Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Ο Τομέας Παιδείας της ΔΗΜ.ΑΡ για τις συγχωνεύσεις των ερευνητικών κέντρων



Ενώ στις ανεπτυγμένες  χώρες  θεωρείται αυτονόητο ότι η  ενίσχυση της έρευνας και  ο πολλαπλασιασμός των διαύλων επικοινωνίας με τον παραγωγικό ιστό, αποτελεί βασικό συστατικό της πορείας διεξόδου από την ύφεση και της ενίσχυσης  της αναπτυξιακής διαδικασίας, η κυβέρνηση ακολουθεί την αντίστροφη  πορεία, με μέτρα που αποδυναμώνουν  ή και καταστρέφουν το ερευνητικό σύστημα της χώρας.
Η ΔΗΜΑΡ είναι  υπέρ των ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η  τακτή αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού ώστε να προσαρμόζεται στα συνεχώς εξελισσόμενα επιστημονικά και κοινωνικά δεδομένα.
Το θέμα της αναδιάρθρωσης του ερευνητικού ιστού της χώρας – και όχι μόνο των Ερευνητικών Κέντρων που βρίσκονται υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας - αποτέλεσε αντικείμενο ανοικτής διαβούλευσης.  Η φυσική απόληξη αυτής της διαδικασίας θα ήταν μια συνολική πρόταση για όλη την έρευνα σε όλο τον Δημόσιο τομέα και ένα καινούργιο θεσμικό πλαίσιο το οποίο θα ακολουθούσε την φυσιολογική νομοθετική οδό.
Αντ’ αυτού η κυβέρνηση επέλεξε να χειριστεί το ζήτημα εστιάζοντας σ΄ ένα υποσύνολο των ερευνητικών φορέων, το οποίο τυχαίνει να είναι αυτό ακριβώς που εφαρμόζει το νόμο για την έρευνα, διαθέτει πολλαπλούς δείκτες αποδοτικότητας, οι οποίοι είναι καταγεγραμμένοι, και σε αντίθεση με τους υπόλοιπους δημόσιους φορείς, αξιολογείται από εξωτερικές διεθνείς επιτροπές κάθε πέντε χρόνια. Είναι φανερό λοιπόν ποιο τμήμα του δημοσίου η κυβέρνηση θέλει να «αναδιαρθρώσει»: αυτό ακριβώς που είναι το πιο διαφανές, καταγεγραμμένο και θεσμικά κατοχυρωμένο ως προς τις πρακτικές που ακολουθεί.
Το γεγονός ότι η εσωτερική συνένωση ινστιτούτων που βρίσκονται έτσι κι αλλιώς στο ίδιο ΕΚ –πολλές φορές στο ίδιο κτίριο-  παρουσιάζεται θριαμβευτικά από την Υπουργό σαν κατάργηση 25 φορέων του δημοσίου και κατά συνέχεια σαν σημαντική –προσωπική- επιτυχία στον «εξορθολογισμό της λειτουργίας του κράτους», δείχνει ανάγλυφα την ποιότητα και το επίπεδο του πολιτικού λόγου, και καθιστά διαφανή τα μικροπολιτικά κίνητρα των σχετικών ανακοινώσεων στα ΜΜΕ.
Η ένταξη της παραπάνω διαδικασίας συνενώσεων των ινστιτούτων της ΓΓΕΤ σε μια δευτερεύουσα διάταξη του εφαρμοστικού νόμου για το Μνημόνιο 2, ο οποίος θα ψηφιστεί στη Βουλή με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, δείχνει την έλλειψη σοβαρότητας και στοιχειώδους δεοντολογίας από την πλευρά του Υπουργείου.

