Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Για το νέο και τις μεταρρυθμίσεις γενικώς κι ιδιαίτερα ως προς την ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα


του Μωυσή Μπουντουρίδη 
από το blog   boudourides's posterous

Δεν κρύβω ότι το αρχικό μου έναυσμα ήταν η συζήτηση για την κατάσταση στα ΑΕΙ, τα οποία, όπως σχεδόν κι όλη η εκπαίδευση στην Ελλάδα, θεωρώ (κι εγώ) ότι βρίσκονται υπό εκφυλισμό και διάλυση. Αντί όμως να εστιασθώ σ' αυτό το ιδιαίτερο ζήτημα, θα ήθελα να πω κάτι πιο γενικό. Να συζητήσω τους τρόπους με τους οποίους πρέπει να τολμάμε να προχωράμε, όταν θέλουμε να προσεγγίσουμε αποφασιστικά κάτι το καινούργιο, είτε πρόκειται για μια πλήρη καινοτομία ή για μια μεταρρύθμιση που αποσκοπεί να παρέμβει και να λύσει υπαρκτά προβλήματα ή για μια έστω μικρή, στοιχειώδη αλλά συνειδητή, προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών μέσα στις οποίες ζούμε. Ή, καλύτερα, θα επιχειρήσω να μιλήσω γιατί δεν μπορούμε, τι μας κρατά πίσω, να προχωράμε προς την κατεύθυνση του νέου, της καινοτομίας, των πραγματικών κι αποτελεσματικών μεταρρυθμίσεων. 

Να το πω καθαρά. Υποστηρίζω την τόλμη του πειράματος, του θάρρους της καλόβουλης κι ειλικρινούς δοκιμής, η οποία μπορεί να βελτιώνεται συνεχώς η ίδια και να επιχειρεί να λύνει τα οποιαδήποτε προβλήματα μέσα από τους πειραματισμούς της υλοποίησής της, μέσα από τα μαθήματα των λαθών της, μέσα από τη μεθοδολογία της δοκιμής και του λάθους. Μέσα από ρηξικέλευθους και πρωτότυπους πειραματισμούς, που θα είναι σε θέση ν' αναθεωρούν ακόμη και τις ίδιες τις πρωταρχικές αρχές της δοκιμαστικής συγκρότησής τους. Από τη μια μεριά, η προσαρμογή μέσα στη μεταβλητότητα και την ενδεχομενικότητα (contingency), μέσα στο διαρκώς μεταβαλλόμενο κι απρόβλεπτο περιβάλλον. Κι από την άλλη μεριά και ταυτόχρονα, το εμμενές (immanent) πείραμα να αλλάξουμε αυτό το περιβάλλον στην κατεύθυνση κάποιων πιο ευνοϊκών ισορροπιών. Αλλά πώς; Όταν, μέσα στην πράξη των πειραματισμών, δοκιμάζουμε τα όρια και τους ορίζοντες των αντοχών, βρίσκουμε πού πέφτουμε έξω κι ανακαλύπτουμε κάποιες εναλλακτικές λύσεις, τις οποίες αρχικά δεν μπορούσαμε ή ίσως και δεν θέλαμε ή εμποδιζόμασταν να τις δούμε. Αλλά πάντα με το θάρρος και την τόλμη της αποφασιστικότητας να προχωρήσουμε μπροστά.
Δυστυχώς όμως, η κατάσταση κι η νοοτροπία στην Ελλάδα είναι πέρα για πέρα αντι-πειραματική, αντι-αναθεωρητική. Εχθρική, φοβική απέναντι στην υιοθέτηση των ενδεχομενικών δυνατοτήτων που μπορούν να ξεπροβάλουν μέσα σε διαρκώς ανανεούμενες δοκιμές, μέσα απ' τις συνειδητοποιήσεις, τα μαθήματα από τα λάθη και μέσα στην προσπάθεια για το ανεξάντλητο ξεπέρασμα, τη διόρθωση, τη βελτίωση.
Όλοι στην Ελλάδα είμαστε απελπιστικά κι ανυπόμονα πεισματάρηδες εγωιστές. Είμαστε σίγουροι ότι κατέχουμε την αλήθεια, όχι μόνο γιατί η αλήθεια για τους Έλληνες πρέπει να είναι μόνο μια μοναδικά κι αποκλειστικά δική τους άποψη, αλλά περισσότερο γιατί οι Έλληνες υποστηρίζουν με τυφλό φανατισμό το θεόσταλτο κι αιώνιο προνόμιό τους να γνωρίζουν αυτοί και μόνο αυτοί την αλήθεια, ΕΞΩ από τα πράγματα, ΠΡΙΝ από την πράξη, ΠΕΡΑ από την εμπειρία. Επομένως, έτσι, δεν τολμούμε να πειραματισθούμε απέναντι στο άγνωστο. Οι Έλληνες δεν έχουμε τα κότσια να δοκιμάσουμε τις αντοχές των εποικοδομητικών προτάσεων που θα μπορούσαμε να κάνουμε, γιατί δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον εγωισμό της παντογνωσίας μας. Ο εγωισμός αυτός, σε τελευταία ανάλυση, διαποτίζει, δηλητηριάζει, και το πνεύμα των οποιωνδήποτε προτάσεών μας, για να τις ακυρώσει πριν ακόμη αρχίζουν να υλοποιούνται. Οι Έλληνες βλέπουν μόνο την αρνητικότητα και το μηδενισμό αυτών με τους οποίους διαφωνούν. Καμιά κουβέντα για τη δική τους ένοχη αρνητικότητα, για το συνεπαγόμενο μηδενισμό του εγωισμού τους, για την ισοπέδωση του δικαιώματος για διαφορά, που θέλουν να επιβάλουν με κάθε τρόπο. Αλλά, έτσι, δεν μπορούν να επιβιώσουν, να εξελιχθούν, να προσαρμοσθούν, πάνω στο γλιστερό έδαφος της αβέβαιης έκβασης, πάνω στο έδαφος ενός ανεξέλεγκτου άγνωστου, της φυσικής πολυσημίας, του αναπάντεχου διφορούμενου. Μηδενικά επίπεδα ανοχής της αβεβαιότητας έχει ο πολύξερος-πεφωτισμένος-διαφωτιστής εγωιστής Έλληνας. Κι όταν συγκαλεί διαβουλεύσεις ή άλλες ομαδικές συζητήσεις, το μόνο που θέλει να επιτύχει είναι (μέσα από διαπραγματεύσεις, παζαρέματα και μαγειρέματα, ο,τιδήποτε, δηλαδή, έχει το υβριστικό θράσος να τ' αποκαλεί "συναινέσεις") να εξασφαλίσει τα νώτα του από τη βέβαιη αποτυχία, στην οποία οδηγεί η πεισματάρικη λατρεία-του της ακλόνητης βεβαιότητας. Οι συναινετικές διαβουλεύσεις στην Ελλάδα έχουν καταντήσει να είναι το άλλοθι της βέβαιης κι αντικειμενικής αποτυχίας των υποκειμενικών σχετικισμών, όχι ένας τρόπος αντιμετώπισης της εγγενούς αβεβαιότητας κι ενδεχομενικότητας των πραγμάτων από το πλήθος των ιδιαιτερότητων (singularities) που πασχίζουν, με τις δράσεις τους, ν' ανακαλύψουν την καθολικότητα της απόλυτης αλήθειας.
Η αλήθεια για τον Έλληνα βρίσκεται έξω, πριν και πέρα από τα πράγματα, από τη ροή, το γίγνεσθαι, του είναι μέσ’ τον κόσμο. Κι όταν ακόμη αναζητεί μια συλλογική αλήθεια, δίκη τέτοιων φανφαρόνικων διαβουλεύσεων, τίποτε δεν βγάζει απ' το μυαλό των διαβουλευόμενων τη βεβαιότητα ότι η αλήθεια αυτή (είτε σαν ατομική μεσσιανική επιφοίτηση ή σαν συλλογική συνενοχή στο παζάρεμα και τη συνδιαλλαγή των συμφερόντων) δεν πρέπει ούτε πρόκειται να αλλάξει καθ' οδό. Για τον Έλληνα, οπωσδήποτε, δεν πρόκειται, σε καμιά περίπτωση, να αλλάξει. Ακόμη κι όταν γίνει σ' όλους κατανοητό ότι κάτι άλλο χρειαζόταν, κάτι που αρχικά βρισκόταν έξω από την πεισματική αρχική βεβαιότητα για το πώς πρέπει να γίνουν τα πράγματα. Πάλι το ίδιο λάθος θα επαναληφθεί, η ίδια αλαζονεία που μένει πεισματικά προσκολλημένη σε μια μυωπική αντίληψη ότι, ανεξάρτητα από την τροπή που θα πάρουν τα πράγματα, το μόνο που πρέπει οπωσδήποτε να σωθεί είναι πάντα το αναφαίρετο κι a priori δίκιο, το αιώνια αστραφτερό κύρος, του αλάθητου και παντογνώστη Έλληνα.

Ενώ όλη η δομή της επιστήμης και της τεχνολογίας έχει θεμελιωθεί πάνω στο πείραμα, στη διαδικασία των ασταμάτητων πειραματισμών, μέσα από την εμπειρική-πειραματική επαλήθευση, αλλά και την διάψευση, τη δοκιμή και το λάθος, τις μεθόδους, δηλαδή, που αναζητούν να ιχνηλατήσουν τους άγνωστους δρόμους της γνώσης μέσα από μια σταθερή επίγνωση της αβεβαιότητας και της ενδεχομενικότητας του χάους του κόσμου, το αντίθετο ισχύει στην Ελλάδα. Τίποτε, δεν αφήνεται στην τύχη του ή στην "ανευθυνότητα" των πειραματισμών. Ειδικά, θα σου πουν, π.χ., για τα ευαίσθητα πράγματα της εκπαίδευσης, τα πειράματα είναι βλαβερά, περιττά, επικίνδυνα, δεν χρειάζονται. Και στη θέση τους προτιμάται ο δρόμος της σίγουρης αποτυχίας των καταδικασμένων πεφωτισμένων δράσεων, που με το πολύ φως της παντογνωσίας τους είναι τυφλωμένες από τη σιγουριά της μηχανικής και στείρας επανάληψης. Έτσι, δεν υπάρχει, δεν γίνεται, κανένας γνήσια καινοτόμος νεωτερισμός, καμιά γνήσια μεταρρυθμιστική αναθεώρηση των μέτρων που ακολουθούνται για να επιτευχθεί η επίλυση των προβλημάτων που συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται. Ο Έλληνας θα κρυφθεί ή θα μασκαρέψει τον εγωισμό του πίσω από τη σιγουριά της πεπατημένης οδού, ακόμη κι αν αυτή έχει να κάνει με άλλους τόπους, ή με άλλες συγκυρίες ή συνθήκες, με άλλους καιρούς. Ο Έλληνας είναι το πιο μιμητικό πλάσμα σ' ολόκληρο τον πλανήτη. Το ότι η παπαγαλία είναι ο χρυσός κανόνας όλου του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα είναι μια άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Το μόνο που ξέρει είναι ν' αντιγράφει παθητικά, όχι να δημιουργεί ενεργητικά. Γιατί η δημιουργία που οδηγεί σε κάτι το καινούργιο είναι πάντα μια πάλη του οράματος, του ειλικρινούς πόθου για το καινούργιο, μια πάλη με τα δεσμά της υποδούλωσης στο παλιό, με τη ναρκισσιστική απονεύρωση που νομιμοποιεί την επικυριαρχία της συνήθειας σαν πράξη ανυπέρβλητης εξάρτησης απ' το παλιό. Και το παλιό (ή το εφαρμοσμένο αλλού κι άλλοτε) είναι το σίγουρο, που ταιριάζει στον εγωισμό της καραγκιοζίστικης παντογνωσίας του Έλληνα. Γι' αυτό, ο Έλληνας αποφεύγει, απορρίπτει, τις αληθινές μεταρρυθμίσεις. Γιατί χρειάζονται τη μετριοφροσύνη που εμπνέεται από την πολυσημία της αβεβαιότητας για την αντιμετώπιση της πολυπλοκότητας των αμφίσημων καταστάσεων του κόσμου. Γιατί χρειάζονται την ηρεμία και την ειλικρίνεια της αποφασιστικότητας, έτσι ώστε να βρίσκεται ο δρόμος της αλλαγής, σαν παιχνίδι του κόσμου, μέσα από ανοιχτούς πειραματισμούς, μέσα από την καλοπροαίρετη εμπλοκή και την χαρούμενη ενασχόληση της ζωής με τα πράγματα. Προκατάληψη, φοβία, μισοψυχία, για να τηρηθούν τα προσχήματα μιας προνομιακής κληρονομιάς που φαντάζεται ο Έλληνας ότι κατέχει. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του Έλληνα. Γι' αυτό, δεν μπορεί μόνος του να προκόψει, πάντα περιμένει τον από μηχανής Θεό. Είτε τον Θεό του αλαζονικού εγωισμού του, που, όταν δεν πείθει ή δεν παραπλανά με παχιά λόγια, καταφεύγει στον τσαμπουκά, την ασυμβίβαστη μαγκιά, να εξακολουθεί να θεωρεί μέρα τη νύχτα της κατάντιάς του. Ή της ελεημοσύνης των ξένων, που για τον Έλληνα του είναι παντοτινά υποχρεωμένοι, επειδή απ' την Ελλάδα δήθεν πήραν τα φώτα του πολιτισμού, τα φώτα με τα οποία τώρα ο Έλληνας είναι στην κυριολεξία τυφλωμένος και πέρα για πέρα αυτο-ευνουχισμένος κι ανίκανος να ανακαλύψει το νέο, την αλλαγή προς το καλύτερο. Κούνια που τον κούναγε.

Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ σκληρή για τον Έλληνα. Δεν υπάρχει ο πόθος του καινούργιου ή ο οραματισμός της καινοτομίας, υπάρχει μόνο η ψεύτικη ρητορική ή λαϊκίστικη παραπλάνηση για να συνεχίσουν τα πράγματα να γίνονται όπως πάντοτε (business as usual). Δεν γίνεται καμιά μεταρρύθμιση, καμιά αλλαγή που μετασχηματίζει το παλιό, το προβληματικό, το ανυπόφορο, όταν δεν υπάρχει η τόλμη του πειράματος, το θάρρος να βάλουμε τα χέρια μας μέσ’ τη φωτιά, για να βγάλουμε τα κάστανα του νέου, μέσ' από απώλειες, από τραυματισμούς, από θυσίες.

Έτσι τώρα και για τα Πανεπιστήμια. Όλοι δέχονται ότι η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο, όλοι ισχυρίζονται ότι ξέρουν δήθεν καλά κάποιες εκπαιδευτικές πολιτικές που εφαρμόζονται αποτελεσματικά κάπου αλλού κι ότι θα έλυναν τον γόρδιο δεσμό αν τις μεταφέραμε με κάποιο τρόπο κι εδώ. Αλλά κανένας δεν τολμά να δει κατάματα το πρόβλημα. Να συνειδητοποιήσει ότι τα Πανεπιστήμια έχουν γίνει τα άντρα της μάζωξης όχι μόνο των αδιάφορων ή, σε κάποιες περιπτώσεις, κι οκνηρών φοιτητών, αλλά, σ' ορισμένες ακραίες περιπτώσεις, και των άχρηστων καθηγητών ή των πελατειακά και κομματικά ευνοούμενων υπάλληλων. Αυτά τα κατεστημένα που το κράτος, δυστυχώς, πολλές φορές, με τη συνενοχή της ίδιας της κοινωνίας, έχουν ως τώρα δημιουργήσει (επειδή τα πράγματα αντιμετωπίζονταν είτε ωφελιμιστικά ή ωχαδερφιστικά) κανείς δεν θέλει να τα πειράξει. Για παράδειγμα, το κράτος θέλει να βάλει πάνω απ' τα Πανεπιστήμια αξιολογήσεις ή εξωτερικούς μάνατζερ, να κάνουν τι; Το ζήτημα δεν είναι η αναπόφευκτη ανάγκη για ορθολογικές αυτο-διορθώσεις μέσα από αντικειμενικές αξιολογήσεις ή από μια χρηστή, αμερόληπτη κι αποτελεσματική διοίκηση. Το ζήτημα είναι πώς θα αντιμετωπισθούν οι αξιολογήσεις ή οι μάνατζερ από το διεφθαρμένο εκπαιδευτικό σύστημα. Κι εκεί οι πολύξεροι πολιτικοί, που εγωιστικά θέλουν να επιβάλουν τις βεβαιότητές τους, δεν μιλούν. Γιατί συμβιβάζονται. Μα είναι ποτέ δυνατόν ένας αρρωστημένος εκφυλισμός του επιπέδου της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα να μη τα καταφέρει να διαπραγματευθεί την αναπαραγωγή του με τους οποιουσδήποτε αξιολογητές ή με τους μάνατζερ που θα αναλάβουν τον εξωραϊσμό ενός ρημαγμένου οικοδομήματος; Ίσα-ίσα, οι ίδιοι οι ανάξιοι κηφήνες (π.χ., αυτοί που επί χρόνια μαγείρευαν τις κρατικές στατιστικές) είναι το πιθανότερο ότι θα γίνουν οι αξιολογητές που θα δώσουν το συγχωροχάρτι στους δικούς τους (ενδεχομένως να κυνηγήσουν τις αντίπαλες κλίκες, όχι όμως στο όνομα της καθολικά εφαρμοσμένης αξιοκρατίας, αλλά σαν βεντέτα μεταξύ μαφιόζικων κύκλων). Οι ίδιοι οι ανίκανοι για την παραμικρή ανανέωση μέσα στη χαβούζα που δημιούργησαν, για να τους βολεύει και για να βολεύουν τους δικούς, αυτοί οι ίδιοι θα επιχειρήσουν να μεταμορφωθούν σε μάνατζερ κι, ως δια μαγείας, θα αλλαξοπιστήσουν μπροστά στα ήθη και την αίγλη της διοικητικής εξουσίας, για να υποσχεθούν ότι θα εγγυηθούν τις αξιοκρατικές διαδικασίες, που ως τώρα οι ίδιοι καταπατούσαν.
Αστειότητες. Μόνο οι Έλληνες έχουν μια τόση διεστραμμένη οκνηρία και δεν θέλουν να σκεφθούν το νέο, το πείραμα, τη δοκιμασμένη ανανέωση.
Το ζήτημα όμως είναι απλό, κατά ουσιαστική βάση ή κάτω από άλλες υπαρξιακές συνθήκες. Ωραία, δεν μπορείτε να τα βάλετε με τα σκατά, να καθαρίσετε τους βρωμισμένους στάβλους του Αυγεία. Δεν σας συμφέρει, έχει πολιτικό κόστος, γιατί θα χάσετε την εύνοια κάποιων από τους στυλοβάτες της απάτης σας. Μη ντρέπεστε να το παραδεχθείτε. Αλλά τότε γιατί δεν πάτε παραπέρα, εντελώς έξω από τα υπαρκτά αναξιόπιστα ιδρύματα, να δοκιμάσετε, να πειραματισθείτε, να φτιάξετε κάποιους νέους θεσμούς, εντελώς απ' τη αρχή, χωρίς καμιά εξάρτηση απ' το παλιό; Δεν προτείνω να φτιάξετε ιδιωτικά ιδρύματα που λειτουργούν με βάση το κέρδος. Φτιάξτε όμως ιδρύματα, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που θα είναι πλήρως αυτοδιοικούμενα κι ανεξάρτητα αφενός από το ένοχο πελατειακό κράτος κι αφετέρου από τις αδηφάγες καιροσκοπικές αγορές. Ιδρύματα της κοινωνίας των πολιτών. Ιδρύματα που θα είναι θωρακισμένα κι απέναντι στην κρατική πελατειακή υποδούλωση κι απέναντι στην εκμετάλλευση και τη βάρβαρη αποικιοκρατία των αγορών. Θωρακισμένα με τι; Με τη δύναμη του κοινού λόγου, της αναζήτησης του νέου, των ανοιχτών μυαλών, της επιστημονικής γνώσης, της κοινωνικής ευθύνης, της άμιλλας για το καλύτερο. Με τέτοιες ηθικές αξίες προς τις οποίες όλοι να μπορούν να συμβάλουν μέσα από μια διαρκή προσπάθεια πειραματικής αναζήτησης, μέσα από θετικούς οραματισμούς για τη βελτίωση του κόσμου, μέσα από την αφιλοκερδή αγωνία για το καλύτερο και μέσα από τους πραγματικά επίπονους αγώνες για την παραγωγή της γνήσιας καινοτομίας, η οποία δεν θα υποκύπτει στους συμβιβασμούς ή τα αλισβερίσια της πεπατημένης, αλλά θα είναι μια τολμηρή καινοτομία που θα σηκώσει το ηθικό ανάστημα και θα δει κατάματα την αμαρτία και τη διαφθορά του παλιού. Που θα έχει την αποφασιστικότητα να αντιμετωπίσει όλα τα εμπόδια που κωλυσιεργούν, που βάζουν τρικλοποδιές στην αναζήτηση του καινούργιου.
Κι αν ποτέ συγκροτηθούν τέτοια εκπαιδευτικά ιδρύματα της κοινωνίας των πολιτών, κι ας είναι παράλληλα με τα υπαρκτά ιδρύματα της κρατικής νομιμοποίησης (που φυσικά, έτσι όπως είναι, δεν έχουν καμιά υπόληψη από τις αγορές, κι ούτε καμιά σημαντική αναγνώριση από το διεθνές σύστημα των πανεπιστημιακών αξιολογήσεων), τότε να δείτε πόσο γρήγορα θα μαραζώσουν τα ήδη εκφυλισμένα κι αμαρτωλά κρατικά ιδρύματα. Όχι γιατί αυτήν την έκβαση την ξέρουμε εξ αρχής. Ακριβώς το αντίθετο. Γιατί, από τη μια μεριά, τη μεριά της πεισματικής προσήλωσης στο παλιό, στα ιδρύματα των μονοπωλίων του κρατικισμού (ακόμη και με την προσβλητική αδιαφορία των παραγόντων της αγοράς), όλα είναι σίγουρα και γνωστά απ' την αρχή κι επομένως δεν υπάρχει η παραμικρή ανάγκη για την οποιαδήποτε έκβαση που θα οδηγούσε στο καινούργιο. Ενώ, από την άλλη μεριά, στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της κοινωνίας των πολιτών, όλα παίζονται (στην κυριολεξία, η μάθηση είναι παιχνίδι - θυμηθείτε τη ρήση του Ηράκλειτου για τον χρόνο), όλα δοκιμάζονται μ' επίπονες προσπάθειες ανεξάντλητων πειραματισμών, όλα ανακαλύπτονται, ξανά και πάλι ξανά απ' την αρχή (αυτό θα πει μάθηση), χωρίς αγκυλώσεις, εθελοτυφλίες ή προκαταλήψεις (αυτό θα πει επιστήμη).
Αυτά. Πειραματικά. Κι από μακριά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου