε έναν κλειστό κύκλο καθηγητών πανεπιστημίου με πρωτοβουλία της Άννας Διαμαντοπούλου, τα δύο κύρια θέματα που εθίχθησαν ήσαν (1) η αλλαγή και ο εκσυγχρονισμός του νομικού πλαισίου που διέπει την λειτουργία των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και (2) η αλλαγή του χωροταξικού χάρτη της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Τονίσθηκε ότι μία από τις αιτίες της υποβάθμισης των ΑΕΙ είναι η χαλαρότητα και ο πελατειακός τρόπος, με τον οποίο η Πολιτεία αντιμετώπισε το θέμα της Εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες τα κρίσιμα χρόνια, που υπήρχαν πόροι από την ΕΕ για ανάπτυξη. Στο παρόν άρθρο θα παραθέσω μερικά από τα επόμενα αλλά άμεσα βήματα, που κατά την γνώμη μου πρέπει να γίνουν από την παρούσα κυβέρνηση και τύχουν της υποστήριξης της αντιπολίτευσης.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Deutsche Welle, ο Πρόεδρος της Γερμανικής Βουλής Νόρμπερτ Λάμπερτ έδωσε τη δική του εκδοχή για την μεγάλη ανεργία στην Ελλάδα και στάθηκε ιδιαίτερα στην νεανική. Τόνισε ότι, κατά την εκτίμηση των ειδικών, η νεανική ανεργία οφείλεται σε δύο λόγους: (α) στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας και (β) στις στρεβλώσεις, που χαρακτηρίζουν το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας. Ο πρώτος λόγος αποτελεί πεδίο αρμοδιότητας άλλων. Ανατρέχοντας στα στοιχεία της Eurostat για το Δεκέμβριο 2013, διαπιστώνουμε ότι η ΕΕ των 28 έχει ανεργία 10,7%, ενώ στις νέες ηλικίες (ηλικίες 15-24) αυτή ανέρχεται σε 23,2%. Την ίδια στιγμή η Γερμανία έχει αντίστοιχα 5,1% (7,4%), η Ισπανία 25,8% (54,3%) και η Ελλάδα 27,8% (59,2%). Σύμφωνα με τον Ν. Λάμπερτ, «έχουμε παραδοσιακά μεγάλα ποσοστά νεανικής ανεργίας στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου σε σχέση, για παράδειγμα, με τη Γερμανία, όπου επίσης παραδοσιακά πριν και μετά την ευρωπαϊκή κρίση το ποσοστό της νεανικής ανεργίας είναι συγκριτικά μικρότερο από το μέσο όρο των εθνικών οικονομιών. Άρα οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Στο πολύ διαφορετικό σύστημα εκπαίδευσης και στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας με συνέπειες στην αγορά εργασίας. Γι' αυτό, όσο δύσκολη και να είναι η διαδικασία προσαρμογής, το ελληνικό κοινοβούλιο γνωρίζει πολύ καλά γιατί ενέκρινε αυτά τα προγράμματα (μεταρρύθμισης). Διότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος που να οδηγεί στην αναγκαία ενίσχυση και βελτίωση της απόδοσης της οικονομίας, ώστε να εξασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητά της». Με το θέμα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας ασχολούνται οι ειδικοί. Όσον αφορά όμως στο σύστημα εκπαίδευσης, εδώ υπάρχουν έντονες παραλήψεις και ατολμία εκ μέρους της κυβέρνησης. Οι μεταρρυθμίσεις, που θεσμοθετήθηκαν το 2011 υλοποιήθηκαν σε ένα μικρό μόνο μέρος τους, ενώ υπήρξε άτακτη οπισθοχώρηση σε κάποιους τομείς. Το τελευταίο θα προσπαθήσω να αναλύσω εν συντομία.
Πολλά εκ των περιφερειακών πανεπιστημίων και ΤΕΙ απετέλεσαν μέσον ικανοποίησης πελατειακών αιτημάτων, συντεχνιακών συμφερόντων, αλλά και άσκησης κρατικής κοινωνικής πολιτικής. Θα πρέπει να δεχθούμε ότι οι επιφανειακά ιδωμένες ως θετικές πλευρές του εγχειρήματος απετέλεσαν την βάση για την στρεβλή ανάπτυξη των τοπικών οικονομιών, αφού οι οικονομικές δραστηριότητές τους περιορίσθηκαν στην προσφορά υπηρεσιών για τη διαμονή των φοιτητών. Υπερβολική εξειδίκευση τμημάτων, τα οποία θα έπρεπε να λειτουργούν ως προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, τμήματα με ασαφές ή αδόκιμο γνωστικό αντικείμενο, σχολές διάσπαρτες σε πολλές πόλεις, αλληλοεπικαλύψεις αντικειμένων μεταξύ Πανεπιστημίων και ΤΕΙ στην ίδια ή σε άλλες πόλεις, αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του μοντέλου, το οποίο έφθασε στην υπερβολή με τα λεγόμενα «Τμήματα της διεύρυνσης 1998-2005».
Η ίδρυσή τους δεν στηρίχθηκε σε κάποιο σχεδιασμό, που θα υιοθετούσε διεθνώς εφαρμοζόμενες πρακτικές και ευρέως αποδεκτά κριτήρια. Τέτοια κριτήρια είναι η εξυπηρέτηση αναπτυξιακών αναγκών σε συγκεκριμένους τομείς και η αξιοποίηση πλεονεκτημάτων της χώρας, η ύπαρξη σημαντικού αριθμού επιστημόνων υψηλού επιπέδου για την υποστήριξη μιας ακαδημαϊκής μονάδας με ευκρινές γνωστικό αντικείμενο, το ελάχιστο μέγεθος ενός Ιδρύματος και η ισχυρή συγγένεια ανάμεσα στις ακαδημαϊκές του μονάδες. Σημαντικό κριτήριο είναι και η μοναδικότητα για Ιδρύματα, τα οποία λειτουργούν σε μικρές πόλεις, που θα τα καθιστούσαν εκπαιδευτικό προορισμό για διδάσκοντες και διδασκομένους. Τέτοια παραδείγματα είναι το Πολυτεχνείο Κρήτης στα Χανιά και η Ιατρική Σχολή με τη Σχολή Θετικών Επιστημών στο Ηράκλειο.
Από τα ανωτέρω προκύπτει η αναγκαιότητα των άμεσων διορθωτικών κινήσεων που θα συμβάλλουν στη θεραπεία των αδυναμιών που αναφέραμε. Στόχος της Πολιτείας θα πρέπει να είναι η δημιουργία Ιδρυμάτων Ανωτάτης Εκπαίδευσης με κρίσιμη μάζα, αφού λάβει υπ’ όψιν της τις διεθνώς καθιερωμένες αναλογίες πληθυσμού προς ΑΕΙ. Τα προβλήματα που ανέκυψαν από μία τέτοια διασπορά είναι διοικητικά, υλικοτεχνικά, εκπαιδευτικά και επιστημονικής επάρκειας. Δεν είναι δυνατόν μία χώρα των 10,8 εκατομμυρίων κατοίκων να στελεχώσει με υψηλές προδιαγραφές 11.900 θέσεις καθηγητών όλων των βαθμίδων σε όλα τα τμήματα της Ανωτάτης Εκπαίδευσης. Επιπλέον, στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. πλην της Ελλάδας, στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (Higher Education) εισάγεται κατά μέσον όρο το 33% των νέων ηλικίας 18 ετών, ενώ στην Ελλάδα υπερδιπλάσιο ποσοστό. Είναι σαφές ότι η καταστροφή είναι διπλή.
Αφ’ ενός μεν αφαιρούνται χιλιάδες νέων από τα παραγωγικά επαγγέλματα, αφ’ ετέρου δε συρρέουν και παραμένουν στα ΑΕΙ νέοι, που δεν έχουν τις ικανότητες και πολλές φορές τη βούληση να πάρουν πτυχίο, το οποίο ανταποκρίνεται στις αναγκαίες γνώσεις. Λόγω δε μη ύπαρξης μηχανισμού σταδιακής αποβολής εκείνων που αποτυγχάνουν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις των σπουδών τους, τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ έχουν μετατραπεί σε μηχανισμούς χορήγησης πτυχίων χωρίς αντίκρισμα, με μικρό ποσοστό εξαιρέσεων. Σήμερα με τον νόμο 4009/2011 δίδεται η δυνατότητα της καθιέρωσης του «φίλτρου ακαδημαϊκής επάρκειας» των φοιτητών.
Τα άμεσα βήματα, που πρέπει να γίνουν είναι:
(1) Συγχώνευση Πανεπιστημίων. Δεν είναι επιτρεπτό μία χώρα στο μέγεθος της Ελλάδας να διατηρεί 22 Πανεπιστήμια και 14 ΤΕΙ διάσπαρτα σε 69 πόλεις και κωμοπόλεις. Ο νόμος 4009/2011 εντέλει τον υπουργό παιδείας να προβεί στον χωροταξικό επανασχεδιασμό με προεδρικά διατάγματα. Το σχέδιο ΑΘΗΝΑ ήταν όχι μόνον άτολμο, αλλά και με μεγάλες δόσεις λαϊκισμού.
(2) Έμφαση στα ΤΕΙ. Τα ΤΕΙ θα πρέπει να ενισχυθούν, αφού γίνει η απαραίτητη συγχώνευση τμημάτων και κατάργηση παραρτημάτων, προκειμένου να επιτελέσουν το ρόλο για τον οποίο ιδρύθηκαν τη δεκαετία του 80. Δηλαδή να προσομοιάσουν με τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Fachhochschule) της Γερμανίας με έμφαση στις τεχνολογικές εφαρμογές, απονέμοντας πτυχίο με τριετείς κύκλους σπουδών και μεταπτυχιακό δίπλωμα τεχνολογικής ειδίκευσης και απαιτώντας από τους διδάσκοντες να έχουν εμπειρία στον ιδιωτικό τομέα σε συναφείς επιχειρήσεις ή παραγωγικές μονάδες.
(3) Δημιουργία Μεταλυκειακών Επαγγελματικών Κέντρων. Μεγάλος αριθμός τμημάτων των ΤΕΙ, τα οποία έχουν ως γνωστικό αντικείμενο επαγγέλματα, όπως είναι αυτά του οδοντοτεχνίτη, των επισκεπτών υγείας, των οπτομετρών, των αισθητικών, των ανθοκόμων, των κλωστοϋφαντουργών, των βρεφονηπιοκόμων, των επεξεργαστών ξύλου κ.λπ. θα πρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν στα επαγγελματικά κέντρα διετούς φοίτησης. Οι υποδομές καταργουμένων τμημάτων πανεπιστημίων και ΤΕΙ μπορούν να χρησιμοποιούνται για την ίδρυση μονάδων εκπαίδευσης των νέων ανθρώπων σε χρήσιμα επαγγέλματα διετούς φοίτησης.
(4) Θεσμικές αλλαγές.
(α) Ο νόμος 4009/2011 στο άρθρο 7 προβλέπει ότι ένας φοιτητής έχει το δικαίωμα να εξετασθεί τέσσερις φορές σε ένα μάθημα, δηλαδή, εφ’ όσον αποτύχει στις δύο εξεταστικές περιόδους ενός μαθήματος, να εγγραφεί και δεύτερη φορά και, εφ’ όσον αποτύχει και στις δύο νέες εξεταστικές περιόδους, είτε να διαγράφεται είτε να του δίδεται η δυνατότητα να επαναλάβει το μάθημα, εφ’ όσον η συνολική ακαδημαϊκή επίδοσή του είναι ικανοποιητική. Οι σημερινές διοικήσεις των ΑΕΙ δεν δείχνουν πρόθυμες να το εφαρμόσουν. Ο σημερινός υπουργός παιδείας, γνωστός υπέρμαχος του νόμου 4009/2011, οφείλει να επιβάλει την εφαρμογή του, μέσω των οργανισμών, που θα έπρεπε να είχαν υποβάλει τα ΑΕΙ από το 2012. Μέχρι σήμερα μόνον το Πολυτεχνείο Κρήτης έχει υποβάλει οργανισμό εγκεκριμένο από το Συμβούλιο του Ιδρύματος.
(β) Το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ θα πρέπει να αποτελέσει αποκλειστική ευθύνη των ίδιων των ΑΕΙ. Το ίδιο και ο αριθμός εισακτέων σε κάθε τμήμα και σχολή, που θα είναι ανάλογος των υποδομών και του επιστημονικού προσωπικού του. (γ) Θα πρέπει να θεσμοθετηθεί η δυνατότητα μετεγγραφής ενός φοιτητή από ένα τμήμα σε άλλο του ίδιου ή άλλου ΑΕΙ, ανάλογα με τις ακαδημαϊκές επιδόσεις του. Συγκεκριμένα, εφ’ όσον ένας φοιτητής αδυνατεί να παρακολουθήσει επιτυχώς ένα απαιτητικό πρόγραμμα σπουδών, να του δίδεται η δυνατότητα εγγραφής σε άλλο τμήμα ή σε άλλη σχολή του ίδιου ή άλλου ΑΕΙ, το οποίο φυσικά θα τον κάνει αποδεκτό με τα δικά του κριτήρια. (δ) Τμήματα της ίδιας Σχολής λειτουργούν στην ίδια πόλη. Αυτό προβλεπόταν από τον νόμο 4009/2011, αλλά καταργήθηκε το 2012.
(α) Ο νόμος 4009/2011 στο άρθρο 7 προβλέπει ότι ένας φοιτητής έχει το δικαίωμα να εξετασθεί τέσσερις φορές σε ένα μάθημα, δηλαδή, εφ’ όσον αποτύχει στις δύο εξεταστικές περιόδους ενός μαθήματος, να εγγραφεί και δεύτερη φορά και, εφ’ όσον αποτύχει και στις δύο νέες εξεταστικές περιόδους, είτε να διαγράφεται είτε να του δίδεται η δυνατότητα να επαναλάβει το μάθημα, εφ’ όσον η συνολική ακαδημαϊκή επίδοσή του είναι ικανοποιητική. Οι σημερινές διοικήσεις των ΑΕΙ δεν δείχνουν πρόθυμες να το εφαρμόσουν. Ο σημερινός υπουργός παιδείας, γνωστός υπέρμαχος του νόμου 4009/2011, οφείλει να επιβάλει την εφαρμογή του, μέσω των οργανισμών, που θα έπρεπε να είχαν υποβάλει τα ΑΕΙ από το 2012. Μέχρι σήμερα μόνον το Πολυτεχνείο Κρήτης έχει υποβάλει οργανισμό εγκεκριμένο από το Συμβούλιο του Ιδρύματος.
(β) Το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ θα πρέπει να αποτελέσει αποκλειστική ευθύνη των ίδιων των ΑΕΙ. Το ίδιο και ο αριθμός εισακτέων σε κάθε τμήμα και σχολή, που θα είναι ανάλογος των υποδομών και του επιστημονικού προσωπικού του. (γ) Θα πρέπει να θεσμοθετηθεί η δυνατότητα μετεγγραφής ενός φοιτητή από ένα τμήμα σε άλλο του ίδιου ή άλλου ΑΕΙ, ανάλογα με τις ακαδημαϊκές επιδόσεις του. Συγκεκριμένα, εφ’ όσον ένας φοιτητής αδυνατεί να παρακολουθήσει επιτυχώς ένα απαιτητικό πρόγραμμα σπουδών, να του δίδεται η δυνατότητα εγγραφής σε άλλο τμήμα ή σε άλλη σχολή του ίδιου ή άλλου ΑΕΙ, το οποίο φυσικά θα τον κάνει αποδεκτό με τα δικά του κριτήρια. (δ) Τμήματα της ίδιας Σχολής λειτουργούν στην ίδια πόλη. Αυτό προβλεπόταν από τον νόμο 4009/2011, αλλά καταργήθηκε το 2012.
Όλα αυτά βέβαια για να πραγματοποιηθούν χρειάζονται μία τολμηρή συμπολίτευση και μία υπεύθυνη και μη συντηρητική αντιπολίτευση. Τα δύο χρόνια που απομένουν στην παρούσα Κυβέρνηση θα πρέπει να αναλωθούν αποκλειστικά στην αλλαγή και στον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας πρωτίστως και στη συνέχεια του Κράτους. Συγχρόνως όμως, και η Αντιπολίτευση θα πρέπει να κατανοήσει ότι ο ρόλος της είναι η άσκηση τεκμηριωμένης κριτικής και η υποβολή επεξεργασμένων προτάσεων, ώστε να βελτιωθεί το πολιτικό κλίμα στη χώρα. Η ανέξοδη κριτική, η απόρριψη κάθε πρωτοβουλίας της κυβέρνησης και η υπόσχεση των πάντων στους πάντες αποτελούν τις χείριστες υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει στην κοινωνία. Ενδεχόμενη ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών εκ μέρους της θα πρέπει να βρει γόνιμο έδαφος για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις και άσκηση αναπτυξιακής πολιτικής.
Η Παιδεία δεν έχει χρώμα κόκκινο, γαλάζιο ή πράσινο. Είναι, αντιθέτως, το εφαλτήριο και τα θεμέλια για την, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, ανάπτυξη της κοινωνίας. Οιοδήποτε και αν είναι το μοντέλο διοίκησης μιας χώρας, η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση οφείλει να είναι συνδεδεμένη με την παραγωγική διαδικασία και την επιχειρηματικότητα. Η συνθηματολογία για την μη σύνδεση των ΑΕΙ με τις επιχειρήσεις, την οποία στηρίζουν δυστυχώς τα κόμματα της Αριστεράς, είτε οφείλεται σε ηλιθιότητα είτε σε σκόπιμη προσπάθεια στήριξης των συντεχνιών. Και στις δύο περιπτώσεις η κοινωνία θα πρέπει να απορρίψει αυτού του είδους τα συνθήματα, αλλά και τους φορείς τους. Οι απόφοιτοι της Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης θα εργαστούν, πρωτίστως, σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενώ οι τελευταίες περιμένουν τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα των ΑΕΙ, προκειμένου να εκσυγχρονίσουν την παραγωγή τους και να παράγουν νέα καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες.
Σε αντίθετη περίπτωση το Εκπαιδευτικό Σύστημα θα συνεχίσει να είναι αποτυχημένο και να συμβάλει στην ανεργία των νέων, στην έλλειψη παραγωγικότητας της χώρας και στα μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών. Αν όλοι εμείς το πιστέψουμε, τότε υπάρχει ελπίδα. Και εγώ αθεράπευτα αισιόδοξος θα συνεχίσω να μιλώ δημοσίως, ασχέτως πολιτικού κόστους.