Οφείλουμε να σημειώσουμε τα εξής:

·        Ενώ στα κείμενα της διαβούλευσης ήταν ρητή η συγχώνευση των 14 ινστιτούτων της Ακαδημίας Αθηνών σε 2 Ινστιτούτα καμία σχετική διάταξη δεν περιλαμβάνεται στο σχέδιο νόμου.
·        Επίσης δεν περιλαμβάνεται καμία διάταξη για τα ερευνητικά Κέντρα εκτός ΓΓΕΤ είτε για αυτά που υπάγονται στο Υπουργείο Παιδείας είτε γι αυτά που υπάγονται σε άλλα Υπουργεία.
·        Όσοι ασχολούνται με τον ερευνητικό ιστό επαναλαμβάνουν ότι  συνένωση των ινστιτούτων της ΓΓΕΤ δεν έχει κανένα οικονομικό αντίκρισμα, δεν επιφέρει καμία εξοικονόμηση. Το ποσό του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (1.500.000 Ευρώ)  το οποίο παρουσιάζεται στην έκθεση του γενικού λογιστηρίου ως οικονομία, από τη μισθοδοσία Διευθυντών και τα λειτουργικά έξοδα των κέντρων, δεν υπερβαίνει το ποσό των   εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000 Ευρώ ). Το Υπουργείο θα πρέπει με σοβαρότητα να επαληθεύσει τους υπολογισμούς του αφαιρώντας ένα μηδενικό.
·        Η περικοπή κατά δέκα εκατομμύρια ευρώ (10.000.000 Ευρώ)  από την Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (Άρθρο 2, παρ. 1, εδ. στ, περιπτ. 1) αποτελεί ευθεία βολή στη βιωσιμότητα των ερευνητικών κέντρων δεδομένου ότι θίγει τον πυρήνα της λειτουργίας  τους. 
·        Η συγχώνευση μη συναφών ινστιτούτων σε νέα ινστιτούτο με πλήθος άνω των 70 ερευνητών και η ταυτόχρονη διατήρηση ολόκληρων ερευνητικών κέντρων με αριθμό 10 μόλις ερευνητών αποτελούν ιδιαίτερα προβληματικά στοιχεία.

Η κυβέρνηση οφείλει να δώσει πειστικές απαντήσεις  διότι στο όνομα μιας δήθεν επιταγής του μνημονίου, η οποία δεν καταγράφεται πουθενά στο κείμενο οδηγεί στη διάλυση του ερευνητικού ιστού της χώρας. Στην πραγματικότητα στο μνημόνιο 2 περιέχεται μόνο το εξής απόσπασμα: [… για την Έρευνα & Ανάπτυξη είναι υποχρέωση της πολιτικής ηγεσίας να “Παρουσιάσει στρατηγικό σχέδιο δράσης για πολιτικές που αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας και των συνεργιών μεταξύ της δημόσιας και ιδιωτικής Ε&Α και καινοτομίας, καθώς και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης” μέχρι τέλος Φεβρουαρίου 2012.
Συνεπώς περιμέναμε  από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΔΒΜΘ να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στην παραπάνω επιταγή του Μνημονίου2 και να κάνει μια προσπάθεια προς την κατεύθυνση της σύγκλισης των δυνάμεων που δραστηριοποιούνται στο πεδίο  της Ε&Α και της επεξεργασίας των σχετικών προτάσεων (  στο πνεύμα της πρόσφατης ημερίδας των ΠΟΣΔΕΠ,ΟΣΕΠ-TEI, EEE ) μέχρι τέλος του τρέχοντος μηνός για σύγκλιση δυνάμεων και κατάθεση προτάσεων.
Προτίμησε τη ευθεία επίθεση στο ερευνητικό σύστημα  και τα επικοινωνιακά τεχνάσματα/πυροτεχνήματα.
Δυστυχώς για μια ακόμη φορά διαπιστώνουμε ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας δεν έχει αποκαταστήσει την επαφή της με την πραγματικότητα της χώρας και επιμένει στην οδό της αναξιοπιστίας και της πομπώδους αυταρέσκειας, διατηρώντας παράλληλα ανέπαφους τους πελατειακούς θύλακες. 

Πληροφορίες και εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου